Πάει καιρός που παραλληλίζω το μυθιστόρημα με τη στιγμή, όπου νοερά ένας άνθρωπος
και συγκεκριμένα ο εκάστοτε συγγραφέας, εμπιστεύεται τα κλειδιά του οχήματός του σε
κάποιον άλλον, δηλαδή στον αναγνώστη, κλείνοντάς του συνθηματικά κι ανυπόμονα το μάτι
για να απολαύσει τη βόλτα. Όταν ο οδηγός καθίσει στη θέση του αναπαυτικά, γυρίσει στη
μίζα το κλειδί και βάλει πρώτη, όλα γίνονται αμέσως πιο εύκολα και συναρπαστικά, όπως
άλλωστε σε κάθε αυτόματο όχημα. Ξεκινά ένα ταξίδι με άγνωστο μυθοπλαστικό προορισμό
και κανείς δεν ξέρει να σου πει εκ των προτέρων, αν το ταξίδι αυτό θα είναι μακρύ ή πολύ
σύντομο, πότε θα τελειώσουν τα αφηγηματικά καύσιμα, τι είναι όλοι εκείνοι οι χαρακτήρες
που θα σου κάνουν επίμονα ωτο – στοπ στην άκρη των δρόμων, και αν εσύ θα καταφέρεις
να βρεις κοινά σημεία επαφής μαζί τους και ταυτόχρονα να μην πάρεις στιγμή τα μάτια σου
απο την άσφαλτο, βιώνοντας συναισθήματα ποικίλων ειδών έχοντάς τους δίπλα σου ή
θωρώντας τους απο τον καθρέφτη να αναδεύονται στα πίσω καθίσματα σαν σκανταλιάρικα
μικρά παιδιά.
Σε κρίσεις οικονομικές, πολιτισμικές, κοινωνικές, αλλά κυρίως συναισθηματικές, άτομα
των οποίων τις φυσιογνωμίες πλάθουμε μέσα απο σφυρηλατημένες περιγραφές στο μυαλό
μας και μόνο εκεί, γίνονται κοινωνοί νέων ξεκινημάτων και μας προκαλούν να τους
ακολουθήσουμε σε κάθε μονοπάτι που επιλέγουν να βαδίσουν, να γίνουμε συνοδοπόροι στη
μαγεία των ιστοριών που ακόμη κι εμείς, διαδραματίζουμε έναν ιδιόμορφο ρόλο, αυτόν του
παρατηρητή, και δη, πολλές φορές του ενοχλητικού που θα μπορούσε να προκαλέσει μέχρι
και διπλωματικό επεισόδιο λόγω της αδιακρισίας του. Αλλά έτσι είναι ο αναγνώστης, αυτή
είναι η φύση του, και κανείς δεν πρέπει να αποπαίρνει ή να παρεξηγεί έναν άνθρωπο που
ζει ανέξοδα, ακίνδυνα, αμετανόητα και ατίθασα τόσες πολλές ζωές και περιπέτειες χωρίς
καν να σηκώνεται απο τον καναπέ του.
Πολλοί λένε πως για να ζήσεις πολλές ζωές, χρειάζεται να διαβάσεις πολλά βιβλία.

