2022 σελ. 181 (2η Έκδοση)
Τι σημαίνει η λέξη «Λυκοχαβιά»; Όταν οι γιδοβοσκοί σκότωναν έναν λύκο, έγδερναν τη μουσούδα του από τον σβέρκο έως μπροστά και έδιναν το δέρμα στον παπά του χωριού, ο οποίος το άγιαζε στην Αγία Τράπεζα και όταν κάποιος είχε μια δύσκολη στιγμή να αντιμετωπίσει (όπως για παράδειγμα ένα άνισο δικαστήριο, κλοπή, κτηματικές διαφορές κ.α.) έπαιρνε ένα κομμάτι, το οποίο είχε στην τσέπη του σαν φυλακτό κι έτσι η υπόθεσή του είχε αίσιο τέλος…
Το βιβλίο αποτελείται από μια συλλογή έξι διηγημάτων στα οποία πρωταγωνιστεί η ντοπιολαλιά της ελληνικής υπαίθρου, με πρωταρχικό τοπίο εκείνο του Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η ντοπιολαλιά είναι τόσο καλά προσαρμοσμένη στην αφηγηματική ροή, στην οικονομία του λόγου και στη ρευστότητα της κατά τα άλλα διαδικασίας και εκφοράς, που σχεδόν δεν χρειάζεται γλωσσάρι.


Κάποιες από αυτές τις ιστορίες γεννήθηκαν στο μυαλό του συγγραφέα, κάποιες ιστορίες και παραμύθια τα είχε ακούσει πάρα πολλές φορές, κάποιες άλλες εμπεριέχουν εικόνες δικών του ανθρώπων, αγαπημένων, και λόγια τους που κουβαλάει, σκόρπιες αναμνήσεις παιδικών και εφηβικών χρόνων, μερικές στιγμές που κουβαλάει ως αναμνήσεις τόσο έντονες που πολλές φορές αναρωτιέσαι αν συνέβησαν ακριβώς έτσι όπως περιγράφονται ή έτσι θέλει ο συγγραφέας να τις θυμάται. Η αναδρομή σε ένα απώτατο παρελθόν μας δίνει το κλειδί για να ερμηνεύσουμε και το παρόν μας, ιδίως σε εποχές σαν τις δικές μας, εποχές μεταιχμιακές, όπου ολόγυρά μας καραδοκούν το σκοτάδι και η βαρβαρότητα.
Σκληρά κατά βάση κείμενα που απεκδύουν ψυχολογίες και περιστατικά, περιγράφουν τις δυσκολίες επιβίωσης είτε της κτηνοτροφικής ζωής είτε του εμφύλιου πολέμου είτε της μετανάστευσης και ζωντανεύουν με ιδιαίτερη παραστατικότητα και τεχνική εικόνες γεμάτες μόχθο, πόνο, προδοσία και πάλη.
Τα πολύ συγκινητικά διηγήματα του Κώστα Μπαρμπάτση έχουν και είναι βαθιά εμποτισμένα με άρωμα της Ελλάδας του ΄40, με άρωμα της Ελλάδας της προκοπής μα και της αδυναμίας των ανθρώπων της να ξεφύγουν από τα δεινά των χαρακτήρων τους, με άρωμα σκληρής υπαίθρου, με άρωμα τόπων κακοτράχαλων και άξενων, με άρωμα της απώλειας, με άρωμα θανάτου, όπου ρεαλισμός και διεισδυτική καταγραφή νοοτροπιών, αντιλήψεων και συμπεριφορών, μας φέρνει δάκρυα στα μάτια.


Έξι ιστορίες που αφορούν την μνήμη, την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής και έχουν σαν ήρωες ανθρώπους εύθραυστους, αδύναμους ψυχικά ευάλωτους που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα που τους περιβάλλει επιλέγουν τη φυγή.
