Συγγραφέας του βιβλίου «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» – Εκδόσεις Καστανιώτη

Στη ζωή των πρώτων προσφύγων που έφθασαν ακριβώς έναν αιώνα πριν στην Αθήνα και τον Πειραιά, εστιάζει το μυθιστόρημα του Γιάννη Σιώτου, στο οποίο πρωταγωνιστούν τρεις ξένοι δημοσιογράφοι. Κοινό τους στοιχείο η εξοικείωση με εικόνες τρόμου και εξαθλίωσης που τους δίνουν τη δυνατότητα να κρίνουν, να συγκρίνουν και να αποκαλύπτουν, την κατάσταση που επικρατούσε με την εκμετάλλευση, την απόρριψη, την περιθωριοποίηση, την κερδοσκοπία και το εμπόριο ανθρώπων από ανθρώπους. Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Οι ματιές των τριών, φιλτραρισμένες με τις εικόνες που αποκόμισαν στις περιπλανήσεις τους επιτρέπει να κάνουν αξιολογήσεις που κανένας Έλληνας συνάδελφος τους δεν θα μπορούσε να κάνει».

  • Δυνατός ο τίτλος του μυθιστορήματός σας. Είναι από εκείνους που μαγνητίζουν το βλέμμα αλλά και προβληματίζουν. Όπως καλά καταλάβατε, χρειαζόμαστε μία εξήγηση για το “Κακιά μητριά” που επιλέξατε να βάλετε πλάι στη “Μάνα πατρίδα”.
    Όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι καλούνται για χρόνια να ζήσουν σε άθλιες συνθήκες. Όταν οι ίδιοι άνθρωποι υφίστανται όλες τις μορφές εκμετάλλευσης που έχει επινοήσει ο ανθρώπινος νους χωρίς να παρεμβαίνει το κράτος να τους προστατεύσει. Όταν το επίσημο ελληνικό κράτος παραποιεί την πραγματικότητα, για να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες με κραυγαλέο παράδειγμα την ανακοίνωση της ΚτΕ την άνοιξη του 1923, με την οποία «απάλειψε» τη σωματεμπορία, ενώ λίγα χρόνια αργότερα σε έρευνα -δεν επιτράπηκε να δημοσιευτεί πλήρης στην Ελλάδα- η χώρα συγκαταλέγεται στην πρώτη τετράδα των χωρών με το μεγαλύτερο πρόβλημα εμπορίου λευκής σαρκός. Όταν το επίσημο ελληνικό κράτος δίνει την έγκρισή του σε μεγαλοβιομηχάνους να χρησιμοποιήσουν τους πρόσφυγες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό, στη μεγάλη απεργία του Ιουλίου 1923. Όταν επιτήδειοι, ανάμεσα τους και αξιωματούχοι αρπάζουν μουσουλμανικά κτήματα που προορίζονταν για τους πρόσφυγες και μένουν ατιμώρητοι. Όταν… Τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει μία Κακιά Μητριά;
  • Αθήνα και Πειραιάς Αύγουστος 1922 – Αύγουστος 1923. Οι πρώτοι πρόσφυγες φτάνουν στα ελληνικά λιμάνια προσπαθώντας να κλείσουν τις πληγές του ξεριζωμού. Ποιο είναι το πρώτο τους μέλημα και η μεγάλη τους αγωνία με δεδομένη την εύθραυστη ψυχική τους κατάσταση;
    Να φάνε και να κοιμηθούν. Η μαρτυρία της Δέλτα που περιέχεται στο βιβλίο και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής που μεταφέρονται αυτούσια, είναι ατράνταχτες αποδείξεις της αποτυχίας του ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί σε αυτές τις ανάγκες. Η πείνα και η έλλειψη στέγης, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία και οι στατιστικές, κατέληξαν να συνθέτουν μία πραγματικότητα που διήρκεσε χρόνια και φυσικά επηρέασε τόσο τους ίδιους τους πρόσφυγες όσο και την κοινωνία. Μπορεί να ακουστεί υπερβολή αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι τα αποτελέσματα της πείνας, των στερήσεων και της απροκάλυπτης εκμετάλλευσης που υπέστησαν οι άνθρωποι που αναζήτησαν καταφύγιο στην Ελλάδα, επηρέασαν -και ως ένα βαθμό καθόρισαν- την πορεία του τόπου μέχρι τη δεκαετία του ΄50.
