Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς


Οι μέλισσες είναι σύμβολο ευαλωτότητας, αλλά και ζωής και ελπίδας.

Χαλέπι, Συρίας.
Ο Μουσταφά ήταν ξάδελφος του Νούρι Ιμπραΐμ. Ο Μουσταφά ήταν μια ιδιοφυΐα με καρδιά μικρού παιδιού. Σπούδασε και έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, όπου έκανε έρευνα για την ακριβή σύνθεση του μελιού. Επειδή μετακινούνταν συχνά από τη Δαμασκό στο Χαλέπι και αντίστροφα ήθελε να φροντίζει ο Νούρι τα μελίσσια του. Τον έμαθε τον Νούρι ένα σωρό πράγματα για τη συμπεριφορά των μελισσών και για το πώς να τις χειρίζεται. Οι μέλισσες ήταν μια ιδανική κοινωνία ένας μικρός παράδεισος μέσα στο χάος. Οι εργάτριες μέλισσες ταξίδευαν παντού για να βρουν τροφή, προτιμώντας τα πιο μακρινά χωράφια. Ρουφούσαν νέκταρ από λεμονανθούς και τριφύλλια από μαυροκούκια και γλυκάνισο, από ευκάλυπτους, βαμβάκια, γαϊδουράγκαθα και ρείκια. Νοιαζόταν ο Νούρι για τις μέλισσες τις φρόντιζε, παρακολουθούσε με όργανα τις κυψέλες για τυχόν προσβολή από παράσιτα. Μερικές φορές έφτιαχνε καινούριες, διαιρούσε τις αποικίες ή ανέτρεφε βασίλισσες- έπαιρνε τις προνύμφες από μια άλλη αποικία και παρατηρούσε καθώς οι τροφοί τις τάιζαν με βασιλικό πολτό.

Δουλεύανε σκληρά και οι δυο, πάρα πολλές ώρες. Στο τέλος σκεφτότανε και οι δύο σαν τις μέλισσες, τρώγανε κιόλας σαν τις μέλισσες. Τρώγανε γύρη ανακατεμένη με μέλι για να αντέχουνε να συνεχίσουνε μέσα στη ζέστη. Βγάζανε τουλάχιστον δέκα τόνους μέλι τον χρόνο. Οι μέλισσες ήταν πάρα πολλές, και έκαναν τον Νούρι να νιώθει ζωντανός. Η επιχείρησή τους μεγάλωνε συνεχώς.
Η Άφρα η γυναίκα του Νούρι είναι ζωγράφος. Τα Σαββατοκύριακα η Άφρα πουλά τους γεμάτους χρώματα πίνακες της στην υπαίθρια αγορά του Χαλεπιού.
Αλλά ήρθε ο πόλεμος. Ένα βράδυ, στα τέλη του καλοκαιριού του 2015, κάποιοι βάνδαλοι κατέστρεψαν τις κυψέλες. Τους έβαλαν φωτιά και μέχρι να πάνε στα μελίσσια το πρωί, είχαν γίνει κάρβουνο. Οι μέλισσες είχαν πεθάνει και το χωράφι ήταν κατάμαυρο. Καθώς στέκονταν και οι δυο στην άκρη του χωραφιού όπου ο ήλιος έπεφτε λοξά πάνω στις κατεστραμμένες κυψέλες, ένιωθαν ένα κενό, μια αίσθηση ανυπαρξίας που έμπαινε μέσα τους αθόρυβα, με κάθε ανάσα. Τρεις γενιές μελισσών. Όμως τώρα ήταν πια χαμένες…


Η Νταχάμπ, η γυναίκα του Μουστάφα και η κόρη του η Άγια, ήταν ανάμεσα στους πρώτους που έφυγαν για την Αγγλία και γλίτωσαν, ευτυχώς από ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Ο Μουσταφά έμεινε στη Συρία με τον γιο του, Φιράς.
Ο Μουσταφά, δουλεύει ως καταγραφέας σε ένα νεκροτομείο, όταν πια ο πόλεμος έχει καταστρέψει τα μελίσσια τους, αντικρίζει νεκρό τον γιο του πάνω στο τραπέζι του νεκροτομείου: «Ο Μουσταφά έκανε αυτή τη δουλειά μέχρι εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα που του έφεραν τον γιο του, βγαλμένο από το ποτάμι. Αναγνώρισα το δωδεκάχρονο αγόρι νεκρό πάνω στις πλάκες της αυλής του σχολείου. Ζήτησα από δύο άντρες που είχαν αυτοκίνητο να με βοηθήσουν να το μεταφέρω στο νεκροτομείο. Όταν ο Μουσταφά είδε τον Φιράς, μας ζήτησε να τον ακουμπήσουμε στο τραπέζι, μετά έκλεισε τα μάτια του αγοριού του, και στάθηκε εκεί πολλή ώρα, ακίνητος, κρατώντας του το χέρι. Για λίγο δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε μια βόμβα, ούτε ένα πουλί, ούτε μια ανάσα. Μετά, ο Μουσταφά απομακρύνθηκε από το τραπέζι, έβαλε τα γυαλιά του, έξυσε προσεκτικά το μολυβάκι του με ένα μαχαίρι και, αφού κάθισε στο γραφείο του, άνοιξε το μαύρο βιβλίο και έγραψε: Όνομα – Το όμορφο αγόρι μου. Αιτία θανάτου – Αυτός ο σάπιος κόσμος».


