Νομοτελειακά, οι σταθερότερες αρχές στο σύμπαν είναι το τυχαίο και το σφάλμα. Αν κανείς
λάβει σοβαρά υπόψη του πως κάθε στιγμή συντελούνται αλλαγές, με πρώτες και καλύτερες
αυτές που σαν πυροτεχνήματα γλιστρούν από τις τσέπες του πεπρωμένου για να φωτίσουν
την απέραντη νυχτερινή άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, τότε αρκεί μονάχα ένα λεπτό – όχι
παραπάνω – για να χαθεί ο έλεγχος, να ματώσει ο ουρανός, να στιγματιστεί διά παντός από τις
λάμες του φωτός. Για να γίνει η νύχτα του ενθουσιασμού και της αδρεναλίνης, της χαράς και
της ορμητικής νιότης, μέρα. Μια ατέλειωτη γκρίζα μέρα, φορτική και αφόρητη, μια άτυπη
αιωνιότητα, όπου ο φταίχτης ρίχνεται σαν ψοφίμι σε μιαν αραχνιασμένη γωνιά της κοινωνίας
και μπαίνει σε ένα αυτοσχέδιο λαγούμι του ίδιου του του εαυτού, να ξαναζεί σε επαναλήψεις
τα κρίματά του και ως απόκληρος της ζωής, να στενάζει μες στην ασφυκτική απόγνωση της
συνειδητοποίησής τους.
Στο νέο βιβλίο του Μένιου Σακελλαρόπουλου, «Το σημάδι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
Ψυχογιός, τα καταιγιστικά γεγονότα σημαδεύουν τις ζωές των ηρώων, συγκλονίζουν. Τρέχουν
με ιλιγγιώδη αφηγηματική ταχύτητα, ήδη από τις πρώτες σελίδες, κι όλα δείχνουν πως η κάθε
προσπάθεια να φέρουμε τον παράδεισο στη γη, αποβαίνει καθ’ όλα άκαρπη, οδηγώντας χωρίς
εξαίρεση, στην κόλαση. Το πάρτι του Στέφανου Δημητρίου, στο φοιτητικό του σπίτι στην οδό
Γκότση, στην Πάτρα, έπρεπε εκείνο το βράδυ να στεφθεί με επιτυχία από κάθε άποψη. Τίποτα
να μην λείπει. Έπρεπε το αλκοόλ να ρέει άφθονο, οι καλεσμένοι να γλεντήσουν χαμένοι στης
νύχτας τη σκοτοδίνη ανάμεσα στα ντουμάνια των καπνών και τους ήχους της μουσικής, και η
Ελβίρα – αχ, η μελαχρινή Ελβίρα με τον υπέροχο χαρακτήρα – να νιώσει για ακόμα μία φορά
την αγάπη του Στέφανου να κατακλύζει κάθε αιμοφόρο αγγείο της, να τής διαπερνά το κορμί
σαν ηλεκτρικό ρεύμα κι η καυτή ανάσα του στα χείλη της να τής δίνει διαρκώς ώθηση για νέες
συγκινήσεις. Η διάθεσή του εκείνη τη μοιραία νύχτα, τη στερνή θύτη και θύματος στην αχαϊκή
πρωτεύουσα, ήταν κάτι παραπάνω από ανεβασμένη. Ο οικοδεσπότης Στέφανος θύμιζε άτι σε
ξέφρενη κούρσα, τα μέλη του ήταν όλα σε υπερδιέγερση, κι άμαθος όπως ήταν στου όπιου το
στοίχημα με το ίδιο του το μυαλό, δεν έμελλε να ευνοηθεί από την τύχη του πρωτάρη. Ζάλη κι
αμαρτία δεν άργησαν να γίνουν ένα, κι εκεί που ο παράδεισος αιωρείτο απειροελάχιστα μόνο
χιλιοστά από τη γη, όλα σκοτείνιασαν. Απώλεσαν μαγεία, αθωότητα, ξεγνοιασιά. Με ένα φιλί
απαγορευμένο ανάμεσα στην Ελβίρα και τον Άγη. Με ένα μαχαίρι τρελό. Με ουρλιαχτά φόβου.
