«…Δε σε χόρτασα αγάπη μου, δεν σε χόρτασα. Με ρώτησες μια μέρα ποιο ήταν το πιο μακρύ ταξίδι που είχα κάνει. Τότε, αν και δεν σου το είπα καθαρά, σκέφτηκα ότι το πιο μακρύ ταξίδι θα ήταν εκείνο, το τελευταίο που κάνει κάθε θνητός ακολουθώντας τη μοίρα του. Όμως τώρα είμαι σίγουρος πως άλλη είναι η απάντηση. Το πιο μακρύ και όμορφο ταξίδι μου ήσουν εσύ. Ήταν αυτή η διαδρομή που έκανα μέχρι να σε συναντήσω, μέχρι να βυθιστώ στα μάτια σου κι από εκεί να φτάσω στην καρδιά σου και να γνωρίσω την αγάπη…» Μ.Μ

Μάιος του 2015 και στα συγγραφικά δρώμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, εμφανίζεται και συζητιέται με θετικές κριτικές η ΜΑΙΡΗ ΜΑΓΟΥΛΑ , με το πρώτο της βιβλίο «ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ» να κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Δυόμιση χρόνια αργότερα, τον Οκτώβρη του 2017, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο της με ένα πολύ όμορφο εξώφυλλο και τίτλο «Το πιο μακρύ ταξίδι».

Το πρώτο βιβλίο ήταν ένα οδοιπορικό στην παλιά Κωνσταντινούπολη, «Το πιο μακρύ ταξίδι», είναι ένα οδοιπορικό στην Αθήνα της δεκαετίας του ΄50, στην «συνοικία των θεών», στα Αναφιώτικα της Πλάκας. Στο σημείο που οι παλιοί Αναφιώτες, άφησαν το δικό τους στίγμα, τον δικό τους κυκλαδίτικο ρυθμό μέσα στην παλιά Αθήνα. Εκεί η συγγραφέας έχει τοποθετήσει τους ήρωές της, εκεί μας υποδέχεται και μας ξεναγεί στους λιθόστρωτους δρόμους και στα μικρά δαιδαλώδη σοκάκια της περιοχής. Εκεί, σε μια γραφική γειτονιά, θα γνωρίσουμε τους ήρωές της, την ζωή τους και τα μυστικά τους, όπως ακριβώς διαβάζουμε από το οπισθόφυλλο….
«…Υπό τους ήχους της λατέρνας που σκορπά τις μελαγχολικές μελωδίες της, νοσταλγοί κι ονειροπόλοι, τελευταίοι προσκυνητές μιας παλιάς πόλης που δεν υπάρχει πια και μιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί, οι ήρωες του συγκινητικού αυτού μυθιστορήματος συναντιούνται, ακουμπούν ο ένας στον άλλον και με οδηγό το όνειρο κάνουν το πιο μακρύ ταξίδι τους στην αγάπη…»

Η δεκαετία του ’50, μια εποχή αμέσως μετά τον πόλεμο, την κατοχή, την πείνα και τον εμφύλιο, η Αθήνα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να ζήσει με νέα δεδομένα, προσπαθεί να επιβιώσει, προσπαθεί να ξαναβρεί ό,τι έχασε, να αναπτύξει μια νέα κοινωνική ζωή μέσα από τις απώλειες, τη φτώχεια, τη μετανάστευση αλλά και την ανοικοδόμηση όλης της πόλης και της ζωής των κατοίκων.
Και κάπου εκεί, θα συναντήσουμε τον γοητευτικό, πλούσιο και μορφωμένο Αντρέα Δροσινό με το αρχοντικό του στην Πλάκα. Ζει μόνος και γοητεύεται από την Μαρία την γειτονοπούλα του, σύζυγο του Μίμη και μητέρα δύο παιδιών. Πρόκειται για ένα κορίτσι, του οποίου ο γάμος έχει βαλτώσει. Ο Μίμης δε διστάζει να την προτρέψει να πλησιάσει τον Αντρέα με σκοπό να οικονομήσουν χρήματα, άλλωστε τα χρέη τους έχουν πνίξει.
Άραγε πώς θα εξελιχθεί η γνωριμία της με τον Αντρέα; Εκεί και η αρχοντική Φιλαρέτη, καλή φίλη του Αντρέα με την δική της ιστορία, να κουβαλά ενοχές, όλη της τη ζωή. Ο γλυκός Ανέστης ο γραφικός αμαξάς, βράχος για τον εγγονό του Νικόλα από όταν τον εγκατέλειψαν οι γονείς του, είναι αυτός που όλη του τη ζωή ήταν προσκολλημένος σε μια ουτοπική αγάπη, σε έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση, σε μια εμμονή για την Ναταλία. Και ο μικρός Νικόλας, ο μικρός «λουστράκος» της περιοχής, που με το κασελάκι του και γυαλίζοντας παπούτσια προσπαθεί να βοηθήσει τον παππού στην επιβίωση, να κατανοήσει (και να συγχωρήσει;) την εγκατάλειψη, που θέλει να σπουδάσει, να ζήσει και να μεγαλώσει για να παντρευτεί τη μικρή «λουλουδού» τη Μαργαρίτα. Την έφηβη και μοναχική φίλη του, αυτή που όλη η γειτονιά προστατεύει και που η ζωή της αλλάζει ξαφνικά.
Πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, όλοι οι ήρωες είναι καλοδουλεμένοι, όλοι συνθέτουν την ιστορία και προωθούν την εξέλιξη του έργου. Η τραγική Ναταλία με την «μαρμάρινη ομορφιά», η χήρα του τοκογλύφου, πιστή στη μνήμη του «άμεμπτου» συζύγου της που δεν μπορεί να «δει» την αλήθεια. Δεν μπορεί να «δει» την λατρεία του Ανέστη. Θάρθει ποτέ η ώρα για να μάθει; Πώς θα συνεχίσει τη ζωή της; Εκεί και η Μαρίκα η «βρόμα», ο Σίμος ο «ντιβανάς», ο λατερνατζής, ο παγωτατζής με την ολόλευκη στολή του και το τρίτροχο ποδηλατάκι του, ο παράξενος επαίτης με τη δική του ιστορία, η Φανή, η άτυχη Γερασιμούλα η υπηρέτρια που επέλεξε να επισκεφθεί το νησί της, την Κεφαλονιά το καλοκαίρι του 1953, όταν έγινε ο φονικός σεισμός στο νησί – εξαιρετική η περιγραφή εκείνης της ημέρας της 12ης Αυγούστου.

