Συγγραφέας του βιβλίου «Η πόλη που αγαπούσαμε» – Εκδόσεις «Επίκεντρο»

Ένα ιδιαίτερο βιβλίο, πλημμυρισμένο από άρωμα και θύμησες μιας άλλης Θεσσαλονίκης έγραψε ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης και του έδωσε τον τίτλο «Η πόλη που αγαπούσαμε». Στη συνομιλία μας, ως πρωταγωνιστής, παρατηρητής και αφηγητής των αποσπασμάτων μνήμης και απορίας, εξηγεί τον λόγο που «αγαπούσαμε» και όχι «αγαπάμε», αλλά μοιράζεται αναμνήσεις και εμπειρίες που σκάλιζε για χρόνια και αποφάσισε να καταγράψει. Πριν κλείσουμε τη συνέντευξή μας δε θα μπορούσα να μην τον ρωτήσω αν η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που αγαπάει. Η απάντησή του στο Vivlio-life ίσως καλύπτει τους περισσότερους από όλους εμάς που ζούμε στην ίδια πόλη: «Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να πω ναι… Αρνούμαι να δεχτώ ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με τα μπαράκια, τα καφενεία, τα σουβλατζίδικα και τη μοιραία καλαίσθητη εμφάνιση. Αυτό που διάβασα κάπου ότι είναι αδύνατον να παραβγείς Σαλονικιά κουμπάρα για το πώς θα ντυθεί και κοπέλα για το πώς θα βαφτεί για να βγει έξω για καφέ είναι η πλήρης ισοπέδωση της πρόδηλα επίπλαστης εικόνας αυτής της πόλης».

  • Παρατηρώντας το νοσταλγικό εξώφυλλο του βιβλίου σας, μου δημιουργήθηκε η εξής απορία: Ποιος είναι, άραγε, ο λόγος που χρησιμοποιήσατε παρατατικό γραμματικό χρόνο στο ρήμα του τίτλου σας;
    Αυτό ακριβώς που εξυπονοείτε ίσως με την ερώτησή σας. Ναι, την αγαπούσαμε αφόρητα. Θα μπορούσαμε όμως να το ισχυριστούμε αυτό και στο μέλλον. Ο τρόπος που μας πληγώνει, ο τρόπος που μας απογοητεύει με δυσκολεύει να απαντήσω καταφατικά.
  • Προλογίζοντας το βιβλίο σας ο αγαπημένος αδερφικός σας φίλος και επί της ουσίας μέντοράς σας, όπως γράφετε «Μεταξύ εισαγωγής και ευχαριστίας», σας ονομάζει «Ο Έλλην Φάλσταφ». Ποια είναι τα κοινά σας στοιχεία με τον χαρακτήρα που εμφανίζεται στα έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ;
    Αν και προτιμώ τον Φάλσταφ του Βέρντι, είμαι απολύτως σίγουρος ότι ο σιχαμένος αυτός φίλος μου συμμαζεύει όλα τα χαρακτηριστικά του πελώριου, χαρούμενου, ερωτευμένου με την ζωή, την τρυφηλότητά της, κυρίως όμως το ότι σε τελευταία ανάλυση είναι καλοκάγαθος. Δεν θα το απέρριπτα ιδίως από αυτόν τον άθλιο ως χαρακτηρισμό και αυτό γιατί είναι ο πρώτος διδάξας στην Φαλσταφική συμπεριφορά και διάθεση σε αυτή την πόλη. Μόνο που αυτός την μετέφερε στην Αθήνα και στην Κέρκυρα και στην Αλεξάνδρεια που όπως έλεγε ο ελεγκτής του, συγχωρεμένος πια δημοσιογράφος Δημήτρης Γουσίδης, πήγε για να “ψυρίσει” το πορτοφόλι του Μεγαλέξαντρου από την κωλότσεπή του.
  • Αποσπάσματα μνήμης και απορίας για τη Θεσσαλονίκη, διαβάζω στον υπότιτλό σας και θα ήθελα να μας εξηγήσετε το σκεπτικό σας πίσω από τη λέξη «απορίας».
    Εάν κάποιος άνθρωπος φυσιολογικός, μας πει ότι έχει λυμένες όλες τις απορίες από τη μέρα που άνοιξε τα μάτια του μέχρι το τέλος του, θα ‘θελα να τον γνωρίσω γιατί θα είναι φαινόμενο. Απορία από το γιατί στη δεκαετία του ’70 εγώ για να βγω στη Μαρτίου βούλιαζα στη λάσπη. Απορία το τι στο διάολο έχει συμβεί και η αυτοδιοίκηση αυτής της πόλης με φαίνεται να λειτουργεί με τρόπο τρις χειρότερο απ’ ότι πριν 40 χρόνια. Απορία γιατί ενώ οι γεύσεις αλλοιώνονται ακολουθώντας την επιβεβλημένη τηλεοπτική διδακτορία, οι δοκιμαστές ότι σκατά και να βάλουν στο στόμα τους κάνουν μμμμ….. Ενώ δεν έχουν γνωρίσει ούτε τη γεύση της ντομάτας, ούτε τη γεύση του βύσσινου, ούτε την πραγματική γεύση της συκωταριάς.
