Με το δεύτερο βιβλίο του ο Δημήτρης Βαζελάκης κατάφερε να κερδίσει όχι μόνο τις εντυπώσεις μα και το θαυμασμό για την εξαιρετική δουλειά του! Το μυθιστόρημα «Σε χρόνο αόριστο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, είναι χτισμένο πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων που κάτω από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, περνώντας μέσα από πολέμους και ξεριζωμό, κατάφεραν να ορθοποδήσουν, να δημιουργήσουν από το μηδέν, να σταθούν ο ένας στον άλλο και να αποδείξουν πως ο άνθρωπος έχει τεράστιες δυνατότητες, αρκεί να έχει πίστη και θέληση, να μην το βάζει κάτω. Ούτε η απομάκρυνση των αγαπημένων προσώπων, ούτε η απόρριψη, ούτε ο θάνατος μπορούν να σταματήσουν τη ζωή και τη δημιουργία, όταν υπάρχουν πίσω μας οι συνεχιστές, οι συνοδοιπόροι μας, η κληρονομιά που αφήνουμε…

– Γεννηθήκατε και ζήσατε τα «άγουρα κι ανέμελα» -όπως λέτε- χρόνια της ζωής σας στο Κάιρο όπου και τοποθετείτε τους ήρωες και των δύο βιβλίων σας. Σίγουρα, καθόλου τυχαίο δεν είναι αυτό! Πόσο σας έχει επηρεάσει η χώρα αυτή, η νοοτροπία της, η κουλτούρα των ανθρώπων που τη θεωρούσαν ελληνική γη και πατρίδα, καθώς και οι δικοί σας γονείς ήταν Έλληνες που βρέθηκαν και έζησαν εκεί;

Θα έλεγα πάρα πολύ και σε πολλούς τομείς. Διάλεξα και αφομοίωσα εκείνα που θεώρησα καλά, σωστά και όμορφα. Διδάχτηκα μέσα από τις εικόνες που με περιέβαλαν όσα χρόνια έζησα εκεί. Σεβάστηκα τα ήθη και έθιμα των Αιγυπτίων και των άλλων εθνικοτήτων που συνάντησα στο διάβα μου. Ανέπτυξα την προσαρμοστικότητά μου αλλά και την δεκτικότητα σε ξένες προς εμένα συνήθειες και απόψεις. Έμαθα την Αιγυπτιακή γλώσσα, την αργκό που χρησιμοποιούν, μεγάλωσα ακούγοντας και τα τραγούδια τους (παράλληλα με τα Ελληνικά και ξένα). Γέλασα με τις κωμωδίες τους (η γλώσσα τους βοηθάει απίθανα το χιούμορ). Θαύμασα την υπομονή, την προσμονή και την πίστη τους, και πολλά άλλα. Τα πήρα αυτά λοιπόν, τα ανακάτεψα με όλα τα αντίστοιχα Ελληνικά που μου δίδαξε η οικογένειά μου και το σχολείο μου και κατασκεύασα ένα μίγμα που είναι αυτό που βλέπετε και διαβάζετε στη γραφή μου. Καλό η κακό δεν ξέρω, αλλά αυτό κατάφερα να πετύχω.

– Ξεκινήσατε τη συγγραφή με σκοπό να αποτυπώσετε όσα χαράχτηκαν βαθιά μέσα σας, να αναδείξετε την ομορφιά του τόπου που αγαπήσατε ή ήταν μια εσωτερική ανάγκη για όλα αυτά;

Μάλλον το δεύτερο… Όλα ξεκίνησαν από την πίεση της καθημερινότητας που ζούμε. Κάπως έπρεπε να λάβει χώρα αυτό που οι ξένοι λένε «blow off some steam». Έτσι λοιπόν, κάποια βράδια, άρχισα δειλά δειλά να γράφω. Ξαφνικά συναντήθηκα με την γλύκα του να μοιράζεσαι αυτά που έχεις να πεις με κάποιον άγνωστο που ψάχνει να διαβάσει. Αυτό το μαγικό που συνδέει, μέσα από ένα καλό βιβλίο, τον αναγνώστη και τον συγγραφέα.

