Συγγραφέας του βιβλίου «Οι μάνες του Πόντου» – Εκδόσεις «ΕΞΗ»

19 Μαΐου, σήμερα. Ημέρα Μνήμης που θα μας πονά πάντα.
Ήταν 19 Μαΐου 1919, όταν τέθηκε σ’ εφαρμογή το σχέδιο για την εξόντωση των Ελλήνων σε όλο τον Πόντο. Τα νούμερα είναι τρομακτικά: 815 χωριά καταστράφηκαν μαζί και 1134 εκκλησίες, 960 σχολεία γκρεμίστηκαν, 353 χιλιάδες Πόντιοι θανατώθηκαν και περισσότεροι από 400 χιλιάδες ξεριζώθηκαν. Άφησαν πίσω τους τα προγονικά εδάφη κι έναν πολιτισμό τριών χιλιετιών αναζητώντας την ελπίδα στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους και οι μάνες του Πόντου, που ενέπνευσαν τη Μάρθα Πατλάκουτζα για το πάντα επίκαιρο βιβλίο της. Τιμώντας την Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, το Vivlio-life συνομίλησε με τη συγγραφέα. «Είναι ανείπωτα τα συναισθήματα την ώρα που γράφεις για τον θάνατο μικρών παιδιών. Δακρύζουν τα μάτια, δακρύζει η ψυχή, δακρύζει η πένα», μας είπε και δεν μπορούμε παρά να σκύψουμε το κεφάλι μπροστά σ’ αυτή την πρόταση.
«Την πατρίδα μ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Λύουμαι κι αροθυμώ, ν’ ανασπάλω κι επορώ». (Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Κλαίω και νοσταλγώ, να ξεχάσω δεν μπορώ.)

Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου η σημερινή και οι τρεις ηρωίδες σας έχουν τόσα μα τόσα να μας πουν… Αν είχαν την ευκαιρία να μας κοιτάξουν τι θα μας έλεγαν γι’ αυτή τη σπουδαία μέρα;
Για τούτη την ημέρα όπου μάτωσε ο Πόντος και οι ρίζες τους θα μας έλεγαν ποτέ, μα ποτέ να μην ξεχάσουμε το παρελθόν μας.


Ο τίτλος σας μόνο συγκίνηση προκαλεί στον αναγνώστη. Περικλείει μέσα της το μοιρολόι όλων εκείνων των γυναικών που έθαψαν τα παιδιά τους στο μεγάλο ξεριζωμό, αλλά και την ελπίδα εκείνων που κράτησαν τα παιδιά τους ζωντανά. Δώστε μας τα χαρακτηριστικά μιας μάνας του Πόντου και μιλήστε μας για τη σπουδαία ποντιακή ψυχή.
Η μάνα του Πόντου είναι γενναία, ρεαλίστρια, αγωνίστρια. Αγαπά τη ζωή. Μα πιο πολύ και από την ίδια της την ύπαρξη αγαπά τα παιδιά της. Θα κάνει τα πάντα για να τα κρατήσει στη ζωή σε χρόνους όπου κάθε ανάσα είναι ακριβή. Στην ψυχή τους το κουράγιο δεν στερεύει ποτέ. Πάντα η ελπίδα τους δίνει δύναμη, για να πάνε τη ζωή όπου τους πάει…


Ποια είναι η πρώτη χρονολογία του βιβλίου σας και ποια η τελευταία και πείτε μας την πορεία των τριών ηρωίδων σας μέσα σ’ αυτό το χρονικό πλαίσιο.
Η πρώτη ημερομηνία είναι το 1915 στην Τραπεζούντα. Εκεί που ξεκίνησαν όλα από την πρώτη Ευγενία. Τη σκυτάλη παίρνει η κόρη της η Σοφία, η οποία το 1920 θα γεννήσει την κόρη της τη Δωροθέα στη Γάγγρα του Καυκάσου. Τρεις γυναίκες που βίωσαν τον διωγμό κουβαλώντας μέσα τους την αγάπη για τις ρίζες τους, για την πατρίδα τους, τον Πόντο.


Η αληθινή αυτή ιστορία έφθασε σε σας από τη Δωροθέα, γιαγιά του συζύγου σας. Μπορείτε να μας περιγράψετε το πρόσωπο και τη γλώσσα του σώματός της καθώς ξετύλιγε αναμνήσεις της γενοκτονίας;
Η γιαγιά Δωροθέα δίσταζε να ξεκινήσει πάντα τη συνομιλία με το χθες. Και τις σπάνιες φορές που άρχιζε να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων το βλέμμα της χανόταν, η φωνή της βούλιαζε, η ανάσα της έβγαινε βαριά. Μπορεί να είχαν περάσει χρόνια πολλά, μα ο πόνος μπορούσε να ματώνει τις πληγές που ποτέ δεν έγιαιναν τελείως.


