Μικρές ιστορίες από την πραγματικότητα όπως παραποιήθηκε από τις αταξίες των ηρώων της στη μνήμη του συγγραφέα.
– Γιατί αποφασίσατε να δώσετε αυτό τον ευφάνταστο τίτλο στη συλλογή διηγημάτων σας; Γιατί «τηγανητές» οι γοργόνες και όχι με κάποια άλλη μορφή μαγειρέματος;
O τίτλος του βιβλίου είναι δανεισμένος από τον τίτλο ενός από τα διηγήματα. Οι γοργόνες είναι οι μύθοι μας, η ιστορικότητά μας ως λαού που κατοικεί σε αυτόν τον τόπο, με αυτό το φώς και αυτή τη θάλασσα γύρω μας, μιλώντας την ελληνική γλώσσα συνεχώς ήδη από τον Όμηρο. Η Παναγιά η Γοργόνα είναι μια υπαρκτή εικονογραφία της Παναγίας που από την μέση και κάτω έχει ουρά ψαριού. Βρίσκεται σ’ ένα εκκλησάκι στην Σκάλα Συκαμνιάς στη Λέσβο. Αυτό είναι η πολιτισμική συνέχειά μας, όταν την ενσωματώνουμε με γνώση, ευαισθησία και αγάπη. Εμείς όμως συχνά βυσσοδομούμε επί του πολιτισμού μας και τον χρησιμοποιούμε σαν είδος αναλώσιμο, χωρίς παιδεία, χωρίς γνώση, χωρίς αγάπη. Έτσι τηγανίζουμε τις γοργόνες μας για να συνοδεύουν απλώς το ούζο μας … στου γιαλού το στερέωμα. Ίσως της μόδας θα ήταν και οι γοργόνες σούσι, πιο ωμές, πιο εισαγόμενες.
– Όλες οι ιστορίες σας αφήνουν τη φαντασία του αναγνώστη να καλπάσει… ανάμεσα στη σφαίρα του ασύλληπτου και του πραγματικού. Αποπνέουν ένα μυστήριο, μια γοητεία αλλά και σαρκασμό και πίκρα. Σε τι ποσοστό υπάρχετε εσείς, κάποια δικά σας στοιχεία στις ιστορίες αυτές;
Πάντοτε ο συγγραφέας κινητοποιείται είτε το θέλει είτε όχι από κάποια μνήμη ή κάποιο βιωματικό γεγονός, κάτι που διάβασε ή του έτυχε στην πορεία της ζωής του. Ακόμη και η φαντασία εμπεριέχει μία εκδοχή της πραγματικότητας έστω σε μία απόδοση σουρεαλιστική.
– Ασύνδετες φαινομενικά η μία με την άλλη, όμως ποιος είναι ο μυστικός συνδετικός τους κρίκος;
Μια μικρή μελαγχολία για ένα πολιτισμό ήθους, γλώσσας, συμπεριφοράς που σιγά σιγά μεταλλάσσεται και γίνεται μακρινός, δυσανάγνωστος, και εν τέλει ξένος για το συγγραφικό υποκείμενο. Όταν η συν – εν – νόηση πραγματοποιείται πλέον με αγγλικές λέξεις και τα νοήματα κωδικοποιούνται σε windows τότε ο πολιτισμός αλλάζει. Αλλά τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτό, απλώς ακολουθείς για να μην γίνεις démodé για να μπορείς έστω να συναλλάσσεσαι έστω χωρίς να συν – εν – νοείσαι.