Ένα κοινωνικό και νοσταλγικό μυθιστόρημα μιας παλιάς εποχής, τρυφερό και αρκετά «κινηματογραφικό». Είναι εμφανής η έρευνα και η μελέτη της εποχής και της περιοχής, όπου διαδραματίζεται το έργο, από τη συγγραφέα. Χωρίς να υπάρχει γρήγορη ροή, έντονη δράση και μεγάλες ανατροπές, το νοσταλγικό ταξίδι του αναγνώστη μέσα από την απλή τριτοπρόσωπη γραφή στην Παλιά Αθήνα, στα αρχοντόσπιτα και στα φτωχικά σπιτάκια, στις αυλές και στα σοκάκια, εκεί όπου υπάρχει ο έρωτας, η αληθινή αγάπη, η ζήλεια, τα κρυμμένα μυστικά, τα όνειρα και οι ελπίδες, η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα, το κουτσομπολιό μα και το «νοιάξιμο», θα αφήσει μια γλυκιά και τρυφερή γεύση στον αναγνώστη.
«… Κάθε μέρα φεύγει γρήγορα και πάει πίσω στην αγκαλιά του χρόνου. Τώρα που το σκέφτομαι πόσες φορές νύχτωσε και ξημέρωσε! Και πόσο φυσικό μου φαινόταν όλο αυτό! Ίσως γιατί πίστευα πως έχω τόσες πολλές μέρες ακόμα για να ζήσω. Τώρα που βλέπω κατάματα την αλήθεια, τώρα που ξαναβλέπω τη ζωή μου απ την αρχή και νιώθω το τέλος να ζυγώνει, τώρα που ξέρω ότι όπου να ‘ναι το ρολόι θα σταματήσει να μετράει τις ώρες μου, αισθάνομαι πως την άφησα να ξεφύγει από τα χέρια μου. Τώρα θέλω να ζήσω, τρέχω, την κυνηγώ, μα δεν τη φτάνω, και σκέφτομαι πόσο μεγάλος είναι αλήθεια ο κόσμος και πόσο μικρή η ζωή μας…»

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Αθήνα, δεκαετία του 1950, στα δαιδαλώδη στενά της Πλάκας και των Αναφιώτικων, υπό τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ξετυλίγονται οι ζωές μιας χούφτας κατοίκων:
Του Ανέστη του αμαξά που μεγαλώνει μόνος τον εγγονό του Νικόλα και είναι προσκολλημένος στον ανεκπλήρωτο πόθο του για τη γυναίκα με τη “μαρμάρινη ομορφιά”.
Του ώριμου και γοητευτικού μεγαλοαστού Ανδρέα Δροσινού, που ανακαλύπτει τον εαυτό του μα και τον ίδιο τον προορισμό του σε μια απαγορευμένη ερωτική σχέση με τη Μαρία, τη γυναίκα της διπλανής πόρτας.
Της Κωνσταντινουπολίτισσας συγγραφέα Φιλαρέτης Αληθινού, που, σημαδεμένη από ένα νεανικό πάθος, έχει αφιερωθεί στις φιλίες της και στις φιλολογικές συγκεντρώσεις στο νεοκλασικό αρχοντικό της.
Της έφηβης Μαργαρίτας, που βρίσκει τον πρίγκιπα των παραμυθιών στον μυστηριώδη επαίτη της γειτονιάς με τα πράσινα μάτια και την ασημένια ταυτότητα.

Υπό τους ήχους της λατέρνας που σκορπά τις μελαγχολικές μελωδίες της, νοσταλγοί κι ονειροπόλοι, τελευταίοι προσκυνητές μιας παλιάς πόλης που δεν υπάρχει πια και μιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί, οι ήρωες του συγκινητικού αυτού μυθιστορήματος συναντιούνται, ακουμπούν ο ένας στον άλλον και με οδηγό το όνειρο κάνουν το πιο μακρύ ταξίδι τους στην αγάπη…»