Όταν σκοτώσανε τον γιο του ο Μουσταφά αποφάσισε να φύγει και αυτός για την Αγγλία. Μια εβδομάδα μετά σκοτώθηκε από βόμβα ο γιός του Νούρι ο Σάμι. Η ίδια έκρηξη τύφλωσε την Άφρα. Ο Μουσταφά προσπαθεί να πείσει τον Νούρι να φύγει από την Συρία. Αυτός ο τόπος δεν είναι η πατρίδα τους. Το Χαλέπι είναι τώρα το νεκρό κορμί ενός αγαπημένου δεν έχει ζωή, ούτε ψυχή, είναι ποτισμένο με αίμα που σαπίζει.
Ο Νούρι θέλει να ακολουθήσουν τον Μουσταφά στην Αγγλία. Η Άφρα δεν ήθελε να φύγουν. Όλοι είχαν φύγει.
Ο Νούρι ήταν ένας υπερήφανος πατέρας και μελισσοκόμος. Τώρα φοβάται ο Νούρι τα μάτια της γυναίκας του. Δεν μπορεί να δει τον έξω κόσμο κι ο έξω κόσμος δεν μπορεί να δει μέσα της. Τα μάτια της είναι σαν πέτρες, γκρίζες πέτρες, θαλασσινές πέτρες. Ο Νούρι προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη συντετριμμένη σύζυγό του αναζητώντας τη μέσα στα σκοτεινά τούνελ του πένθους της, αλλά αυτή δεν θέλει να αφήσει το Χαλέπι, παγωμένη καθώς είναι μέσα σε αυτό το πένθος. Ο Νούρι ξέρει ότι πρέπει να φύγουν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Μόνο όταν επιτρέπουν στον εαυτό τους να δει, να νιώσει την παρουσία και την αγάπη του ενός προς τον άλλο, καταφέρνουν να κάνουν το ταξίδι προς την επιβίωση και την ανανέωση…


«Ο Νούρι θυμάται πώς ταξίδευαν οι εργάτριες να βρουν καινούρια λουλούδια και νέκταρ, και μετά γύριζαν πίσω να ενημερώσουν και τις άλλες μέλισσες. Η μέλισσα κουνά το σώμα της -η γωνία που σχηματίζει χορεύοντας πάνω στην κηρήθρα της δείχνει στις άλλες την κατεύθυνση των λουλουδιών σε σχέση με τον ήλιο. Ευχόταν να υπήρχε κάποιος να τον καθοδηγήσει κι αυτόν, να του πει τι να κάνει και ποιον δρόμο να πάρει, αλλά αισθανόταν απόλυτα μόνος…»
Ο Νούρι επικοινωνούσε με τον Μουσταφά με ιμέιλ. Τους περιμένει στον βορρά της Αγγλίας, στο Γιόρκσαϊρ.
Τελικά ο Νούρι και η Άφρα αποφασίζουν να φύγουν, και φθάνουν τέλη του 2015, στο Αρμανάζ και στη μεθόριο που βρίσκεται ο ποταμός Ορόντης. Αυτός χωρίζει την Τουρκία από τη Συρία και έπρεπε να τον διασχίσουν. Τελικά φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη και μένουνε στο διαμέρισμα ενός διακινητή με άλλα είκοσι άτομα, και περιμένουνε να πάνε στην Ελλάδα. Περνάνε με βάρκα του διακινητή το Αιγαίο και φθάνουν στους καταυλισμούς, στη νήσο Λέρο. Από εκεί μετά θα βρεθούνε στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα.


Ο Νούρι Ιμπραΐμ και ο ξάδελφός του Μουσταφά φτιάξανε σπουδαία πράγματα μαζί. Γνωρίζανε τις μέλισσες, τις παρακολουθούσαν και μάθαιναν πώς μιλούσαν η μια στην άλλη, ακολουθούσαν μονοπάτια βαθιά μέσα στα βουνά για να βρουν την αρχή του ταξιδιού τους και καθόταν στη σκιά των δέντρων παρακολουθώντας τες να συλλέγουν το νέκταρ από τους ευκάλυπτους, το βαμβάκι, το δεντρολίβανο. Πηγαίνανε εκεί όπου τραγουδούσαν οι μέλισσες. Αλλά όλα τους τα άρπαξε ο πόλεμος, όλα όσα είχανε ονειρευτεί και δουλέψει μαζί. Τους πήρε ο πόλεμος το σπίτι τους, τη δουλειά τους, τους γιους τους. Ο Νούρι θυμάται τη φωτιά, θυμάται τον Φιράς τον γιο του Μουσταφά και τον Σάμι τον δικό του γιο. Οι γιοί τους πήγαν εκεί που βρίσκονται οι μέλισσες, εκεί που βρίσκονται τα λουλούδια και οι μέλισσες. Τους φυλάει ο Αλλάχ, για να τους βρούνε σώους, όταν τελειώσει και για αυτούς αυτή η ζωή.