Με μια χαρακιά στο μάγουλο της αγαπημένης του. Με το αίμα του Άγη Πανόπουλου να ρέει και
να χύνεται σαν άλικο δηλητήριο στο σαλόνι του φονιά, να στάζει από τα τρεμάμενα χέρια του
στα κορδόνια των παπουτσιών του, να διαποτίζει την ταραγμένη του ψυχή και μαζί με το
νεκρό παλικάρι να θάβει φιλοδοξίες και στόχους. Ο Στέφανος Δημητρίου τράβηξε κακό χαρτί
στην παρτίδα με την ίδια του τη μοίρα κι έπρεπε να παίξει μ’ αυτό. Πριν να δώσει τον όρκο του
Ιπποκράτη, αθέτησε μες σε δευτερόλεπτα τη δέκατη από τις εντολές του Κυρίου, και αντί για
μελλοντικό χειρουργό, η κοινωνία, οι δικαστές, ο γεννήτοράς του κι η συνείδησή του σαν
αιώνιο καρφί στα σωθικά του, τον βάφτισαν χειρούργο και κακοποιό. Μονάχα η μάνα του τον
στήριξε, μα κι αυτή για πόσο, όταν η πίκρα είναι σαν τον καρκίνο και κατατρώει τη σάρκα που
την φιλοξενεί;
Στις φυλακές του Αυλώνα, των Διαβατών και την Κασσαβέτεια, ο Στέφανος σηκώνει αδιάκοπα
το δικό του σταυρό, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα με τον κρύο ιδρώτα της αγωνίας να τον κόβει
τις νύχτες στα κελιά, τις μνήμες να γυρίζουν στο νου του σαν σβούρες και τις επίμονες Ερινύες
του φονικού να απλώνουν τα βρώμικα δάχτυλά τους στο σκοτάδι για να ξεκολλήσουν μια και
καλή την ψυχή από ένα σώμα που λιώνει. Μια μάνα κλαίει το γιο της που χάνεται στης γης την
αγκαλιά, μια κοπέλα χάνει φίλους και γνωστούς, οικογένεια και όνειρα, γίνεται το εξιλαστήριο
θύμα γι’ αυτούς που γυρεύουν να σημαδέψουν κάποιον για την τραγωδία. Δεν τους ικανοποιεί
η βαθιά ουλή στο μάγουλό της, ούτε εκείνη στην καρδιά της, δεκάρα δε δίνουν. Ωστόσο, θα
λησμονήσουν γρήγορα, όλων οι ζωές θα προχωρήσουν, θα κυλήσουν σα νερό με λύπες και
χαρές, όπως είναι γραφτό. Της Ελβίρας όμως ποτέ. Η Ελβίρα θα μείνει για πάντα χρεωμένη με
‘κείνη την καταραμένη νύχτα. Πάντα θα αγαπά το Στέφανο. Το Στέφανο που ο πατέρας του
τον ξέγραψε κι όταν τον συνάντησε σε ένα και μοναδικό επισκεπτήριο, διαπίστωσε πως ήταν
άπλυτος κι ατημέλητος. Παρόλα αυτά, το άπλυτο κορμί το πλένεις. Θέλει δε θέλει, καθαρίζει κι
ομορφαίνει. Η βρώμικη ψυχή, πώς πλένεται;
Με πλοκή που συγκινεί, χαρακτήρες που ξεπηδούν από τις σελίδες και διατηρούν και τις πέντε
αναγνωστικές αισθήσεις σε εγρήγορση, ο Μένιος Σακελλαρόπουλος παραδίδει μαθήματα ζωής
σε όσους συνεχίζουν να πιστεύουν πως η ψυχή είναι ένας μικρός θεός που βρίσκει καταφύγιο
στο ανθρώπινο κορμί. Εκεί όπου τα αναφιλητά ενός νεαρού άντρα είναι σπαρακτικά στεγνά κι
η καρδιά προσπαθεί να γιατρευτεί γιατρεύοντας τον πόνο των άλλων με τα πενιχρά μέσα που
διαθέτει, εκεί αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως το να ζεις, ακόμα και ως έγκλειστο θηρίο μες
στο κλουβί, είναι πράγμα σπάνιο. Ειδικά σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι απλώς υπάρχουν, και
πως δε χρειάζεται να κάνουμε κάτι κακό για να πάμε στην κόλαση. Τις περισσότερες φορές το
μόνο που χρειάζεται είναι να μην κάνουμε κάτι καλό, για να εξασφαλίσουμε το εισιτήριο. Αλλά
παντού υπάρχουν εκείνοι που έχουν ήδη ανακαλύψει τον άνθρωπο εντός τους και διδάσκουν
την ανθρωπιά, αυτοί που ξέρουν πως δε μπορούμε απαραίτητα να κατανοήσουμε τον κόσμο
αλλά μπορούμε να τον αγκαλιάσουμε, αγκαλιάζοντας τα πλάσματά του. Σε ένα μυθιστόρημα
με γλώσσα απλή, καθημερινή, απαλλαγμένη από εκφραστικές φανφάρες, με ροή αβίαστη και
κινηματογραφική χροιά, κάθε άνθρωπος είναι μια ανθρωπότητα, μια παγκόσμια ιστορία κι αν
πρέπει οπωσδήποτε να καταλήξει κανείς σε ένα συμπέρασμα, όσο προσμένει το ουράνιο τόξο
της χρωστούμενης ευτυχίας να διαδεχτεί τις μπόρες της ζωής των ηρώων, αυτό είναι πως ό,τι
πονάει συχνά διδάσκει. Ή αλλιώς quae nocent, saepe docent.

to shmadi