– Διακρίνεται στη γραφή σας να σας ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία η παλιά εκείνη εποχή, όταν αναφέρεστε στη Σμύρνη μα και αργότερα οι περιγραφές που αφορούν το Κάιρο. Καθώς έχετε και ο ίδιος έντονες αναμνήσεις από τη ζωή στην πόλη που γεννηθήκατε, πιστεύετε ότι υπήρχε ένας «ανταγωνισμός» των δύο πόλεων ως προς το ποια θα είναι η πιο κοσμοπολίτισσα;

Ανταγωνισμός…. Προσωπικά πιστεύω στην διαφορετικότητα και αυτό είναι που μου αρέσει πιο πολύ. Δεν γίνεται όλοι να είμαστε μια «κοψιά». Αυτό όμως φέρνει μια σύγκριση, έναν ανταγωνισμό, που όμως μεταξύ Σμύρνης και Καΐρου δεν νομίζω πως υπήρξε εκείνη την εποχή.

– Στο μυθιστόρημά σας η αναφορά στον πόλεμο του 1940 είναι τόσο ρεαλιστική που ο αναγνώστης νιώθει την ανάσα του ήρωα που πολεμάει σαν να είναι πλάι του! Μέσα στις μάχες και την κακουχία όμως τοποθετείτε κάποιες στιγμές ξεγνοιασιάς αυτών των μαχητών και παρακολουθούμε να τους ενώνει κάτι μαγικό, που δεν γνωρίζει γλώσσες και διαφορές κι αυτό είναι η μουσική! Έχει λοιπόν τη δύναμη να ενώσει μια νότα τις καρδιές των ανθρώπων;

Ου… βεβαίως! Απλά αναλογιστείτε πόσα και πόσα τραγούδια έχουν χιλιοτραγουδηθεί και μεταφραστεί σε περισσότερες από δύο γλώσσες. Πόσα πολλά περνάνε από γενιά σε γενιά. Για να μην μιλήσω για την κλασική μουσική που ταξιδεύει στο άκουσμά της όλο τον κόσμο. Ειλικρινά αν καθίστε σε μια γωνιά και παρατηρείστε μια παρέα που έρχεται στο κέφι κι αρχίζει το τραγούδι σε μια ταβέρνα ή μια παραλία ή γύρω απο ένα πιάνο, θα νιώστε την δύναμη της μουσικής. Και μια προτροπή, αν βρεθείτε σε μια τέτοια στιγμή, μην ντραπείτε να σιγoτραγουδείστε και εσείς ακούγοντάς τους, αν βέβαια κάνετε κέφι, θα νιώστε μονομιάς «ένα» μαζί τους κι ας παραμείνουν άγνωστοι για εσάς.

– Ο έρωτας παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στη ζωή, ανεκπλήρωτος ή μη, σε νεανικές καρδιές ή σε ώριμες φιγούρες, είναι πάντα παρών ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Η δύναμη όμως της ανιδιοτελούς αγάπης, που δεν περιμένει τίποτα από τον άλλο, απλά δίνει ό,τι έχει δεν είναι πιο σπουδαίο συναίσθημα;

Ο έρωτας είναι κάπως εγωϊστικός, εξ’ ου και ο τίτλος του πρώτου μου βιβλίου «Μισές Αγάπες» . Ανιδιοτελής όμως αγάπη πολύ δύσκολα συναντάμε πλεον. Αν εξαιρέσουμε την αγάπη του γονιού και ειδικά της μάνας (που κάποιες φορές εκφράζεται ως στοργή) δεν νομίζω πως υπάρχει διάσπαρτα. Μπορεί να την συναντήσουμε σε κάποιες δυνατές φιλίες, σε κάποιες ομάδες ανθρώπων που δένονται λόγω κάποιων συγκλονιστικών περιστάσεων που πέρασαν μαζί, σε κάποιες παιδικές παρέες που δεν έχουν ακόμη μολυνθεί απο την ενηλικίωση…

– Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται να διαθέτει κάποιος για να καταπιέσει τα «θέλω» του και να συμβιβαστεί με τα «πρέπει»; Πάντως η ηρωίδα σας μια χαρά τα κατάφερε!