Η «Λυκοχαβιά» έχει πρόσωπα και ανθρώπους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία, αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα, όχι μόνο στη σχέση τους με τα ζώα αλλά και μεταξύ τους, δένονται με αυτά και λυπούνται όταν πεθαίνουν, όταν πουλιούνται ή όταν σφάζονται και καλούνται να τα βγάλουν πέρα σε εχθρικά περιβάλλοντα. Σε περιβάλλοντα που δεν δέχονται το διαφορετικό. Δεν δέχονται την ευαισθησία, τον έρωτα, την ψυχική ασθένεια, την τρυφερή αγάπη για ένα ζώο. Έτσι, κάποιος που διώκεται, που απειλείται και η ζωή του, κάποιος που δεν έχει την ψυχική ανθεκτικότητα να αντεπεξέλθει σε τέτοιες καταστάσεις, επιλέγει τη φυγή. Άλλωστε το να φεύγει κάποιος δεν είναι αδυναμία ή ήττα. Απεναντίας σε κάποιες περιπτώσεις, το να φεύγει κανείς είναι πιο δύσκολο από το να μένει. Είναι μια κίνηση που πέρα απ’ το ότι μαρτυρά διάθεση για ζωή, απαιτεί γενναιότητα και θάρρος…
Στα έξι διηγήματα θα δούμε από τον αποκεφαλισμό του κατσικιού έως το κεφάλι του αντάρτη που έρχεται σε μια σακούλα, από τον αποκεφαλισμό του λύκου, του Ζάρκου έως την τρέλα από όσα βίωσε ο αγαπημένος της Γεωργίας και έως το ζωντανό σκιάχτρο τον Λώλο που στήσανε οι Γερμανοί στο χωριό, όλα μα όλα αδυνατούν να σταθούν ρεαλιστικά στα πόδια τους, η βία είναι όχι απλώς παρούσα αλλά απίστευτα υπαρκτή, μέχρι και το όπλο το οποίο ο λοχαγός Λευτέρης θα στρέψει ενάντια στον σύντροφό του για ό,τι και αν έκανε σε δύο αδύναμους και αθώους ανθρώπους. Αποδεικνύοντας πως η βία όχι απλώς είναι ανάμεσά μας και σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο σε εκείνη τη δεκαετία στην οποία βρέθηκαν άτομα πέραν πάσης αμφιβολίας και ένστασης, κατώτεροι των συνθηκών και των περιστάσεων, με αιμοβόρα ένστικτα, βασανιστικές εμμονές και αντιδημοκρατικές (λόγω και της μηδαμινής παιδείας που είχαν) πρακτικές.


Εξαιρετικό είναι το διήγημα με τίτλο «Λυκοχαβιά». Στην ιστορία αυτή, ένα λιανοπαίδι ο Τσίλιας, βόσκει τα ζώα ενός μπάρμπα του που δεν του φέρεται με καλοσύνη κι έτσι το παιδί μαραζώνει σταδιακά και χάνει τη μιλιά του, ώσπου βρίσκει ένα λυκόπουλο και μεγαλώνουν μαζί κατά τη διάρκεια της κατοχής. Τον Ζάρκο, τον λύκο, είχε για παρέα του ο Τσίλιας στα λαγκάδια, κι όσα κι αν του έλεγαν οι άλλοι εκείνος δεν έφευγε από κοντά του. Μαζί κοιμόνταν ,μαζί έπαιζαν. Να όμως που τώρα ο μπάρμπας θέλει να πουλήσει το λύκο, αυτό το όμορφο πλάσμα, αδιαφορώντας για την ψυχολογία του παιδιού. Η λυκοχαβιά είναι όταν σε κοιτάει ο λύκος κατάματα κι εσύ δεν πρέπει να κουνηθείς ούτε να μιλήσεις, γιατί εκείνη την ώρα ο λύκος σε χαβώνει. Οι βοσκοί λένε ότι οι λύκοι είχαν τη συνήθεια να επιτίθενται στα ζωντανά και να τα πνίγουν αλλά στο 99ο να σταματάνε γιατί ξέρουν πως θα σκάσουν αλλιώς. Τι θα γίνει τελικά με τον λύκο και το παιδί;
Τα θέματα των ιστοριών μπορεί να είναι σκληρά και το πέπλο που σκεπάζει τις ιστορίες βαρύ, όμως μέσα από τις σελίδες τους χαράζουν ελπίδες για το πείσμα της ζωής, για την ταπεινότητα, για τη συγχώρεση, για πράξεις καλοσύνης. Όλες αυτές οι ιστορίες γεμάτες χαρμολύπη μιλάνε στην καρδιά μας για την ελπίδα, για τη ζωή, για καταστάσεις επιβίωσης, για την σκληρότητα, για τη βαρβαρότητα, για την βία, για τη μετανάστευση, για την απανθρωπιά, για την ευαισθησία, για την αλληλεγγύη, την συμπόνια, το φιλότιμο και την πίστη.
