Εκδόσεις Ψυχογιός 2022 σελ. 521
«Αχ αμάν αμάν, σεβγκιλίμ αμάν,
Σεκερίμ Μεμό, γκιουζελίμ Μεμό…
Βάι βάι, ντερτλίμ βάι,
ζαβαλίμ Μεμό, γιενιλμέζιμ Μεμό…»
Αυτό το παθιάρικο, σεβνταλίδικο τραγούδι έρχεται στο νου της Αννιώ. Στα ξασπρισμένα, στεγνά χείλη της φτάνει ο μανές του αδικοχαμένου Μεμού, που άκουγε συνέχεια απ΄ τη γιαγιά Αννίκα, το ανατολίτικο τραγούδι που την γλύκαινε και τη βαλάντωνε, την ημέρωνε και την φούντωνε, τη νανούριζε και την ταξίδευε.
Κάποτε στα μικρά τα της, στα άγουρα, κοριτσίστικα χρόνια της.
Κάποτε στους ευλογημένους, μακρινούς καιρούς της ευτυχίας.
Στέκει η Αννιώ απλώς και καρτεράει από αγριάδες, φοβέρες και τρομάρες έχει χορτάσει, λίγα τα χρόνια της, αμά πολλές φορές ανταμώθηκε καρσί καρσί με τον χάρο…
Η Αννιώ, η Αννέτ, η Αϊνούρ, η Άννα Παπάζογλου.
Η πρασινομάτα Αννιώ γεννήθηκε στη Φώκαια της Μικράς Ασίας το 1899. Τι συνέβη και μεταμορφώθηκε από νιόβγαλτο κορίτσι σε μαντινούτα (μετρέσα); Αγάπησε; Πληγώθηκε; Ευχαριστήθηκε; Ωρίμασε; Επέζησε; Πώς άλλαξε η ψυχολογία της; Τι απέγινε η οικογένειά της και οι όμορφες αναμνήσεις από μιαν ανέμελη ζωή;
Η Αννιώ, Κόρη του Αριστείδη Παπάζογλου είναι ανυπότακτη και ανυπάκουη, αγοροκόριτσο, «μοσχόμαγκας με φουστάνια», έχει τσαγανό, αντοχή, πεισμονή και θαρρεσιά, «αζάπικο χούι».
Η μικρότερή αδελφή της, η Φροσούλα, γεννήθηκε κουσουρλή και μισερή, μ’ ένα πρόσωπο «σαν άτεχνη παιδική ζωγραφιά», «αμαστόρευτο και μπατάλικο». Η Φροσούλα, το κοριτσάκι με το χωλό πόδι και το λειψό χέρι. Οι δυο αδελφές μεγαλώνουν αγαπημένες, η Φροσούλα δε φθονεί την πιο όμορφή της Αννιώ κι η Αννιώ δεν κάνει χωρίς την αδερφή της. Έχουν έναν δεσμό ακατάλυτο.