Πολύ μεγάλη δύναμη κι όμως, αν και νόμιζα πως είναι πολύ δύσκολο, κοιτάζοντας τριγύρω μας θα μείνουμε έκλπληκτοι πόσοι πολλοί τα καταφέρνουν… Τώρα δε, με την κρίση, ακόμη περισσότερο. Κοιτάξτε τριγύρω σας στον επαγγελματικό τομέα. Πόσοι πολλοί κάνουν κάτι που δεν θέλουν, ανέχονται καταστάσεις που δεν τους αρέσουν ή καλύτερα που μπορεί να μην τους αρμόζουν, κι όμως τα πολλά «θέλω» τους παραγκονίζονται μπροστά στο «θέλω – έχω ανάγκη – την επιβίωση» και υπερτερούν τα «πρέπει».
Κυρία Ιωάννου, έχω βρεθεί να λέω πολλές φορές χαριτολογώντας στους καλούς μικρούς φίλους μου το εξής: «Κάντε ό,τι θέλετε μέχρι να τελειώστε το Πανεπιστήμιο, γιατί αργότερα θα κάνετε ό,τι πρέπει για να γεμίστε το ψυγείο σας…»

– Τα τελευταία 27 χρόνια επιλέξατε να ζήσετε στην Αθήνα και να γίνεται μόνιμος κάτοικος της Ελλάδας. Πώς και πήρατε αυτή την απόφαση;

Καθαρά για βιοποριστικούς λόγους. Ως ξένος υπήκοος δεν είχα εναλλακτικές. Οι ευκαιρίες που βρήκαν οι πρόγονοί μου, στην δική μου εποχή ήταν σχεδόν ανύπαρκτες ή για να μην παρεξηγηθώ ελάχιστες. Ο ερχομός λοιπόν στην Ελλάδα ή η μετανάστευση κάπου αλλού, ήταν μονόδρομος. Ας μην λησμονούμε όμως και τον «πόθο» που κρύβει μέσα του κάθε ξενιτεμένος για την Πατρίδα. Έτσι, οι δυνάμεις της νιότης, έλιωσαν τις ανασφάλειες του άγνωστου, νίκησαν την κούραση των πρώτων ετών και έφεραν όρεξη για δουλειά, πολύ δουλειά.

– Υπήρχαν στιγμές όλα αυτά τα χρόνια που είπατε «θα γυρίσω πίσω» και την τελευταία στιγμή τα σχέδιά σας άλλαξαν;

Η Αίγυπτος για εμένα, έχει ταυτιστεί με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τις κοιτάς και αναπολείς τα παλιά και όμορφα. Δεν θέλω να χαλάσω αυτή την εικόνα. Μένοντας όμως στην Ελλάδα και βιώνοντας την καθημερινότητα, δεν σας κρύβω πως πολλές φορές σκέφτηκα να φύγω από την Ελλάδα. Να επιστρέφω μόνο για να απολαμβάνω την τέχνη, την μουσική και την φύση, τις όμορφες πτυχές της Πατρίδας μας. Ακόμη και σήμερα. Μα πάντα η σκέψη διαφυγής είναι προς ένα νέο προορισμό, για νέες περιπέτειες όχι για να γυρίσω πίσω. Από κατασκευής κοιτάμε μπροστά, έτσι δεν είναι; Βέβαια, για επαγγελματικούς λόγους ταξιδεύω πολύ, σε πολλά μέρη, ένα από αυτά και η Αίγυπτος στην οποία όποτε πάω, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Δεν έχω όμως σκεφτεί να επιστρέψω ξανά για να ζήσω μόνιμα εκεί. Επειδή όμως δεν μου αρέσει ποτέ να είμαι απόλυτως, σας λέω «ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η μοίρα»!