Λάθος. Για να ζήσεις πολλές ζωές, πρέπει να κλείσεις τα μάτια, να μετρήσεις απο μέσα
σου ένα, δύο, τρία, να κρατήσεις την ανάσα σου και να βουτήξεις με όλο το θάρρος και την
εσωτερική σου δίψα σε πολυπρόσωπα βιβλία, να μπεις στο πετσί των ρόλων χωρίς όμως
να εγκαταλείψεις τη μοίρα τους μέσα στην ίδια ιστορία. Ένα πολυπρόσωπο βιβλίο, ένα
ανάγνωσμα γεμάτο ανατροπές, μα και γεγονότα που συγκλονίζουν, πλεγμένα δεξιοτεχνικά
πάνω στο υφαντό της ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελούν οι «Απώλειες» της αγαπημένης
μου φίλης, Ιουλίας Ιωάννου. Δεν πρόκειται για ένα απλό γεωμετρικό σχήμα πεζογραφίας,
δεν πρόκειται για ένα αφηγηματικό όχημα, αλλά για έναν συρμό σκηνών, βιωμάτων,
συναισθημάτων, χαρακτήρων και πλοκής που δεν σου επιτρέπουν να κατέβεις πριν τον
τελευταίο σταθμό. Ξέρετε, η αποψινή μας καλεσμένη έχω παρατηρήσει πως έχει μια πολύ
ιδιαίτερη ικανότητα, κι αυτό είναι κάτι που το συναντά κανείς και στο πρώτο της βιβλίο,
«Έτσι ξαφνικά έγιναν όλα», εκεί που όλα μοιάζουν τελειωμένα και τελεσίδικα, μέσα απο
τους ήρωές της να αναδύονται νέες δυνάμεις και προοπτικές. Και αυτό, γιατί πρόκειται για
ήρωες καλοστημένους, για όντα πραγματικά που περιδιαβαίνουν μπροστά μας όσο εμείς
τους μελετάμε. Πρόκειται για ανθρώπους κανονικούς με όλα τα ζωτικά όργανα στη σωστή
θέση μέσα στο κορμί τους, με την καρδιά τους να χτυπάει ως τα αυτιά του αναγνώστη.
Μέσα στις «Απώλειες», διέκρινα χαρακτήρες που μού έμοιαζαν, όπως θα μοιάζουν και σε
πολλούς απο εσάς όταν τους δώσετε την αναγνωστική ευκαιρία που σάς ζητούν, άλλους
τους οποίους λέω «ευτυχώς που υπάρχουν στη ζωή μου, ο καθένας με ξεχωριστό τρόπο»
και άλλους που μόλις μπει κανείς στα αφηγηματικά νερά, λέει «μακάρι να μη βρεθώ ποτέ
στη θέση της Ειρήνης, της Σοφίας, της Χριστίνας». Ακόμα και του Απόστολου, αυτού του
σκοτεινού άντρα που η θεία Δίκη τού είχε στήσει την πιο πετυχημένη της ενέδρα. Απο
την άλλη, θα πει κανείς «ας βρέθω έστω για λίγο στη θέση του Φίλιππου, του Ομήρου ή
του Χρήστου για να ζήσω τον έρωτα, σωματικό, πνευματικό κι αέναο.» Ναι, όλα τείνουν να
μας απασχολούν και να απομυζούν τη φαιά ουσία μας κάθε μέρα που ξημερώνει. Σωρό οι
αρρώστιες, οι απώλειες, βαριά η μοναξιά και η αποξένωση, μίσος, αλλά τι αξίζει εντέλει
απο τούτο το σύντομο πέρασμά μας στη γη; Μα ο έρωτας κι η αγάπη φυσικά. Αυτά τα δύο