– Κατά κάποιο τρόπο παραποιείτε την πραγματικότητα που βιώνετε γύρω σας και την ωραιοποιείτε ή την απογυμνώνετε στα μάτια μας;
Κι εμείς οι καθημερινοί άνθρωποι μήπως δεν συλλαμβάνουμε παρά ένα μόνο μέρος της πραγματικότητας; Μία μόνο εκδοχή της; Οι μικρές ιστορίες μου επιχειρούν να φωτίσουν και άλλες πλευρές της, πιο κρυμμένες, πιο υποφωτισμένες, πιο εσωτερικές. Αν αυτή η πραγματικότητα που επιτέλους αποκαλύπτεται, μερικές φορές σοκάρει ή δεν είναι η αναμενόμενη, η politically correct που λένε οι επαΐοντες, δεν φταίει αυτή, πρέπει να αλλάξουν αισθητήρες αντίληψης αυτοί που την προσλαμβάνουν… Στην ιστορία ΗΡΩ ΤΑΛΙΜΑΝΙΔΟΥ, για παράδειγμα, ένα ζευγάρι αποψύχει κάθε δύο χρόνια την ήδη πεθαμένη προ πολλού κατεψυγμένη μητέρα για να την τοποθετήσει στο σαλόνι που θα τη δει ( από μακριά ) ο ελεγκτής του ΙΚΑ για να συντάξει το πόρισμα της ανανέωσης της σύνταξης… την ιστορία αυτή την έγραψα το 2009. Έκτοτε έχω διαβάσει στις εφημερίδες πολλές παρόμοιες ιστορίες…
– Θεωρείτε ποιο δύσκολο να γράψει κάποιος μικρές αυτοτελείς ιστορίες από το να αφήσει τη φαντασία του να τον οδηγήσει σε ένα μακροσκελές κείμενο όπου οι ήρωες έχουν δικαιώματα, ζητούν χώρο και «γράφουν» ένα μεγάλο μυθιστόρημα;
Έλεγε ο Μπόρχες, ο οποίος απεχθάνονταν την μεγάλη φόρμα του μυθιστορήματος: γιατί να γράψω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα αφού μπορώ να γράψω την περίληψή του; Είναι δύσκολο να γράψει κάποιος με επιτυχία μία συμπαγή μικρή ιστορία, ένα μικρό διήγημα με μέση, αρχή, τέλος, πρέπει νομίζω να έχει την αίσθηση του μέτρου και της μουσικότητας (υπάρχει παντού η μουσικότητα ακόμη και στα λογοτεχνήματα). Νομίζω ότι στην Ελλάδα έχουμε παράδοση ποίησης και μεγάλων διηγηματογράφων, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Χιόνης και άλλοι.
– Εσείς, τι θα θέλατε να γίνετε όταν πεθάνετε; Πιστεύετε στην μετεμψύχωση, σε μια άλλη ζωή;
Τα λέω όλα αυτά στο διήγημά μου «επαγγελματικός προσανατολισμός» …
Σας ευχαριστώ πολύ και καλοτάξιδες οι… γοργόνες σας!
«…Τι θα γίνω όταν πεθάνω; Δεν έχω αποφασίσει. Οι γονείς μου θα’ θελαν να γίνω δένδρο, βελανιδιά ή καρυδιά, γιατί αυτά τα δένδρα ζουν πολλά χρόνια, έχουν καλή επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι θα ήμουν επιτέλους χρήσιμος στην οικογένειά μου και στην πατρίδα. Η θεία μου η Ανδρομάχη, που έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες, ήθελε να γίνω σύννεφο, να διαλύομαι, να συγκεντρώνομαι, να αλλάζω χρώματα, να με ζωγραφίζει και να εμπνέεται, οι κόρες μου θα’ θελαν να γίνω καναρίνι να μ’ έχουν σ’ ένα κλουβί και να τους κελαηδάω, να τις ξυπνάω κάθε πρωί και να με ταΐζουν μήλο, αβγό και μαρούλι. Εμένα κανείς δεν με ρώτησε τι θέλω να γίνω άμα πεθάνω. Ούτε άμα ήμουν ζωντανός…»
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα… Ο Παναγιώτης Ρίζος γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται ως δικηγόρος. Ταξιδεύει συχνά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στην παιδική του ηλικία έζησε στη Λαμία, στη Μυτιλήνη στο Μεσολόγγι και εν τέλει στην Αμφισσα. Στο Μεσολόγγι είχε και την πρώτη του συγγραφική απόπειρα στην Τετάρτη Δημοτικού όταν η φωτισμένη δασκάλα του κυρία Ψάχου, τους ζητούσε να γράψουν όλα τα παιδιά από μια διασκευή του κειμένου του αναγνωστικού. Βέρος Ρουμελιώτης από τον πατέρα ( από ένα μικρό χωριό της Παρνασσίδας). Η μητέρα από την Πόλη. Πάσχα πάντα στο χωριό στη Ρούμελη.
Χρησιμοποιούμε cookies για την παροχή των υπηρεσιών και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, αποδέχεστε τη χρήση των cookies.ΕντάξειΌροι Χρήσης
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.