– Υπάρχουν διαφορές ή ομοιότητες στους Έλληνες της Αιγύπτου τότε που ζούσατε εσείς εκεί σε σχέση με τώρα;

Η Αίγυπτος έχει αλλάξει. Από τότε που έφυγα μέχρι σήμερα έχουν συμβεί πάρα πολλά. Έχει μειωθεί ο αριθμός των «μόνιμων» Ελλήνων, λέω «μόνιμων» γιατί με την κρίση ανεβοκατεβαίνουν κάθε εβδομάδα πάρα πολλοί για δουλειές, οι πτήσεις πάνε κι έρχονται γεμάτες. Έχουν πληθύνει στην Αίγυπτο οι μικτοί γάμοι και τέλος η χώρα, η ίδια, έχει αλλάξει. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως υπάρχουν αρκετές διαφορές στην καθημερινότητα τις οποίες δεν μπορώ να φανταστώ. Επειδή κρατάω κάποια σχέση με παλιούς καλούς, παιδικούς φίλους, μπορώ με σιγουριά να σας πω πως προσπαθούν το ίδιο, όπως προσπαθούσαμε κι εμείς, να ακροβατήσουν μέσα στο νέο αυτό περιβάλλον κρατώντας την Ελληνικότητα που τώρα πια σιγοσβήνει.

– Οι σημερινοί πρόσφυγες που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους για μια καλύτερη τύχη πιστεύετε ότι είναι πιο δύσκολο να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή; Γιατί τουλάχιστον από τα κύματα των μεταναστών που ακούμε να καταφτάνουν στην χώρα μας, αυτό το συμπέρασμα βγαίνει…

Δεν είμαι ειδικός και δεν νομίζω πως μπορώ να απαντήσω σωστά την ερώτηση και να την τεκμηριώσω. Όμως από όλα αυτά που ακούμε και βλέπουμε θα συμφωνήσω με το συμπέρασμά σας. Η οικονομική κρίση είναι γενικευμένη, μπορεί στην Ελλάδα να την ζούμε όπως την ζούμε, αλλά οι ευκαιρίες που υπήρχαν τα παλιά χρόνια δεν νομίζω πως υπάρχουν πλέον. Ίσως να υπάρχουν καλές ευκαιρίες σε μερικές χώρες της Αφρικής, μα όχι για τους μετανάστες που φτάνουν στα παράλια της Ευρώπης. Οι μετανάστες αυτοί, μπορεί να ζήσουν καλύτερα από τους συμπατριώτες τους που έμειναν πίσω, μα δεν νομίζω πως μπορούν να φτιάξουν την ζωή που ονειρεύονται.

– Τι ευχή θα θέλατε να κάνετε και να πραγματοποιηθεί «σε χρόνο μέλλοντα»;

Να βρει σύντομα τον σωστό της δρόμο η Ελλάδα … να ξαναλάμψει ο Ελληνισμός, για τα παιδιά μας που δυστυχώς καταδικάσαμε.

DimitrisVazelakis
Λίγα λόγια για τον ίδιο
Ο Δημήτρης Βαζελάκης γεννήθηκε από Έλληνες γονείς στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου μεγάλωσε και πέρασε τα «άγουρα κι ανέμελα» χρόνια της ζωής του. Τα σχολικά του χρόνια ξεκίνησαν στο δημοτικό της ελληνικής κοινότητας, την Αχιλλοπούλειο Σχολή, και ολοκληρώθηκαν το 1983 στην Αμπέτειο Σχολή.
Σπούδασε Electronics & Communication Engineering στο Πολυτεχνείο του Καΐρου (Cairo University – Faculty of Eng). Μιλάει αραβικά και αγγλικά. Αγαπάει πολύ τη μουσική, με την οποία ασχολείται κατά τον ελεύθερο χρόνο του μέσα από δύο μουσικά όργανα που γνωρίζει, το πιάνο και το μπουζούκι. Στο τέλος της φοιτητικής του ζωής, με λίγους και καλούς φίλους, σχημάτισε μια μικρή άτυπη ορχήστρα (“The Greeks”), που έπαιζε ελληνική μουσική σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας του Καΐρου, σε συλλόγους ή ξενοδοχεία που διοργάνωναν ελληνικές βραδιές.
Το 1988 επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ξεκίνησε την καριέρα του στον τομέα της Πληροφορικής, εργαζόμενος στις μεγαλύτερες ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες του χώρου, όπου συνεχίζει να εργάζεται έως και σήμερα. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.
Από τις Εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Μισές Αγάπες.