ξεχωριστά ή συνδυαστικά, προσδίδουν την απαραίτητη ευωδιά στο άνθος της ζωής μας,
αυτή αφήνει πίσω καθένας που ξεκινά για το αγύριστο ταξίδι του στο φως όταν
ολοκληρώνει την αποστολή του στα επίγεια.
Στο βιβλίο της, η Ι. Ιωάννου καταγράφει το καθημερινό αυτό καθαυτό. Παρουσιάζει μεν
προβλήματα σοβαρά, αλλά εμείς πάντα ξέρουμε πως πρόκειται για ξένα μπερδέματα όσα
αναφέρονται στα βιβλία. Ο τρόπος και η μαστοριά που τα παραδίδει ο συγγραφέας στο
κοινό, απαιτούν ιδιαίτερη τεχνική και μυθοπλαστική τριβή. Πρέπει να γίνουν αληθινές
σπαζοκεφαλιές για τον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα μέσω της απόστασης που διατηρεί,
να μπορεί να έχει μια ισορροπημένη μεταχείριση για αυτά. Κι εδώ έγκειται το ταλέντο της
αγαπημένης Ιουλίας που μού έκανε την τιμή να μιλήσω και στο Αγρίνιο για τις
«Απώλειες». Ξέρει καλά να θέτει διλήμματα, ερωτήματα, αμφιβολίες, να ενεργοποιεί το
ενδιαφέρον, να παίζει με συναισθηματικές και γλωσσικές αποχρώσεις και μέσα απο τα
γραπτά της να αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Τη γεύση της ζωής. Και μη μου πείτε πως η
ζωή είναι είτε γλυκιά είτε πικρή. Αυτό ισχύει για όσους αποφεύγουν το σοβαρό στοχασμό
πάνω της. Ξέρετε, τίποτα δε μπορεί να είναι είτε μαύρο, είτε άσπρο. Κοιτάξτε προσεκτικά
το μαύρο κάτω απο το φως, γκρι θα σας βγει, και αναλόγως, εξετάστε το λευκό στο
σκοτάδι. Πάλι γκρι θα σας δώσει. Έτσι και η ζωή. Ούτε γλυκό, ούτε μπίτερ. Τη ζεις μια
φορά και για λίγο, αλλά αν τη ζήσεις σωστά σού φτάνει και σού περισσεύει.
Στις «Απώλειες», υπάρχει, αν θέλετε, μιας μορφής παραλογισμός. Μέσα απο μικρούς ή
μεγάλους θανάτους επαναπροσδιορίζονται ήρωες και αναγνώστης. Αναγεννάται η ελπίδα,
εκτιμούμε το θείο δώρο της αναπνοής, την κάθε αντίδραση της καρδιάς που λέγεται εν
γένει ψυχή ή ψίχα ζωής. Θυμηθείτε πως ακόμα και μέσα απο τις πιο μαύρες νεφέλες,
πάντα πέφτει στο χώμα καθαρό, γονιμοποιό νερό. Κι αυτή είναι η ασπίδα του καθενός απο
εμάς στην απόγνωση και τους ραγισμένους και γροσούζικους καθρέφτες της
καθημερινότητας. Το βιβλίο της Ιουλίας είναι όσα ακριβώς συμβαίνουν στη ζωή. Είναι ο
τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, ο τρόπος που βιώνουμε την αγάπη,

την εμπιστοσύνη, μα και την αχαριστία των άλλων. Αν κάτι ταιριάζει απόλυτα στο έργο
της, σε αντιπαραβολή με την ίδια τη ζωή, είναι τα λόγια του Πιραντέλλο: «Έτσι είναι, αν
έτσι νομίζετε.»
Κλείνοντας, θα ήθελα να απευθύνω τις θερμές μου ευχαριστίες στον κύριο Νίκο Μαντά
για τη διάθεση του φιλόξενου χώρου του ξενοδοχείου Βυζαντινό, αλλά και για την πίστη
του σε μένα, το βιβλιοπωλείο Discover your way και την κυρία Αφροδίτη Σκαλτσά –
Δημητρακοπούλου για τη σταθερή τους υποστήριξη και αγάπη, την Εύη Πανοπούλου για
όλες τις ευτυχείς συνεργασίες μας, όλους εσάς που απόψε ανταποκρίνεστε σε ένα γλυκό
και ξεχωριστό λογοτεχνικό κάλεσμα του πιο αγαπημένου βιβλιοπωλείου της Πάτρας, και
φυσικά την Ιουλία Ιωάννου και την οικογένειά της για την τιμή και την χαρά που μού
δίνουν να μιλώ και να εκφράζομαι για δεύτερη συνεχόμενη φορά για το συγγραφικό της
έργο.

 

 

ap9