  • Κι ενώ περιμένουμε να δούμε σε κεντρικούς ρόλους κάποιους από αυτούς τους απελπισμένους και ρακένδυτους ανθρώπους, διαπιστώνουμε πως εστιάζετε στην εποχή, μέσα από την έμπειρη ματιά τριών ξένων δημοσιογράφων. Ποιοι είναι και από ποιες χώρες κατάγονται οι επινοημένοι ήρωές σας;
    Ο Ιγνάσιο Παπ, Ελληνοαμερικανός, βετεράνος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, σπουδαγμένος στο Χάρβαντ, ταξιδευτής στην Ευρώπη για να ανακαλύψει τις αιτίες του παραλογισμού του Α΄ΠΠ. Μαρκ Πρυσώ, Γάλλος δημοσιογράφος, παιδί οικογένειας που συμμετείχε στην παρισινή κομμούνα, δημοσιογράφος που κάλυψε την γενοκτονία των Νάμα και Χερέρο στην Γερμανική Δυτική Αφρική, τις φρικαλεότητες στο νησί του Καρχαρία, τις εξεγέρσεις στην Βαρκελώνη και την Αγκόνα και βρέθηκε στην μετα -επαναστατική Ρωσία όπου παρακολούθησε τις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των επαναστατών. Πήτερ Φλητ, βρετανός, δημοσιογράφος που αυτοχαρακτηρίζεται «γνωσιολογικός μηδενιστής» ο οποίος δεν «αφήνει» πόλεμο και καταστροφή χωρίς να την επισκεφτεί». Οι ματιές των τριών, φιλτραρισμένες με τις εικόνες που αποκόμισαν στις περιπλανήσεις τους επιτρέπει να κάνουν αξιολογήσεις που κανένας Έλληνας συνάδελφος τους δεν θα μπορούσε να κάνει.

«…έχουν εξοικειωθεί μπορούν να κρίνουν, να συγκρίνουν και να αποκαλύπτουν», γράφετε. Μπορείτε επιγραμματικά να μας δώσετε μια γεύση της πλοκής; Απ’ ό, τι έκριναν, τη σύγκριση που έκαναν και με τι ή ποιους, αλλά κυρίως τι αποκάλυψαν στις δημοσιογραφικές τους αποστολές οι πρωταγωνιστές σας;
Τις τραγικές ομοιότητες των καταστροφών. Παντού η ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία. Οι ισχυροί εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. Το κράτος υποστηρίζει τους ισχυρούς επικαλούμενο το laissez faire που ήταν το κυρίαρχο πολιτικό δόγμα και οικονομικό της εποχής. Οι νοικοκυραίοι εκμεταλλεύονται τις «ευκαιρίες» και προσπαθούν να κρατήσουν μακριά τους τη δυσωδία της δυστυχίας. Οι πολιτικοί επιδίδονται, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, σε έναν αγώνα για να διαμορφώνουν τις εκδοχές της Ιστορίας που τους βολεύουν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αξιοποιούν την Καταστροφή για να ενισχύσουν τα δεσμά της εξάρτησης…

  • Τώρα πια, που έχει συμπληρωθεί ένας αιώνας από τον μεγάλο ξεριζωμό και έχουμε διαβάσει και ακούσει πολλά, πιστεύετε πως συνεχίζουν να υπάρχουν γκρίζα και σκοτεινά σημεία που χρήζουν περαιτέρω έρευνας ώστε οι επόμενες γενιές να γνωρίζουν όλη την αλήθεια για το μεγάλο αυτό κεφάλαιο;
    Ο ιστορικός κύκλος που ξεκινά το 1909 και καταλήγει το 1950, παρά τις συστηματικές έρευνες που έχουν γίνει από σπουδαίους ιστορικούς θεωρώ ότι εξακολουθεί να παραμένει θολός και ασαφής. Όπως συμβαίνει πάντα και παντού, η ιστορία γράφεται με «κατεψυγμένες μνήμες». Δηλαδή με μνήμες που οι εξουσίες φρόντισαν να διατηρήσουν για να αξιοποιηθούν στην εκδοχή της πραγματικότητας που αυτές επιθυμούν. Οι άλλες μνήμες, αυτές που δεν καταψύχθηκαν, αφέθηκαν να σαπίσουν σε αρχεία που δεν θα ανοίξουν ποτέ και στο χώμα μαζί με τους πρωταγωνιστές που έφυγαν από την ζωή. Ευτυχώς υπήρχαν και υπάρχουν, συστηματικοί και ακαταπόνητοι σκαπανείς του παρελθόντος, ιστορικοί, μελετητές κ.α που συνεχώς σκαλίζουν για να φέρουν στην επιφάνεια πληροφορίες και γεγονότα που παραμένουν στην αφάνεια και να φωτίσουν τις πτυχές οι οποίες κρατιούνται στη σκιά. Αν η ερώτηση σας αφορά στο αν κάποτε θα έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για το τι προηγήθηκε, τι συνέβη και τι ακολούθησε της Καταστροφής, τότε η πεποίθηση μου είναι ότι ποτέ δεν θα γίνει αυτό.