Μες σε μια στιγμή η Άννα είδε τη ζωή της όλη. Το σπίτι της στη Φώκαια , τη μάνα και τον πατέρα της, τον Προκοπάκη και την Φροσούλα, τα αδέλφια της , τη νενέ Αννίκα , το μαύρο μερονύχτι του χαμού και της σφαγής στη Φώκαια, τις μέρες της κράτησης από τον Ιταλιάνο σωματέμπορο, το φραγκομονάστηρο και το σκλαβοπάζαρο, τη ματρόνα Ταρούς και τους δυο νταήδες της με τα μαστίγια και τα μαχαίρια, το κερχανά (το πορνείο) της κιορ Ταρούς, τις νύχτες του εξαναγκασμού και της βρομιάς στους οντάδες του καφέ σαντάν, το φευγιό της μες στη μαύρη νύχτα, τον λυτρωμό της απ΄ τα άγια χέρια του παπα-Γιώργη, τον φόβο της εκδίκησης απ΄ την Ταρούς, τη γνωριμία με την κομπανία του Γιάλα με το βιολί και το ούτι, όπου τραγουδάει τζιβαέρ αμανέδες, σαρκί, τσαχπίνικα, καρσιλαμάδες, μαριόλικα, αναστενάγματα, μικρασιάτικα τραγούδια: τον Τσακιτζή, τον Κονιαλή, το Μπαμπατζίμ, σε σκοτεινά καταγώγια, σε καφέ σαντάν στα Χιώτικα και στου Αγίου Κωνσταντίνου, κέφι και ντέφι αντάμα, τσακίσματα και κοτσάκια στη φωνή της και λυγίσματα στο κορμί της, τα μαλλιά της ανέμιζαν με το λίκνισμα, τα μάτια της φύλλα ανοιξιάτικα και αργότερα βρίσκεται να τραγουδάει στις ολόφωτες βεγγέρες, στο Σπόρτινγκ Κλουμπ και στη Λέσχη Κυνηγών, το μπλέξιμό της με τον Νεντίμ και τις στιγμές που αντίκρισε τα ξεσκισμένα κορμιά στο Καρακόλι, το ταξίδι της στην Καππαδοκία και το τρεχαλητό της να ξεφύγουν απ΄ τους τζανταρμάδες, το Γιάννο της, που την κοιτά κατάβαθα με μάτια βουρκωμένα, τη βαριά θλίψη για το χαμό του Γιάννου και την άφατη αγωνία της για την τύχη της Φροσούλας, τη Σμύρνη, την Κόνια, την Καππαδοκία, το Αϊντίνι, τη μαρτυρική Φώκαια, τη σκλαβιά και την λευτεριά, τη σφαγή και τον καταδιωγμό, την ένωση με τη μεγάλη μητέρα…
Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη σφαγή της Φώκαιας το 1914 και στο μυθιστόρημα του Θοδωρή Παπαθεοδώρου βιώνουμε τα σημαντικότερα γεγονότα που οδήγησαν σ’ ένα από τα πρελούδια της μικρασιατικής καταστροφής
Η Αννιώ και η Φρουσούλα μαζί θα επιβιώσουν από τη σφαγή του 1914 στη Φώκαια, μαζί θα τις πάρει στο σπίτι της στη Σμύρνη η κιορ Ταρούς, μια γυναίκα που έχει ένα πορνείο. Οι δυο αδελφές θα βρεθούνε έτσι στη Σμύρνη, την οποία όμως βλέπουμε από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, αυτήν του υποκόσμου και της νύχτας, των καφέ σαντάν, των Χιώτικων και του Άγιου Κωνσταντίνου με τα περίφημα «σπίτια». Μες σ’ αυτόν τον βούρκο, προσπαθούν να παραμείνουν ακέραιες δύο αθώες ψυχές που γνωρίζουν την ταπείνωση και τους ευτελισμούς.
Μέχρι που ξεσπά το κακό.
Τι θα απογίνουν οι δύο αδερφές; Τι ρόλο θα παίξουν στη ζωή της Αννιώς άρχοντες και μουζικάντηδες, ζαμπίτηδες, μπεηλερμπέηδες, αγάδες, πασάδες, τσιφλικάδες, μπανκέρηδες, σαράφηδες, Τούρκοι, σκύλοι Τουρκοκρητικοί, Γκιριτλήδες, κομιτατικοί, φανατικοί, δουλέμποροι, μαχαιροβγάλτες, μακελάρηδες, βιαστές, Έλληνες στρατιώτες, της Αμύνης τα παιδιά, εμπνευσμένοι δάσκαλοι και ιερωμένοι-ήρωες;
Τόσων καιρών ελιώσανε, καταραμένα χρόνια.
Πέντε πεθαμένους μοιρολόγησε η Αννιώ κι ένα μνήμα δεν υπήρχε, ν΄ ανάψει ένα καντήλι, να φυτέψει ένα βασιλικό, να τον ποτίσει με τα δάκρυά της, να κάτσει πάνω απ΄ το χώμα, να μιλάει, να ξομολογιέται, να λέει τα μυστικά της και τον πόνο της.