Μιλήστε μας για τη Δωροθέα, τη μητέρα της Σοφία και τη γιαγιά της Ευγενία. Θα τις δούμε ανάμεσα σ’ εκείνους που θα γλυτώσουν από τις θηριωδίες και τις σφαγές των Τούρκων, «…θα κρυφτούν άλλες στα βουνά της Σάντας και άλλες θα αναζητήσουν καταφύγιο στον Καύκασο». Πώς βίωσαν την περιπλάνηση; Είναι η δύναμη για ζωή, αρκετή για να τις κρατήσει ζωντανές;
Η γιαγιά Δωροθέα ήταν ένας άνθρωπος που νοιαζόταν για όλους και έκανε το νιάσιμο πράξη. Για όσους τη γνώριζαν ήταν δώρο Θεού. Για όλους θα έτρεχε να τους βοηθήσει. Όχι, γιατί είχε η ίδια πολλά, αλλά γιατί δεν ήθελε κανένας άλλος να πονέσει και να πεινάσει όπως η ίδια. Ακόμα και τον άγνωστο οδοκαθαριστή στον δρόμο της θα του έβγαζε ένα ποτήρι νερό στο λιοπύρι, όχι γιατί της το είχε ζητήσει, αλλά γιατί ένιωθε τον κόπο και την ταλαιπώρια του.


Δεν ήταν μόνες τους οι τρεις γυναίκες. Ήταν μια οικογένεια αγαπημένη που έψαχνε να ριζώσει κάπου. Γνωρίστε μας τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Κυριακίδη, που έκαναν το μεγάλο ταξίδι, αναζητώντας καινούρια πατρίδα.
Η Ευγενία παντρεύτηκε τον Ιορδάνη κι έκαναν μια κόρη, τη Σοφία και δυο γιους. Οι γιοι της χάθηκαν και της απέμεινε η Σοφία. Η θυγατέρα της παντρεύτηκε τον Νικόδημο και μαζί του έκανε παιδιά που έζησαν και παιδιά που της πέθαναν. Η Δωροθέα ήταν η μεγαλύτερη κόρη. Αυτή που θυσιάστηκε για να περισσεύει ένα πιάτο φαγητό στην οικογένειά της.


Από τη Γάγγρα του λιμού επιβιβάστηκαν σε ατμόπλοιο και μετά από δυο εβδομάδες έφθασαν στη Θεσσαλονίκη και από το μεγάλο λιμάνι ταξίδεψαν στη Λάρισα. Πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να νιώσουν μέρος της ελληνικής κοινωνίας;
Έλληνες ένιωθαν πάντα. Για να γίνουν αποδεκτοί η τοπική κοινωνία χρειάστηκε έναν πόλεμο κι έναν εμφύλιο.


Κατατρεγμένες από τις Σοβιετικές αρχές, «ο δρόμος θα τους οδηγήσει στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πατρίδας που θα τους δεχτεί με καχυποψία», γράφετε. Ας μείνουμε στην καχυποψία…
Η καχυποψία ήταν κάτι που πάντα συμβαίνει σε μια κοινωνία όταν το άγνωστο της χτυπά την πόρτα. Νιώθει πως απειλείται και σίγουρα ο χρόνος είναι το κλειδί όπου ανοίγει τον δρόμο για τις νέες ιδέες και καταστάσεις.


Εκτός από τους μπόγους με τα λιγοστά ρούχα και τις αναμνήσεις που κράτησαν για πάντα στο μυαλό τι έφεραν μαζί τους «Οι μάνες του Πόντου». Τι ήταν αυτό που κράτησε τις ψυχές τους ζεστές;
Αυτό που κράτησε ζεστές τις ψυχές τους ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές που είχαν ζήσει στα χώματα που γεννήθηκαν. Στιγμές που είχαν να κάνουν με τις εικόνες, με τις αισθήσεις τους, το αίσθημα πως γεννήθηκαν σε μια γη τρανή κι αγαπημένη.