SeXronoAoristoEx_Layout 1

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σε χρόνο αόριστο
Η πολυτάραχη ζωή της Μαρίας, που ορφανεύει μόλις γεννιέται, αρχίζει στην ελληνική Σμύρνη, έπειτα στους καταυλισμούς των προσφύγων στη σημερινή Κοκκινιά, αργότερα στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Ελλάδα.
Λίγο πριν τον ξεριζωμό ένα μυστικό θα τη φέρει αντιμέτωπη με ένα φοβερό δίλημμα: να το μοιραστεί για να μετριάσει το βάρος του ή να το κρατήσει σφαλιστό μες στην καρδιά της;
Μια ζωή θα ταλαντεύεται ανάμεσα στον έρωτα που τη σημάδεψε και στην παιδική της αγάπη, που η μοίρα θα κάνει σύζυγό της.
Μια ολόκληρη ζωή ανάμεσα στα «πρέπει» και στα «θέλω». Στην Αίγυπτο, όταν της χαμογελάει η μοίρα και η ζωή της δείχνει να ηρεμεί από τις φουρτούνες, ο γιος της θα κληθεί να πολεμήσει με τους Συμμάχους στη Βόρεια Αφρική.
Τα μάτια του όμως θα της θυμίζουν πάντα το μεγάλο έρωτα, που η τύχη θα τον ξαναφέρει κοντά της στην πιο δύσκολη στιγμή.
Διάσπαρτα τα σημαντικά ιστορικά στοιχεία πλαισιώνουν την ιστορία της Μαρίας και δημιουργούν το φόντο της εποχής εκείνης, ενώ συχνά ο χρόνος γυρίζει πίσω και γίνεται Ενεστώτας.
«Ονειρεύομαι να γυρίσω πίσω το χρόνο. Να αγναντέψω τον κόλπο σου. Να βγάλω τα ρούχα μου και να βουτήξω στα νερά του. Να κολυμπήσω μέχρι το βάθος του. Να αφήσω το βλέμμα μου, πλησιάζοντας, να σε χαϊδέψει απ’ άκρη σ’ άκρη. Να αντικρίσω τη ράχη σου ακουμπισμένη στους δύο λόφους, όπως παλιά.
Να δω ξανά τις καφετιές στέγες των σπιτιών σου να χύνονται από εκεί ψηλά μέχρι το μπλε της θάλασσας. Να ανακατεύονται τα βαθυπράσινα λυγερόκορμα κυπαρίσσια με τους μυτερούς μιναρέδες. Να χάσω, όπως και τότε, το λογισμό μου από την αλλόκοτη ομορφιά σου, τόσο που να μην ξέρω πού τελειώνει η Δύση και πού αρχίζει η Ανατολή.
Να ξεκινήσω μια μεγάλη βόλτα από την τουρκική συνοικία, να περπατήσω στα σοκάκια σου, να περάσω από τη φημισμένη Γέφυρα των Καραβανιών, απ’ όπου ξεκινούσαν το ταξίδι οι καμήλες για τα βάθη της Ασίας, και ακολουθώντας τον ποταμό Μέλητα, που διασχίζει την πεδιάδα ελικοειδώς, να φτάσω έως τον όρμο του Μπουρνόβα. Να είναι χάραμα και να είναι η φύση τόσο γλυκιά, όπως εκείνη τη μέρα που σε πρωταντίκρισα».