«Πέντε πεθαμένοι και μία εξαφανισμένη αυτή ήταν η σιρμαγιά μου στη ζωή» μουρμούρισε πικρά η Αννιώ πριν αρχίσει σερνάμενα και λυπητερά να τραγουδάει, σαν γοργόνα που καρτεράει στον θαλασσόβραχο.
Βάι βάι, ντερτλίμ βάι,
ζαβαλίμ Μεμό, γιενιλμέζιμ Μεμό…
Το ζαχμέτι (θλίψη) τον αλλάζει τον άνθρωπο…
Έρωτας με φλόγα και αισθήματα.
Το φευγιό στην Ελλάδα.
«Μια μέρα θα γυρίσω κοντά σου, Μικρασία μου, ευλογημένη γη, πατρίδα μου αγαπημένη…»
Το μυθιστόρημα «Μικρασία: το τραγούδι του αποχωρισμού» είναι ένα συναρπαστικό και συγκλονιστικό μυθιστόρημα, που αξίζει θαυμασμό για τη δομή και τον ρυθμό του, κυρίως μας εντυπωσιάζει για το θέμα του, για μια γυναίκα που αγωνίζεται να βρει τον έρωτα και τον πραγματικό της εαυτό σε μια εποχή και σε μια περιοχή που ετοιμαζόταν να παραδοθεί στο γιαγκίνι και στο λεπίδι.
Πρόκειται για μια δραματική ιστορία έρωτα και πάθους με τραγικό φινάλε.
Είναι ένα βιβλίο «εθιστικό» και ιδιαίτερα τολμηρό.
Η μυθοπλασία και ευρύτερα η λογοτεχνία είναι πολύτιμη παρακαταθήκη που εξασφαλίζει τη μνήμη για την προσφυγιά, τον ξεριζωμό, τις αλησμόνητες πατρίδες, το να στέκεσαι όρθιος και υπερήφανος όσες κακουχίες κι αν έχεις περάσει. Την αλήθεια. Τη μη λήθη. Το να θυμάσαι και να μην ξεχνάς από πού ξεκίνησες και πού πηγαίνεις.
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Καλή ανάγνωση.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου το 1965 και κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγωγικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και εργάστηκε ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Επί σειρά ετών εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες, συμπληρώνοντας με σατιρικά σχόλια τα κενά της ύλης που ανέκυπταν καθημερινώς. Από το 2002, και για λόγους σεμνότητας, διέκοψε την καριέρα του στον Τύπο και αφιερώθηκε στην ουσία. Το μυθιστόρημά του “Το αστρολούλουδο του Βοσπόρου” (2004) τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας, ενώ το μυθιστόρημά του “Οι εφτά ουρανοί της ευτυχίας” (2006) τιμήθηκε με βραβείο ελληνικού μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημά του “Οι κόρες της λησμονιάς” ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ το 2010, και το μυθιστόρημά του “Οι καιροί της μνήμης” για το ίδιο βραβείο το 2012, παίρνοντας τη δεύτερη θέση στις ψήφους αναγνωστών και Λεσχών Ανάγνωσης. Μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει δεκαέξι μυθιστορήματα για ενήλικες (με τελευταία τα “Γυναίκες της μικρής πατρίδας” και “Λιανοκέρια της μικρής πατρίδας”, Ψυχογιός 2018), τέσσερα μυθιστορήματα για παιδιά και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει λάβει μέρος σε τρεις συλλογικούς τόμους διηγημάτων. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης έχει γράψει, επίσης, τα πολιτικά θρίλερ “Σφαγείο Σαλονίκης” (2011), “Μαύρη αυγή” (2013) και “Εντιμότατα λαμόγια” (2017).
“Πρόκειται για αριστούργημα!”
Χωρίς αμφιβολία προσυπογράφω αυτή την πρόταση κι ας μην το έχω διαβάσει ακόμη.