Το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 2011 και είναι πολύ προφητικό με αυτά που συμβαίνουν σήμερα με τον Covid 19.
Η Μόσχα μια τεράστια μεγαλούπολη με δεκατρία εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν εκεί, τίθεται σε καραντίνα. Τετρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι έχουν μολυνθεί. Απαγορεύεται η είσοδος στη Μόσχα. Η πόλη θα αποκλειστεί. Η Κυβέρνηση θα βάλει λουκέτο στην πόλη, θα σφραγιστεί, θα κλειστεί ολόγυρα με συρματοπλέγματα και θα αποκοπεί από τον έξω κόσμο. Τα αεροδρόμια, το μετρό και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί θα σταματήσουν να λειτουργούν σε μία μέρα. Απαγόρευση της κυκλοφορίας, απαγόρευση των μετακινήσεων μέσα στην πόλη, περιπολίες στρατιωτών, φάρμακα και τρόφιμα με το δελτίο, κλείσιμο όλων των γραφείων, κέντρα ιατρικών επειγόντων σε σχολεία και παιδικούς σταθμούς. Η πόλη φυλάσσεται από τον στρατό και την αστυνομία, λιγοστοί άνθρωποι κυκλοφορούν με μάσκες στους αλλόκοτα άδειους δρόμους.
Περίπου εφτακόσιες χιλιάδες μολυσμένοι στην Ιαπωνία, οι Κινέζοι δεν αποκαλύπτουν πόσοι, η Αυστραλία και η Βρετανία έκλεισαν τα σύνορά τους, όλες οι μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ είναι σε καραντίνα και στην Ευρώπη η ίδια κατάσταση.
Υπάρχει μια άγνωστη μόλυνση. Ένας παράξενος θανατηφόρος ιός. Μια άγνωστη επιδημία. Οι άνθρωποι πεθαίνουν και πεθαίνουν γρήγορα. Η επιδημία είχε ξεφύγει από τον έλεγχο, αυτό που συνέβαινε ήταν μια καταστροφή που είχε πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας. Ένας διεθνής οργανισμός συστάθηκε για να εργαστεί πάνω σε ένα εμβόλιο, αλλά ότι δε θα προκύψει τίποτα χρήσιμο πριν περάσουν τουλάχιστον δύο μήνες.
Ο Σεργκέι, ο πατέρας του Μπαρίς, η γυναίκα του η Άνια και ο γιός τους, ο δεκαπεντάχρονος Μίσκα, ζουν στα προάστια της Μόσχας. Για να μπούνε στην πόλη δεν μπορούνε και έτσι αποφασίζουν να φύγουν. Ο φόβος τους έχει κάνει ανήμπορους και τους έχει παραλύσει.
Πού να πάνε όμως να κρυφτούνε μέχρι να περάσει το κακό;
Τελικά αποφασίζουν να πάνε κάπου στα βόρεια της χώρας, στα σύνορα με τη Φιλανδία, στη λίμνη Βονγκόζερα που έχει στη μέση ένα μικρό νησάκι με δύο μικρά κυνηγετικά καταφύγια. Υπάρχουν στις οικίες ξυλόσομπες, αλλά δεν θα έχουν ηλεκτρικό ρεύμα. Η λίμνη έχει καθαρό νερό, υπάρχουν πολλά ψάρια, πουλιά, μανιτάρια κι ένα δάσος γεμάτο κόκκινα μύρτιλα. Πριν πέντε χρόνια είχε επισκεφτεί την περιοχή ο Σεργκέι και την ξέρει ότι είναι μια απομονωμένη και ασφαλής περιοχή.
Αρχίζουν να μαζεύουν προμήθειες, πατάτες, όσπρια, κονσέρβες κρέατος, ρούχα, υπνόσακους, φάρμακα, καύσιμα, ποτά, όπλα, πυρομαχικά. Πρέπει να φύγουν γρήγορα γιατί σε λίγο θα επικρατεί πραγματικό χάος και η κατάσταση θα είναι ανεξέλεγκτη. Ήδη κόπηκαν οι τηλεπικοινωνίες και το ρεύμα. Ο Σεργκέι θα κατορθώσει να πάρει μαζί του και την πρώην γυναίκα του, την Ίρα και τον πεντάχρονο γιο του, τον Αντόν.