  • Οι παλιότεροι θα θυμηθούν και οι νεότεροι θα γνωρίσουν μέσα από τα κεφάλαιά σας την ιστορική και πολιτιστική ταυτότητα αυτής της όμορφης πόλης. Ποια ήταν εκείνη η εσωτερική ανάγκη που σας έκανε να συγκεντρώσετε σ’ ένα βιβλίο τα συναισθήματά σας, τις εντυπώσεις σας και τις γνώσεις σας για τη Θεσσαλονίκη;
    Το ότι σκάλιζα και σκαλίζω ακόμη τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες μου γύρω από το ότι γνώρισα και έζησα και θεώρησα πρέπον να τα καταγράψω με ενάργεια και σαφείς προσδιορισμούς για να μπορέσει και η Αμαρυλλίς Τριανταφυλλίδου, 20 χρόνια αργότερα αν θελήσει να κατανοήσει ποια ήταν η πόλη και το περιβάλλον που διαμόρφωσε τους παππούδες και το σόι της στη Θεσσαλονίκη.
  • Πρωταγωνιστής, παρατηρητής και αφηγητής των κεφαλαίων είστε εσείς. Πώς αισθάνεστε τώρα που βρήκαν διέξοδο όλα αυτά που κρατούσατε εδώ και δεκαετίες μέσα σας, για την πόλη μας;
    Δεν θα ‘λεγα ανακουφισμένος ως σαν μετά από μακρά πάροδο δυσκοιλιότητας. Ίσα – ίσα μου δημιουργήθηκαν καινούργιες απορίες και καινούργια ερωτηματικά που θέλω να αφηγηθώ και μάλλον θα το κάνω.
  • Υπέροχους ανθρώπους που στιγμάτισαν τη ζωή σας, όπως λέτε, γνωρίζουμε μέσα από τις μνήμες που καταγράφετε. Όπως η γιαγιά Τράντα. «Η εκπληκτική αυτή για γιαγιά μου έζησε στο σύνολό τους τις άθλιες συνθήκες που επιφύλασσε για τα θηλυκά η ανατολή». Δώστε μας μια γεύση από τις συνθήκες αυτές.
    Ο μπαμπάς της, ο παππούς Πανίκας, την άφησε αμανάτι στους γέροντες γονείς του ότι δήθεν θα πήγαινε να τους πάρει εάν συνέβαινε το οτιδήποτε και θα έπρεπε να μετακινηθούν. Πράγμα που δεν το έπραξε. Η Τρανταφύλλα από έφηβη ζει εργαζόμενη στα χωράφια για να μπορεί να τρέφει και να συντηρεί και τους παππούδες της. Θα έχετε υπόψη σας ίσως ο ρόλος του παππού ηγεμόνα στις οικογένειες των αρχών του 20ου αι. στην Ανατολία ήταν διακεκριμένος και ιδιαίτερα σημαντικός. Αυτούς τους παππούδες η νεαρή κοπέλα τους κράτησε ζωντανούς και θαλερούς και τους μετέφερε μόνη της από τα βουνά της Τραπεζούντας στη Θεσσαλονίκη γνωρίζοντας τον κόσμο ψηλαφιστά βήμα-βήμα μιας και η μεγαλύτερη διαδρομή που είχε κάνει στη ζωή της ήταν να πηγαίνει από τον συνοικισμό Αντωνάντων του χωριού της στην πλατεία για να πουλήσει τα γεννήματά της ή το πιο μακρινό μέχρι την Άρδεσα για να ανταλλάξει προϊόντα για να πάρει τα χρειαζούμενα από εκεί.