Το ύφος της συλλογής «Λυκοχαβιά» διαμορφώθηκε μέσα στον συγγραφέα αποπνικτικά σκοτεινό και βαθιά εσωτερικό σχεδόν αυτόνομα και να όρισε μόνο του τον επίλογο της ενασχόλησής του με τις μικρές επαρχιώτικες κοινωνίες, τα θολά παιδικά του βιώματα, τους ομιχλώδεις ορεινούς όγκους σαν πεδίο δράσης, τα ανομολόγητα εγκλήματα, τις νεκρικές σιωπές και τους θανάτους που τις πιο πολλές φορές δεν είναι παθολογικοί και λυτρωτικοί, μα ψυχολογικοί και επαναλαμβανόμενοι. Όπως λέει ο Κώστας Μπαρμπάτσης: «Οι πεθαμένοι είναι αναστημένοι,/δεν ξέρω αν ζούνε μαζί μ΄ εμάς,/ πάντως εμείς ζούμε μαζί μ΄ αυτούς».
Παράλληλα με τις ολοζώντανες περιγραφές του, ο συγγραφέας, καταθέτει και κάποιους ουσιαστικούς προβληματισμούς πάνω στην ξενιτιά, την φυγή, την απώλεια, την μοναξιά, την μοναχικότητα, την σκληρότητα, τη διαφορετικότητα, την εμμονή, την παρόρμηση, την επιθυμία, την ζωή, τον θάνατο.
Μορφές που προβάλλονται ακέραιες, χωρίς ωραιοποιήσεις ή ηθικολογίες.
Σιωπές που σημαίνουν αναμονή ή παραίτηση, εμμονές που δημιουργούν ρήγματα στην αντιληπτική ικανότητα.
Ο Κώστας Μπαρμπάτσης φτιάχνει μόνο με τα απαραίτητα εκφραστικά μέσα ιστορίες μεστές νοημάτων και συναισθημάτων, χωρίς να περιττεύει ούτε μία λέξη στη διηγηματική ροή. Η λογοτεχνική λιτότητα διαυγάζει την αφήγηση και εξοικονομεί τον χρόνο του αναγνώστη, καθώς μετά το τέλος της συλλογής δεν θα πολυσκεφτεί τα διηγήματα , αλλά θα συναισθανθεί σαν να είχε μερίδιο συμμετοχής ο ίδιος.
Άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με τραγικότητα, διερευνώντας την ασημαντότητα των σημαντικών και τη σημαντικότητα των ασήμαντων, θέλησε ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό να μιλήσει για την οικογένεια, την φιλία, την φυγή, την σιωπή, την αγωνία, εντέλει, του ανθρώπου να συγκρατήσει την ύπαρξή του από τη φθαρτότητά της, «αφήνοντας κάτι πίσω του».
Μια απρόσμενη ομορφιά και μια αθεράπευτη μελαγχολία συναντά ο αναγνώστης στα διηγήματα αυτά.
Ο λόγος του Κώστα Μπαρμπάτση είναι απλός, απέριττος μα και μεστός.
Μια γραφή κοφτή, αγχωμένη και με μια κινηματογραφική άποψη αφήγησης.
Χαρακτηριστική είναι η χρήση της ντοπολαλιάς και το ιδίωμα της Ηπείρου (ή του Ξηρόμερου Αιτωλοκαρνανίας).
Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Ο Κώστας Μπαρμπάτσης γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Εδώ και πολλά χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος με ειδίκευση στην εκπαιδευτική τεχνολογία και στα πολυμεσικά τρισδιάστατα εικονικά περιβάλλοντα. Παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημιουργική γραφή» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΕΑΠ. Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ από το 2004 διδάσκει Πληροφορική στο δημόσιο σχολείο. Διήγημά του έχει δημοσιευθεί στο συλλογικό έργο Κι αν τα κτίρια μιλούσαν… των εκδόσεων Κέδρος. Η συλλογή «Λυκοχαβιά» είναι το πρώτο του βιβλίο.