Μαζί τους θα πάρουν και τους γείτονες τους, τον Λιόνια, την Μαρίνα και το μικρό κοριτσάκι τους την Ντάσα, όταν κάποιοι εισβάλουν στο σπίτι τους για να πλιατσικολογήσουν και σκοτώνουν το σκύλο της οικίας τους και χτυπάνε στο πρόσωπο τον Λιόνια. Θα τους είχαν σκοτώσει αν δεν έβγαινε ο Σεργκέι με τον Μίσκα και δεν τους απειλούσαν με τις καραμπίνες τους.
Η πόλη είναι πλέον νεκρή. Το πλιάτσικο αρχίζει. Η κατάσταση γίνεται εφιαλτική. Χάος παντού. Ο πανικός επικρατεί αμέσως μετά την ανακοίνωση της καραντίνας και άγριοι τσακωμοί ξεσπάνε ανάμεσα στους ανθρώπους σε παντοπωλεία και φαρμακεία. Οχλοκρατία. Χάος και η ανομία κυριαρχούν παντού, συμμορίες λυμαίνονται τα πάντα. Ολόκληρη η πόλη μολυσμένη, φοβισμένη, επικίνδυνη. Στους δρόμους της Μόσχας κυκλοφορούν στρατιωτικά φορτηγά και ασθενοφόρα. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε κανένα. Άλλος θα κάνει πλιάτσικο, άλλος θα σκοτώσει για λίγες προμήθειες, άλλος θα είναι μολυσμένος. Σκέτη Αποκάλυψη.
Έτσι επτά άνθρωποι και δύο παιδιά ξεκινάνε ένα μεγάλο ταξίδι, μέσα στον βαρύ ρωσικό Χειμώνα, φεύγοντας μακριά από την μολυσμένη Μόσχα με τρία αυτοκίνητα (ένα Vitara, ένα Land Cruiser και ένα Λάντα) πάνε σε ένα μέρος ασφαλές, σε ένα καταφύγιο μέχρι να περάσει η επιδημία.
Τρία αυτοκίνητα σε ένα μακρύ άδειο δρόμο, σαν να είναι φίλοι που πηγαίνουν εκδρομή στην εξοχή κι όχι απεγνωσμένοι άνθρωποι που το σκάνε όσο πιο γρήγορα μπορούν, ανήμποροι να πάρουν τα μάτια τους από το χιονισμένο οδόστρωμα. Τα τρία αυτοκίνητα επικοινωνούν με ένα ασύρματο. Οδηγάνε με βάρδιες νύχτες και μέρες. Ένα τρελό, ξέφρενο, τρομακτικό, εφιαλτικό, μακρύ ταξίδι επτακοσίων χιλιομέτρων, με πολλούς κινδύνους στο δρόμο τους.
Ένα καραβάνι τριών οχημάτων φορτωμένων μέχρι πάνω, με παιδιά να κοιμούνται μέσα, τρέχουν να γλιτώσουν από τον κίνδυνο που προέρχεται από την πόλη, από την πόλη που δεν υπάρχει πια…
Κατευθύνονται προς το ίδιο το χάος από το οποίο αγωνίζονται να ξεφύγουν, πιστεύοντας ότι θα ήταν αρκετό να απομακρυνθούν από το «κύμα» που ετοιμαζόταν να τους καταπιεί, όμως ξαφνικά γινόταν ξεκάθαρο ότι υπήρχαν πολλά «κύματα» σαν αυτό, και κινούνταν πολύ πιο γρήγορα από όσο μπορούσαν να κινηθούνε αυτοί. Υπήρχε μια παγωνιά, μια ηρεμία, μια γαλήνη πριν από την καταιγίδα που τους περίμενε, λες και η ίδια η γη λούφαζε περιμένοντας με αγωνία να συμβεί κάτι.