  • Ας περάσουμε στη δική σας έρευνα. Γνωρίζουμε πως τέσσερα χρόνια χρειάστηκαν για να την ολοκληρώσετε και αυτό ως πληροφορία δημιουργεί ένα μεγαλύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Σε ποιες πηγές εστιάσατε την προσοχή σας;
    Ξεκίνησα διαβάζοντας όλα τα φύλλα επτά εφημερίδων από το 1920 μέχρι το 1925. Υπολογίζω ότι πλησιάζουν τις 10.000. Ακολούθησε μία δεύτερη ανάγνωση, που βασίστηκε στις αρχικές σημειώσεις, κατά την οποία επικεντρώθηκα στην καταγραφή και στην ταξινόμηση πληροφοριών που έκρινα ότι ήταν σημαντικές. Στη συνέχεια, ασχολήθηκα με τη διασταύρωση των πληροφοριών αυτών από πρωτογενείς πηγές και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να προσπαθώ να επιπλεύσω στον ωκεανό των πληροφοριών που υπήρχαν στα αρχεία της Βουλής, σε επιστημονικές έρευνες και δημοσιεύσεις, στα πρωτόγονα στατιστικά δεδομένα της εποχής και στην πλούσια ελληνική και ξένη – κυρίως αγγλόφωνη βιβλιογραφία- που αφορά τη συγκεκριμένη περίοδο. Ξέρετε, όσο βαθύτερα μπαίνεις στα αχαρτογράφητα νερά της έρευνας, τόσο πληθαίνουν οι αμφιβολίες. Ευτυχώς μόλις άρχισα να αμφιβάλω, γνώρισα ένα σπουδαίο συλλέκτη, τον Μίμη Χριστοφιλάκη, που μου έδωσε πρόσβαση στο αρχείο που διατηρούσε για εκείνη την εποχή. Μετά και από αυτό αισθάνθηκα ότι αν δεν έβαζα ένα τέλος στην έρευνα, τότε θα έτρεχα πίσω από τη σκιά ενός ιδεατού βιβλίου. Αποφάσισα να σταματήσω και να αρχίσω το γράψιμο αξιοποιώντας μόνο ευρήματα που είχα διασταυρώσει από αδιαμφισβήτητες πηγές.
  • «Ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα που διαβάζεται σαν ντοκουμέντο», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο και θέλουμε να μας πείτε σε ποιο σημείο των γεγονότων της εποχής που πραγματεύεστε η «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη ή τεκμηρίωση;
    Αν διαβάσετε την ενότητα με τίτλο «Τα αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ιγνάσιο Παπ» και τα δημοσιεύματα εφημερίδων που αναφέρονται στο βιβλίο, τότε θα ανακαλύψετε όλα τα τεκμήρια που επιβεβαιώνουν τα γεγονότα που αναφέρονται στη μυθοπλασία.
  • Πολλές φορές, εμείς οι αναγνώστες που ενδιαφερόμαστε για μυθιστορήματα που έχουν σχέση με την Ιστορία γενικά αλλά και με την ιστορία της οικογένειάς μας – κυρίως όσοι έχουμε προσφυγική καταγωγή – ειδικότερα, παρατηρούμε διαφορές και αποκλίσεις από έκδοση σε έκδοση. Είναι οι πηγές που επικαλείται ο συγγραφέας ή η οπτική του απέναντι στα γεγονότα;
    Πιστεύω ότι ισχύουν και τα δύο. Ζητήστε από δύο αυτόπτες μάρτυρες να σας περιγράψουν το περιστατικό και να είστε σίγουρη ότι θα ακούσετε εντελώς διαφορετικές εκδοχές, εξίσου αληθινές και οι δύο. Δεν πρόκειται για παράδοξο. Οι διαφορετικές οπτικές είναι αντανάκλαση της προσωπικότητας και του ψυχισμού του ανθρώπου. Αυτό επισημαίνω και στις «Ευχαριστίες» όπου γράφω για το «δωμάτιο με καθρέπτες». Αν σε όλα αυτά προσθέσετε και τις σκοπιμότητες, τις ιδεοληψίες, τις εμμονές, τις αντιπάθειες που κουβαλά ο καθένας μας, τότε μπορείτε να καταλάβετε γιατί ακόμα και με τα ίδια υλικά μπορείτε να πετύχετε διαφορετικές γεύσεις.
  • Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης ήθελα να σας ρωτήσω αν είναι αυτός ο λόγος που η λέξη αλήθεια πλαισιώνεται από εισαγωγικά στο οπισθόφυλλο αλλά και στις ευχαριστίες σας.
    Ναι. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην «αλήθεια» και στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι σαν την πλαστελίνη, την πλάθεις όπως επιθυμείς. Η πραγματικότητα είναι άπιαστο όνειρο. Συνεχώς την κυνηγάς για να την πιάσεις αλλά σου ξεφεύγει, διότι πάντα κάτι λείπει. Επομένως ανασυνθέτεις την πραγματικότητα με ό,τι υλικά διαθέτεις και φτιάχνεις την «αλήθεια» σου με ό,τι κουβαλάς στη ψυχή και στο μυαλό σου.