Ο Νούρι θυμάται τις καμένες κυψέλες και τις νεκρές μέλισσες, τα πτώματα να επιπλέουν στο ποτάμι Κουέικ. Ο Νούρι θυμάται το χωράφι στο Χαλέπι πριν από τη φωτιά, όταν οι μέλισσες αιωρούνταν πάνω από τη γη σαν σύννεφα, βουίζοντας χαρωπά. Βλέπει τον Μουσταφά να τραβά ένα πλαίσιο έξω από μια κυψέλη, επιθεωρώντας το από κοντά, βουτώντας ένα δάχτυλο στο μέλι για να το δοκιμάσει. Αυτός ήταν ο παράδεισός τους εκεί στην άκρη της ερήμου, στην άκρη της πόλης. Ο Νούρι δεν είναι σίγουρος ότι θα μπορέσει να ζήσει χωρίς αυτά. Φοβάται πως έχει πεθάνει μέσα του. Πιστεύει ότι δεν είναι καλά. Δεν του έχουν απομείνει όνειρα. Το μόνο που τον κάνει να συνεχίζει το ταξίδι στο άγνωστο είναι η ελπίδα να ξαναβρεί τον Μουσταφά. Το δυσκολότερο που έχουν να αντιμετωπίσουν ο Νούρι και η Άφρα είναι το ταξίδι για να βρουν ξανά ο ένας τον άλλο.
Η συγγραφέας Κρίστι Λεφτέρι, το 2016 και 2017, βρέθηκε στην Αθήνα απασχολούμενη ως εθελόντρια σε ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων. Είδε, άκουσε και ένιωσε πολλά στους δρόμους και στους καταυλισμούς στην Αθήνα. Όλα αυτά την έκαναν να αλλάξει τον τρόπο που έβλεπε πια τον κόσμο. Η ερώτηση που έκανε διαρκώς στον εαυτό της ήταν: τι σημαίνει να βλέπεις; Κι έτσι προέκυψε η Άφρα, μια γυναίκα που έχει δει τον γιο της να πεθαίνει και έχει τυφλωθεί από την έκρηξη που τον σκότωσε….
Το βιβλίο «Ο Μελισσοκόμος απ΄το Χαλέπι» είναι σπαρακτική οδύσσεια του Σύριου μελισσοκόμου Νούρι και της Άφρας, της γυναίκας του. Μπορεί η ίδια η ιστορία να είναι επινοημένη, αλλά απηχεί τις χιλιάδες πραγματικές ιστορίες των προσφύγων του πολέμου.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με πολύ προσεγμένη γλώσσα, «λογοτεχνική» και σχεδόν ποιητική.
Η δομή του βιβλίου είναι επίσης ποιητική, καθώς συνδέει συναρπαστικά το παρελθόν της ευτυχισμένης αρχικά ζωής του ζευγαριού στο Χαλέπι και των δεινών της αναγκαστικής φυγής τους με το παρόν της μετέωρης νέας ζωής στην Αγγλία, σε αναμονή χορήγησης ασύλου.
Ένα συγκινητικό μυθιστόρημα για τις θηριωδίες και τη φρίκη του πολέμου και τις μικρές καλές πράξεις που βοηθούν τους ανθρώπους να επιβιώσουν.
Ένα μυθιστόρημα για τους πολλούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν όλοι οι πρόσφυγες του πολέμου στη Συρία.
Ένα βιβλίο για το τραύμα και το πένθος.
«Ο Μελισσοκόμος απ΄το Χαλέπι» πραγματεύεται την βαθιά απώλεια, αλλά και την αγάπη και το πώς βρίσκει κανείς φως.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Το βιβλίο κυκλοφορεί σε 30 χώρες
Βραβευμένο με το Aspen Words Literary Prize (2020) και Nominee for Fiction (2020)
Φιναλίστ για το Dayton Literary Peace Prize
Αναγνωρισμένο από το Real Simple ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς
Ένα από τα 8 πιο επιδραστικά βιβλία του 2019 σύμφωνα με τη λίστα της Oprah Winfrey.
Η Christy Lefteri μεγάλωσε στο Λονδίνο και είναι παιδί Κυπρίων προσφύγων. Παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Brunel. Είναι συγγραφέας του βιβλίου A Watermelon, a Fish and a Bible.