Πέντε άντρες, τέσσερις γυναίκες και δύο παιδιά αιχμαλωτισμένοι στη μέγγενη του παγετού, που σχημάτιζε αλλόκοτα λευκά μοτίβα. Το χιόνι δίπλα στο δρόμο τους είχε πολλά μέτρα ύψος. Οποιοδήποτε πρόβλημα και να παρουσιαζόταν με τα αυτοκίνητά τους, όσο κι ασήμαντο κι αν ήταν, σε θερμοκρασία μείον τριάντα βαθμοί, χωρίς τηλέφωνα ή ελπίδα για βοήθεια, θα τους παρέλυε, καταδικάζοντάς τους σε θάνατο. Το κρύο θα προλάβαινε να τους σκοτώσει πριν το κάνει ο ιός…
Ψάχνουν στο δρόμο για βενζινάδικα αλλά τα περισσότερα είναι κλειστά ή δεν έχουν σταγόνα βενζίνης. Θα δούνε διασχίζοντας πόλεις και χωριά με εξωτικά βόρεια ονόματα, έρημες και ετοιμοθάνατες πόλεις, ομοσπονδιακές αρτηρίες, ανισόπεδες διαβάσεις, παρατημένα αυτοκίνητα, λεηλατημένα καταστήματα, έρημοι δρόμοι, λίμνες, τάιγκα, ερημικά παγωμένα δάση κάπου στη μέση του πουθενά, ο άνεμος να σηκώνει στροβίλους χιονιού, σπίτια καμένα, πτώματα στους δρόμους, πολυάριθμοι θάνατοι, οδοφράγματα, φρουροί, επικίνδυνες παγίδες και ενέδρες, πυροβολισμοί από απελπισμένους και εξαθλιωμένους ανθρώπους, άνθρωποι άρρωστοι και οργισμένοι…
Κάποιοι απελπισμένοι θα τους ορμήσουν και θα μαχαιρώσουνε τον Λιόνια. Θα επιζήσει;
Όλοι ξέρανε ότι τα καύσιμα δε θα τους έφταναν για να φτάσουν στη λίμνη. Αν δεν βρίσκανε καύσιμα οι κινητήρες των αυτοκινήτων τους θα βουβαίνονταν ένας ένας και θα ξεμένανε να πεθάνουνε από το κρύο στη μέση αυτής της παγωμένης, έρημης γης.
Στον δρόμο αυτοί οι άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν διάφορους κινδύνους και θα μάθουν όχι μόνο να επιβιώνουν αλλά και να συγχωρούν.
Στόχος τους ήταν η επιβίωση. Θα τα καταφέρνανε άραγε;
Θα είναι τυχεροί;
Θα πληρώσουν κάποιο τίμημα;
Τι ακριβώς τους περίμενε στο τέλος του ταξιδιού;
Θα τελειώσει το ταξίδι προς τη λίμνη;
Μια αγωνιώδη αναμονή του θανάτου από στιγμή σε στιγμή.
Δώδεκα τρομερές μέρες στο δρόμο…
Δώδεκα ατέλειωτες, γεμάτες αγωνία μέρες…
Αυτός ο φριχτός δρόμος δε λέει να τελειώσει, όλο πάνε, πάνε…
Ένα καταπληκτικό και εκπληκτικό «Μετά-αποκαλυπτικό» θρίλερ.
Διαβάστε το.
Η Γιάνα Βάγκνερ γεννήθηκε στη Μόσχα το 1973 σε µια δίγλωσση οικογένεια. Η Τσέχα µητέρα της πήγε στη Μόσχα τη δεκαετία του ’60 για να σπουδάσει ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία. Η Γιάνα αποφοίτησε από το Κρατικό Πανεπιστήµιο Ανθρωπιστικών Σπουδών της Ρωσίας µε ειδίκευση στη διοίκηση. Έχει εργαστεί ως διερµηνέας, ως ραδιοφωνική παραγωγός και ως υπεύθυνη logistics, γεγονός που της επέτρεψε να ταξιδέψει στην Αφρική, στην Ευρώπη και στη Λατινική Αµερική. Ζει µε τον σύζυγό της και τα σκυλιά τους στο σπίτι τους στα περίχωρα της Μόσχας. Το βιβλίο Προς τη Λίµνη γνώρισε τεράστια επιτυχία στη Ρωσία, ήταν υποψήφιο για αρκετά αναγνωρισµένα ρωσικά λογοτεχνικά βραβεία, µεταφράστηκε σε δώδεκα γλώσσες και διασκευάστηκε σε σειρά του Netflix.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.