Υπάρχουν κάποιες σκηνές που συγκλονίζουν τον αναγνώστη, όπως εκείνη με τη σφαγή των παιδιών της Σάντας. Πώς μπορεί να πλησιάσει, άραγε ο συγγραφέας το συναίσθημα εκείνης της μάνας που έζησε μια τόσο τραγική στιγμή;
Είναι ανείπωτα τα συναισθήματα την ώρα που γράφεις για τον θάνατο μικρών παιδιών. Δακρύζουν τα μάτια, δακρύζει η ψυχή, δακρύζει η πένα.


Έχει πραγματικό ενδιαφέρον να μας μιλήσετε για τους πρώτους Πόντιους αναγνώστες του βιβλίου σας. Πώς ένιωσαν βλέποντας πως «Οι μάνες του Πόντου», ζουν και στέλνουν μηνύματα ανθρώπινης δύναμης, υπομονής και αξιοπρέπειας μέσα από ένα βιβλίο;
Ευχαριστώ από καρδιάς τους Πόντιους αναγνώστες που έχουν αγκαλιάσει με αγάπη το βιβλίο μου. Όσο κι αν τους πονά, την ώρα που το διαβάζουν, συνεχίζουν να επιτελούν το χρέος της ιστορικής μνήμης με αξιοπρέπεια και περηφάνια.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τι είναι αρκετό για να χάσει μια μάνα την ψυχή της; Τα όσα πέρασαν οι μάνες του Πόντου δεν είχαν όριο. Πόνεσαν για την πατρίδα που έχασαν. Έκλαψαν για το άδικο. Λύγισαν για τα παιδιά που έθαψαν. Τραπεζούντα, 1918. Οι Νεότουρκοι πλέον ήταν ασυγκράτητοι. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εξοντώσουν το χριστιανικό στοιχείο. Βιάζουν, λεηλατούν, ατιμάζουν. Σκελετωμένοι άνθρωποι που μοιάζουν με σκιές, βαδίζουν αγόγγυστα προς τα τάγματα εργασίας. Οι μάνες του Πόντου για να γλιτώσουν από τις θηριωδίες και τις σφαγές των Τούρκων, θα κρυφτούν άλλες στα βουνά της Σάντας και άλλες θα αναζητήσουν καταφύγιο στον Καύκασο. Με μοναδικό τους εφόδιο τη δύναμη για ζωή, θα αναμετρηθούν με τον πόνο της απώλειας και του ματωμένου ξεριζωμού από τη γενέθλια γη. Δεν θα ανασάνουν πια τη μυρωδιά της μάνας πατρίδας. Έχουν χάσει τον Πόντο τους. Για πάντα. Και μόλις η ζωή τούς χαμογελάσει ξανά, έστω και αχνά, η ιστορία επαναλαμβάνεται, σαν να προσπαθούσε ο Θεός να τις κάνει ακόμα πιο δυνατές μέσα από τις πικρές λύπες. Κατατρεγμένες από τις Σοβιετικές αρχές, πρέπει για δεύτερη φορά να παλέψουν με τα θεριά της φύσης. Ο δρόμος θα τους οδηγήσει στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πατρίδας που θα τους δεχτεί με καχυποψία. Οι μάνες του Πόντου, κουβαλώντας τη δύναμη με την οποία τις είχε μπολιάσει η ρίζα τους, θα δώσουν τον αγώνα τους, και σε πείσμα κάθε δυσκολίας, θα καταφέρουν να σηκωθούν, όσες φορές και αν χρειαστεί να λυγίσουν. Ευγενία, Σοφία, Δωροθέα. Τρεις γυναίκες που έζησαν τον ξεριζωμό, βιώνοντας τον μέγιστο πόνο για αυτά που άφησαν πίσω. Τρεις γυναίκες που κρίθηκαν όχι μόνο από τη στάση τους απέναντι στη ζωή, αλλά απέναντι στο θάνατο. Μια αληθινή ιστορία ζωής μέσα από τις μαρτυρίες τους.

Βιογραφικό
Η Μάρθα Πατλάκουτζα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από γονείς που κατάγονται από την Ανατολική Θράκη. Ο παιδικός της χρόνος είχε να κάνει με αποδράσεις σε αλάνες και βιβλιοθήκες. Αγαπάει πολύ τα παιδιά γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να σπουδάσει Παιδαγωγικά στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1990.
Από το 1996 διδάσκει σε δημοτικά σχολεία της χώρας και τα τελευταία χρόνια σε δημοτικά της Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρει για πόσα χρόνια θα μπορεί να γράφει, ούτε αν θα το κάνει πετυχημένα. Προς το παρόν απολαμβάνει το ταξίδι κι εύχεται να αργήσει πολύ να βρει την Ιθάκη της.