Συναντούμε πολλούς ανθρώπους που εκφράζουν μεν ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκεία και την πνευματικότητα, αλλά ξεκαθαρίζουν ταυτόχρονα ότι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν.
Ο Μπέρτραντ Ράσελ παρατήρησε κάποτε ότι, αν συναντούσε τον Θεό στον άλλο κόσμο, θα διαμαρτυρόταν για το γεγονός ότι δεν προσέφερε επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξή του. Εντούτοις υφίστανται και άλλα είδη αποδείξεων εκτός αυτών που μελετά η επιστήμη. Υπάρχουν πολλές πτυχές της εμπειρίας μας (σκεφθείτε τη δυναμική μιας ερωτικής σχέσης ή την απόλαυση μιας απαιτητικής σύνθεσης κλασικής μουσικής), που μόνο αν διαθέτουμε την κατάλληλη δεκτικότητα μπορούμε να τις προσλάβουμε όπως τους αρμόζει.


Μήπως πολλοί από όσους θα επιθυμούσαν ενδεχομένως να πιστέψουν, αλλά δεν βρίσκουν τον τρόπο να το πράξουν κοιτούν ίσως προς τη λάθος κατεύθυνση. Είναι εντελώς μάταιο να αναζητούν αποδείξεις που παρέχουν τη βεβαιότητα που προσφέρει μια καλά θεμελιωμένη επιστημονική θεωρία. Έτσι μία από τις επιδιώξεις του συγγραφέα σε αυτό το βιβλίο είναι να επισημάνει ορισμένες εναλλακτικές κατευθύνσεις προς τις οποίες θα μπορούσαν να στραφούν.
Αν θέλει να είναι στοιχειωδώς υποστηρίξιμη, μια θρησκευτική κοσμοεικόνα δεν πρέπει να ενεργοποιεί μονάχα τη διανοητική και επιστημονική περιέργειά μας, πρέπει να σταθμίζει όλους τους τρόπους με τους οποίους απομακρυνόμαστε στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των τρόπων κατανόησής μας που βασίζονται στο συναίσθημα και τη φαντασία.


Η παραχώρηση πεδίου δράσης στις ικανότητες των συναισθημάτων και της φαντασίας μας σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε την ορθολογικότητα. Για την πλήρη ευδοκίμηση της ανθρωπινότητάς μας απαιτούνται όλες μας οι ικανότητες, καθώς και ένα πλέγμα πεποιθήσεων που αρδεύεται από το σύνολο των διαφορετικών τρόπων κατανόησης που διαθέτει ο άνθρωπος αλλά που δεν χάνει εξ αυτού το δικαίωμά του να αναγνωρίζεται ως ορθολογικό και καλά θεμελιωμένο.
Πλάι σε εκείνους που θα το επιθυμούσαν ίσως -αν μπορούσαν να βρουν τον τρόπο- υπάρχουν και εκείνοι που δεν έχουν την παραμικρή επιθυμία να πιστέψουν και οι οποίοι ενδέχεται να δυσπιστούν ή ακόμη και να δυσφορούν, όταν αισθάνονται ότι κάποιος προσπαθεί να τους ωθήσει στην κατεύθυνση αυτή. Σε καμία περίπτωση δεν θα αποτολμούσε ο συγγραφέας να δοκιμάσει να «προσηλυτίσει» αυτούς τους αναγνώστες -το βιβλίο αυτό είναι φιλοσοφικό και δεν υπάγεται σε ό,τι ορισμένες φορές ονομάζουμε «απολογητική». Ελπίζει ο συγγραφέας ωστόσο ότι ακόμη και εκείνοι που είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι στη δυνατότητα αποδοχής της θρησκευτικής πίστης θα βρουν ίσως κάποιο ενδιαφέρον στην ανάλυση της δυναμικής της πίστης που εκτίθενται στις σελίδες του βιβλίου.
Στο πνεύμα της εποχής μας πολλοί άνθρωποι έχουν απορρίψει τη θρησκευτική πίστη για απολύτως κατανοητούς λόγους: απωθούνται από τον δογματισμό και την αξίωση αποκλειστικότητας της αλήθειας ορισμένων θρησκευτικών λειτουργών, καθώς και από την κοντόφθαλμη και αντιεπιστημονική στάση άλλων. Μολαταύτα στις μεγάλες θρησκείες υπάρχουν πολλά πράγματα που εμπλουτίζουν ανυπολόγιστα το ανθρώπινο γένος και ότι αυτό το είδος εμπλουτισμού δεν μπορεί εύκολα να επιτευχθεί με άλλα μέσα.


Εμπίπτει το εγχείρημα αυτό στα καθήκοντα της φιλοσοφίας; Αυτό θα το κρίνει ο αναγνώστης διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Η φιλοσοφία πρέπει να αποδράσει από τα όρια των επιτηδευμένων τεχνικών συζητήσεων και να αποκαταστήσει τη συνέχειά της με τον υπόλοιπο διανοητικό μας πολιτισμό και τις μεγάλες παραδόσεις συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών, οι οποίες, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχουν διαμορφώσει μεγάλο μέρος της σκέψης μας. Στις κορυφαίες της επιτεύξεις η φιλοσοφία πάσχιζε πάντα να φτάσει σε μια συνολική θέαση της πραγματικότητας, μια «κοσμοεικόνα» που αποσκοπεί, στο μέτρο του δυνατού, να δώσει νόημα στο σύμπαν και στη θέση μας ως ανθρώπων μέσα σ΄ αυτό.
Ο Λούντβιχ Βίτγκενστάϊν είπε ότι «όποιος μέσα σε τόσο πόνο έχει το χάρισμα ν΄ ανοίγει την καρδιά του αντί να την κλείνει, παίρνει το γιατρικό της καρδιάς του». Καμία έκφραση δεν αποτυπώνει καλύτερα το αντικείμενο της θρησκευτικής θεώρησης και, μολονότι ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν δεν δεχόταν να συναριθμείται με τους «θρησκευόμενους» η οξυδέρκεια που επιδεικνύει εν προκειμένω ως προς την ψυχολογία του πιστού μεταδίδει μια υπόρρητη πεποίθηση ότι όσα τελούνται δεν συνιστούν αυταπάτη, ευσεβείς πόθους, νευρωτικό άγχος ή δεισιδαιμονικό ανορθολογισμό, αλλά «πράγματα με υπόσταση μεγάλη». Το μόνο που χρειάζεται είναι ανοιχτότητα καρδιάς ώστε η θεραπεία, διαθέσιμη σε όλους, να ληφθεί ως αυτό που είναι, δηλαδή ως αληθινό και ανεκτίμητο δώρο…
Διαβάστε το.


Ο Τζον Κόττινγχαμ (γεννημένος το 1943) είναι Άγγλος φιλόσοφος. Το επίκεντρο της έρευνάς του ήταν η πρώιμη-σύγχρονη φιλοσοφία (ειδικά ο Καρτέσιος), η φιλοσοφία της θρησκείας και η ηθική φιλοσοφία. Είναι Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Reading. Καθηγητής Ερευνητής στο Heythrop College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και Επίτιμος Συνεργάτης του St John’s College της Οξφόρδης. Είναι επίσης επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του King’s College του Λονδίνου. Ο Κόττινγχαμ έχει διατελέσει συντάκτης του περιοδικού Ratio, πρόεδρος της Αριστοτελικής Εταιρείας, της Βρετανικής Εταιρείας για τη Φιλοσοφία της Θρησκείας, της Mind Association και Πρόεδρος της Βρετανικής Εταιρείας για την Ιστορία της Φιλοσοφίας.