  • Οι αναμνήσεις από τη Μεγάλη Βδομάδα των παιδικών σας χρόνων φαίνεται πως κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στην ψυχή σας. Πώς αισθάνεστε που σε λίγες μέρες ξεκινά το Μεγαλοβδόμαδο μιας χρονιάς ιδιαίτερα γκρίζας και στενάχωρης;
    Σήμερα που απαντάμε στις ερωτήσεις αυτές είμαστε στην επομένη του Ακαθίστου Ύμνου που δεν γνωρίζω κατά πόσο μπόρεσαν να ψάλλουν και να προσευχηθούν οι Ουκρανοί πληγωμένοι και εκτοπισμένοι από τον πόλεμο. Τους “Σου υμνολόγους Θεοτόκε” ακούστηκε για τελευταία φορά φέτος. Μπόρεσαν άραγε να το ψάλλουν και να το αισθανθούν έτσι οι Ουκρανοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι; Σε λίγες μέρες όντως έρχεται ο Νυμφίος. Ούτε Αυτόν θα μπορέσουμε να Τον υποδεχτούμε. Είμαι απολύτως βέβαιος πως οι συμπολίτες μου στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα Τον υποδεχτούν φαινομενικά και θα την κοπανίσουν την επομένη για να παν εκδρομές και να ψήσουν αρνιά. Ο ζόφος και η δυστυχία που δεν είναι μόνον στην Ουκρανία, αλλά έρπει σε όλη την Ευρώπη δεν νομίζω να αφορά κανέναν προς το παρόν, άρα “Άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι”
  • «Την βόλτα την κάναμε τακτικά», γράφετε στο κεφάλαιο «Στην Παραλία του ‘70». Τώρα που δεν μπορείτε να ακούσετε ομιλία της Ζωής Καρέλλη, ούτε, φυσικά, να κουβεντιάσετε με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, περπατάτε συχνά στην Παραλία της Θεσσαλονίκης;
    Όχι τόσο συχνά, αν και επιβάλλεται κυρίως για λόγους υγείας. Ευτυχώς που το γραφείο μου είναι δίπλα και μπορώ να βγαίνω όποτε θελήσω να περπατήσω. Πάντως το διαφορετικό από εκείνη την εποχή είναι ότι την τελευταία σχεδόν εικοσαετία η παραλία έγινε ο αγαπημένος τόπος των by-pass αυτής της πόλης.
  • «Οι αναμνήσεις μας είναι ο μοναδικός παράδεισος από τον οποίο δεν μπορούμε να εκδιωχθούμε», είχε πει παλιά ένας Γερμανός συγγραφέας. Συμφωνείτε μαζί του;
    Όχι μόνο δεν μπορεί κανείς να μας διώξει, αλλά δεν κουνιόμαστε κιόλας από εκεί. Και αν δεν προσπαθούμε λίγο να ξεφύγουμε προς τα μπροστά, το στογγυλοκάθισμα αυτό και η μνήμη μας κρατάνε πολλές φορές δέσμιους.
  • Κλείνοντας αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη θα ήθελα να σας επαναφέρω στη σημερινή εποχή και στον ενεστώτα γραμματικό χρόνο και να σας ρωτήσω αν η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που αγαπάτε.
    Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να πω ναι. Αγαπάω πολύ περισσότερο τη Σμύρνη για τον απλούστατο λόγο ότι ζει με τη θάλασσά της, έχει θαλάσσια αστική συγκοινωνία. Αλλά και επειδή τη λατρεία τους για το χτες δεν την μετέτρεψαν σε άλλοθι για να μην κάνουν τίποτα σήμερα. Αρνούμαι να δεχτώ ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με τα μπαράκια, τα καφενεία, τα σουβλατζίδικα και τη μοιραία καλαίσθητη εμφάνιση. Αυτό που διάβασα κάπου ότι είναι αδύνατον να παραβγείς Σαλονικιά κουμπάρα για το πως θα ντυθεί και κοπέλα για το πως θα βαφτεί για να βγει έξω για καφέ είναι η πλήρης ισοπέδωση της πρόδηλα επίπλαστης εικόνας αυτής της πόλης.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Από την προσφυγική Χαριλάου και τα Τροχιοδρομικά ως την επαρχία της Βιθυνίας, από τις αίθουσες των ευρωπαϊκών οργανισμών και τις πορείες ειρήνης στις Βρυξέλλες ως το προσκύνημα επιζώντων της Χιροσίμα στο σημείο που δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης στη Θεσσαλονίκη, και από τη μνήμη της γεύσης ως την διαρκή απορία της πολιτικής συνείδησης, η αφήγηση του Μιχάλη Τριανταφυλλίδη χαράζει με προσωπικό τρόπο και ύφος πάνω στην παλίμψηστη ταυτότητα της πόλης γραμμές μιας συλλογικής διαδρομής.
Όπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου ο Πάνος Θεοδωρίδης, “αυτός ο ολότελα εκρηκτικός γίγαντας, με την ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία, είναι στην ουσία ένας ποταμός ιδεών, δράσης, στρατηγικής μελαγχολίας, και ένα άκρως κοινωνικό ον με εσωτερική αγαθότητα, προερχόμενος από μιαν άλλη εποχή”.

Βιογραφικό
Γεννήθηκα στη Χαριλάου σε εποχές δύσκολες και περίεργες. Ήταν ακόμα η περιοχή μας εξοχές και η Μαρτίου γεμάτη βίλες με κήπους λουλουδιασμένους. Μεγάλωσα κάτω από το γήπεδο του ΑΡΗ και μέχρι τα Τροχιοδρομικά. Σπούδασα στη Νομική Θεσσαλονίκης και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών. Ασχολήθηκα ελάχιστα με τη δικηγορία, πολύ περισσότερο με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και σχεδόν φανατικά με τον σχεδιασμό τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης. Επειδή ουδείς προφήτης στη χώρα του, ανέπτυξα τις δραστηριότητές μου, όσο μπορούσα καλύτερα, στη Βουλγαρία, στην Τουρκία και στην Ιταλία.