  • Γεγονότα που βλέπουμε να διαστρεβλώνονται μέχρι και σήμερα από πολιτικούς και δημοσιογράφους της χώρας απ΄ όπου ξεκίνησε η προσφυγιά του ΄22. Γνωρίζετε αν υπάρχουν τουρκικά μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα το ξερίζωμα του Ελληνισμού ή αν υπήρξε ποτέ ενδιαφέρον να μεταφραστεί βιβλίο Έλληνα συγγραφέα με αυτήν τη θεματολογία στην τουρκική γλώσσα;
    Είναι από τα πράγματα που ήθελα να κάνω και δεν έκανα. Δυστυχώς δεν γνωρίζω τίποτα για τη βιβλιοπαραγωγή των γειτόνων μας για το θέμα αυτό.
  • Προσφυγιά – Πόλεμος – Πείνα είναι οι αιτίες που ρακένδυτοι και απελπισμένοι άνθρωποι αφήνουν σήμερα πατρίδες και οικογένειες. Τα νούμερα τρομακτικά. Μα πιο τρομακτικές είναι οι απώλειες, στο δρόμο για την ελπίδα που τους τάξανε. Πόσο εμπνέει σήμερα την παγκόσμια λογοτεχνία ο σύγχρονος ξεριζωμός;
    Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές από τις χώρες του Τρίτου κόσμου προς την Δύση είναι ένα από τα πιεστικά ζητήματα διακυβέρνησης. Στα επόμενα χρόνια λόγω των δημογραφικών ελλειμμάτων της Ευρώπης (έως το 2050 θα χρειαστούν 120.000.000 μετανάστες για να μη καταρρεύσει το συνταξιοδοτικό σύστημα), της κλιματικής αλλαγής και των γεωπολιτικών εντάσεων, το πρόβλημα θα ενταθεί. Δυστυχώς η Δύση αρνείται να αναγνωρίσει την πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσει συντεταγμένα. Η έλλειψη πολιτικής, ο στρουθοκαμηλισμός και η υποκρισία, θα προκαλέσει περισσότερα δράματα, στα οποία οι γραφιάδες δεν μπορούν να μείνουν αδιάφοροι.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
1922, Αύγουστος. Οι πρώτοι πρόσφυγες φτάνουν στα ελληνικά λιμάνια. Τους επόμενους μήνες θα ακολουθήσουν ένα εκατομμύριο πεινασμένοι, απελπισμένοι και ρακένδυτοι Έλληνες και Αρμένιοι από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Το μυθιστόρημα Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά εστιάζει στη ζωή τους, στην Αθήνα και στον Πειραιά κυρίως, από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923. Ο ρεαλισμός του συγκλονίζει, καθώς αναπαριστά το χάος αυτού του χρόνου στον οποίο κυριαρχούν η εκμετάλλευση, η απόρριψη, η περιθωριοποίηση, η κερδοσκοπία και το εμπόριο ανθρώπων. Οι κεντρικοί ήρωες ωστόσο δεν είναι ούτε κάτοικοι της «μητρόπολης» ούτε δυστυχισμένοι πρόσφυγες, αλλά έμπειροι ξένοι δημοσιογράφοι που έχουν εξοικειωθεί με εικόνες τρόμου και εξαθλίωσης και μπορούν να κρίνουν, να συγκρίνουν και να αποκαλύπτουν.
Το βιβλίο του Γιάννη Σιώτου είναι καρπός πολυετούς έρευνας. Ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα που διαβάζεται σαν ντοκουμέντο. Στις σελίδες του αναδεικνύει την αναμέτρηση της «αλήθειας» των ισχυρών και των εφησυχασμένων με τη θλιβερή καθημερινότητα, που πολλές πτυχές της εξακολουθούν να παραμένουν σκοτεινές, δυσδιάκριτες και ανομολόγητες έναν αιώνα μετά.

Βιογραφικό
Ο Γιάννης Σιώτος γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομία και τουριστική οικονομία. Το 1981 άρχισε να εργάζεται ως οικονομικός συντάκτης σε ημερήσιες εφημερίδες. Το 1989 ξεκίνησε να εργάζεται στην εφημερίδα Τα Νέα, όπου εννέα χρόνια αργότερα έγινε αρχισυντάκτης του οικονομικού ρεπορτάζ και υπεύθυνος των οικονομικών ενθέτων της εφημερίδας. Αποχώρησε το 2003 και έκτοτε αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Σήμερα είναι αρθρογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών, σύμβουλος έκδοσης του Foreign Affairs – Τhe Hellenic Edition και μέλος της επιτροπής του Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων.