Συνομιλήσαμε με τη συγγραφέα Εύα Μαθιουδάκη με αφορμή το νέο της βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδ. Καστανιώτη και τιτλοφορείται Μέρες της Κηφισιάς. Μας εκμυστηρεύτηκε για τη διάρκεια της συγγραφής του που κράτησε δυόμιση χρόνια, για τα συναισθήματα που πυροδότησε στην ίδια η γραφή του, για τη γραφή και τα social media, για την ανάγκη επικοινωνίας ανάμεσα στη συγγραφέα και τους αναγνώστες της, για την Κηφισιά και το πέρασμά της στην αστικοποίηση. Η Εύα M. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Αμβούργο. Εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η πρώτη της νουβέλα “Αυτός ο ένας, ο Αρίστος” και το 2017 η συλλογή διηγημάτων “Μικρά πείσματα”. Πιστεύει στην ανάγκη του συγγραφέα να υπάρχει το έργο του στον χρόνο πέρα από διδακτισμούς αλλά ως μια μορφή επικοινωνίας και επισημαίνει τη ρήση του Paul Celan πως «τα βιβλία μας είναι μεγάλες επιστολές για φίλους» και, όπως μας είπε στη συνέντευξη: «Η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν συγγραφέα είναι να διαβαστούν τα βιβλία του, να υπάρχουν και χωρίς αυτόν και πέρα από αυτόν».

1) Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Μέρες της Κηφισιάς». Πώς προέκυψε η συγγραφή αυτού του βιβλίου και τι ακριβώς θέλατε να τονίσετε μέσα από την ιστορία που πραγματεύεται;

 Πρόκειται για την ιστορία ενός καλά κρυμμένου τραύματος, ενσωματωμένη βέβαια στην κηφισιώτικη ανθρωπογεωγραφία των δεκαετιών του ‘50 και του ’60 χωρίς να λείπουν και ιστορικές πινελιές από προηγούμενα χρόνια. 

2) Ποια συναισθήματα επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου και πόσο χρόνο χρειαστήκατε για να το ολοκληρώσετε;

 Χρειάστηκα περίπου δυόμιση χρόνια. Η αρχική σκέψη ήταν η συγγραφή μιας επιστολικής νουβέλας με την ίδια θεματολογία, αλλά σιγά σιγά θέλοντας να στηρίξω το έντονα λυρικό υπόβαθρο της πρώτης γραφής, οδηγήθηκα στην μυθιστορία, στο μυθιστόρημα.

3) Πείτε μας λίγο για τον τρόπο με τον οποίο γράφετε ένα βιβλίο. Γράφετε γραμμικά ή η σειρά με την οποία διαχειρίζεστε τα γεγονότα του βιβλίου δεν έχει καμιά σημασία.

 Όχι δεν γράφω γραμμικά ούτε με κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Βέβαια υπάρχει πάντα το σημείο στο οποίο θέλω να εστιάσω, η απάντηση στην ερώτηση «τι θέλεις να μας πεις;» και σύμφωνα με την απάντηση, επιλέγεται ο τόπος και οι ήρωες. Σταδιακά στήνεται το σκηνικό της χρονικής αλληλουχίας και της πλοκής.

4) Ένα μυθιστόρημα είναι κυρίως η μυθιστορηματική πλοκή ή οι χαρακτήρες του;

 Και τα δύο, αλλά για μένα οι χαρακτήρες είναι αυτοί που κάνουν τις ιστορίες. Αν αυτοί δεν είναι σμιλεμένοι στην λεπτομέρεια, τότε και οι ιστορίες τους όσο πρωτότυπες κι αν είναι, φαντάζουν ρηχές και άδειες. Ένα από τα φανταστικά παιχνίδια που έπαιζα μικρή είναι να δίνω ονόματα ηρώων του Ντίκενς σε ανθρώπους που συναντούσα. Και μη μου πείτε ότι δεν έχετε συναντήσει ποτέ έναν σατανικό και γλοιώδη Uriah Heep ή έναν έξω καρδιά αλλά και αφελή Micabower;

5) Η διασταύρωση δύο διαφορετικών τάξεων, δυο κόσμων. Τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει, ειδικά την εποχή της δεκαετίας του ΄50 – ΄60.

 Ο μόνιμος πληθυσμός της Κηφισιάς την εποχή εκείνη αποτελείτο κυρίως από τους παλιούς κατοίκους του χωριού αλλά και από νησιώτες που είχαν εγκατασταθεί στην Κηφισιά προπολεμικά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, καθώς βέβαια και από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Κατά τη διάρκεια όμως της θερινής περιόδου η Κηφισιά άλλαζε πρόσωπο. Οι μεγάλες αστικές οικογένειες της Αθήνας διατηρούσαν επαύλεις στην περιοχή και πολλοί επέλεγαν να ξεκαλοκαιριάζουν στα πολυτελή ξενοδοχεία της. Οι κοινωνικές διαφορές ήταν τεράστιες, αλλά ακριβώς λόγω αυτής της ιδιαίτερης συγκυρίας αμβλύνονταν συγκριτικά με τις άλλες περιοχές της χώρας μας. Αυτούς τους παλιούς Κηφισιώτες που γνώρισα ως μικρό παιδί θέλησα να τιμήσω γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα.

6) Πόσο άλλαξε η Κηφισιά από τότε;

 Αρκετά. Η αστικοποίηση της που ξεκίνησε το 1957 με την λειτουργία του ηλεκτροκίνητου τρένου, συνεχίστηκε κυρίως τη δεκαετία του ’80 και του ’90 με την αντιπαροχή και την μεζονέτα. Αυτός όμως που την αγαπά ξέρει να βλέπει πίσω από τα πράγματα, να αναγνωρίζει τη μοναδική της ομορφιά που κρατά ακόμη, όσο και να την πληγώνουμε. 

7) Είναι η συγγραφή ένας μοναχικός δρόμος, ένας τρόπος για να δημιουργήσουμε μέσα μας νέες ιδέες και να έρθουμε σε επαφή με τη γνώση μιας ολόκληρης εποχής για να κατανοήσουμε καλύτερα, εν τέλει, και τον εαυτό μας; Εσείς τι αποκομίσατε γράφοντας το «Μέρες της Κηφισιάς»;

 Θα έλεγα πολλά. Με έφεραν αντιμέτωπη με το παρελθόν και ανέσυραν μνήμες που διαφορετικά θα είχαν κρυφτεί κάτω από εκείνο το λεπτό στρώμα σκόνης, της φθοράς θα έλεγα. Όταν βρισκόμουν στα τελειώματα της πρώτης γραφής και ανακαλώντας εικόνες και μυρουδιές από τα περιβόλια της παιδικής μου ηλικίας, έτυχε να διαβάσω μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου στον Γιάννη Πανταζόπουλο στην Lifo στην οποία αναφερόταν στον Ε. Χ. Γονατά λέγοντας ότι «είχε αναπτύξει τις ιδιότητες ενός φιλόσοφου της φύσης, όπως τον εννοούσαν οι Γερμανοί ρομαντικοί. Επικοινωνούσε με τη φύση, με τα ζώα που λάτρευε». [πηγή: www.lifo.gr]

Αυτή η φράση της, η σύνδεση δηλαδή της φυσιολατρίας του Γονατά με τον γερμανικό ρομαντισμό, και η προσωπική μου ανάγκη να βυθιστώ εκ νέου στη συγγραφή, με οδήγησε να ξαναδώ το ντοκιμαντέρ αφιέρωμα στον Ε. Χ. Γονατά, που είχε γυρίσει το 1998 η Εύα Στεφανή για τη σειρά «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ και να ξαναδιαβάσω την «Κρύπτη». Τότε ήταν για πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι αυτά τα δύο πανομοιότυπα σχεδόν σπίτια, το περιβόλι και το «λιμνίδιον» με τα νούφαρα, όπως το ονόμαζε ο ίδιος, μου ήταν οικεία. Κοντολογίς ανακάλυψα κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ. Ότι ο καλός γείτονας της παιδικής μου ηλικίας, του οποίου το όνομα δεν γνώριζα, ήταν ο μετέπειτα αγαπημένος μου συγγραφέας Νώντας Γονατάς, στον οποίο γίνονται σύντομες αναφορές και στο βιβλίο.


8) Στις μέρες μας ανθούν τα social media και επιτρέπουν στον συγγραφέα να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες. Ο συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν όμως έχει πει ότι η διάσπαση προσοχής που προκαλούν τα social media και ο εθισμός είναι εξαιρετικά εχθρικοί για έναν συγγραφέα. Η δική σας άποψη;


Ο συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν έχει πιθανότητα την πολυτέλεια να ζει με τις απολαβές των βιβλίων του ή ακόμα με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα που συγγενεύει με τη συγγραφή. Το λέω αυτό διότι όταν παράλληλα με το καπέλο του συγγραφέα είσαι μάχιμος και επαγγελματικά, τότε σίγουρα δεν είναι μόνο τα social media που σε αποσπούν από τη συγγραφή (γέλιο).
Η εύλογη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει πολλά θετικά κυρίως την αμεσότητα της επικοινωνίας. Επίσης έχει και κάτι άλλο σημαντικό. Η καταγραφή μιας σκέψης, μιας ιδέας μας σε μια ανάρτηση, επειδή ακριβώς γίνεται δημόσιο αγαθό σε φέρνει αντιμέτωπο με την αλήθεια ή το ψέμα σου. Κάτι σαν μηχανισμός αυτοελέγχου. Από την άλλη δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω ότι εμείς οι νεότεροι αντί για μακροσκελείς επιστολές προς φίλους και συνοδοιπόρους, θα αφήσουμε πίσω μας μηνύματα στο cloud.


9) Έχετε σκεφτεί να ασχοληθείτε και με κάποιο άλλο λογοτεχνικό είδος και αν ναι ποιο είναι αυτό;

 Το 2017 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Μικρά Πείσματα» από τις Εκδόσεις το Ροδακιό. Η μικρή φόρμα, η μικροδιήγηση, είναι κάτι που θα ήθελα να αναπτύξω περαιτέρω. Με συγκινεί η συγγένεια της με τον ποιητικό λόγο, το σημείο που τέμνονται και είναι αυτό που αναζητώ.  Υπάρχει κάποιο είδος που δε θα σκεφτόσασταν ποτέ να ασχοληθείτε;  Δεν νομίζω να ασχοληθώ ποτέ με αστυνομική λογοτεχνία, παρόλο που την  αγαπώ ως αναγνώστρια. Ως συγγραφέας θα ήμουν πολύ «μαρτυριάρα». (γέλια)

10) Τι θα θέλατε να αποκομίσουν οι αναγνώστες από το συνολικό συγγραφικό σας έργο;


Τα βιβλία μου δεν έχουν διδακτικό χαρακτήρα. Θα χαρώ οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες να εισέλθουν στον κόσμο που τους ανοίγεται μέσω της δικής μου καταγραφής και να περιπλανηθούν ή και να ταυτιστούν με τους ήρωες μου.
Η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν συγγραφέα είναι να διαβαστούν τα βιβλία του, να υπάρχουν και χωρίς αυτόν και πέρα από αυτόν.


11) Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσουμε, θα θέλαμε να μας πείτε λίγα λόγια εσείς για το νέο σας βιβλίο.

Εγώ σας ευχαριστώ και όπως ωραία μας έχει πει ο Paul Celan, τα βιβλία μας είναι μεγάλες επιστολές για φίλους, τίποτα άλλο.