Η Πολυξένη Βελένη γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε Αρχαιολογία και Θέατρο στη Θεσσαλονίκη, υποκριτική στο Κέντρο Θεατρικής Έρευνας, πρακτική και θεωρία του Θεάτρου στο Παρίσι. Ήταν για δώδεκα χρόνια (2006-2018) διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Ανέσκαψε σε αρχαιολογικούς χώρους της Θεσσαλονίκης, καθώς και της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Έγραψε οκτώ αρχαιολογικές μονογραφίες και πολλά άρθρα σε περιοδικά, επιμελήθηκε ογδόντα αρχαιολογικές εκδόσεις. Οργάνωσε περί τα ογδόντα πέντε συνέδρια και πάνω από εκατόν πενήντα αρχαιολογικές εκθέσεις. Έκανε εκπομπές στο ραδιόφωνο, ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής, έγραψε αρχαιολογικά σενάρια για την τηλεόραση, επιφυλλίδες σε εφημερίδες, στίχους για τραγούδια, θεατρικά έργα. Δημοσίευσε τρεις ποιητικές συλλογές και μία συλλογή αρθρωτών διηγημάτων. Έχει τιμηθεί με διακρίσεις και βραβεία για τη συνεισφορά της στον πολιτισμό και είναι επίτιμη διδάκτορας της Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης. Διδάσκει σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Από το 2018 έως το 2023 ήταν γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Υπουργείο Πολιτισμού).

Σήμερα, φιλοξενούμε τη συγγραφέα για να μιλήσουμε για το νέο της έργο Το ζαρκάδι του Ολύμπου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, και τη συγγραφή. Την ευχαριστούμε θερμά.

  1. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο σας έργο, με τίτλο Το ζαρκάδι του Ολύμπου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Μιλήστε μας λίγο για την πορεία αυτού του βιβλίου. Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία του και τι μεσολάβησε από τη σύλληψη της ιδέας έως την έκδοσή του.
    Η ιστορία του ζαρκαδού επωαζόταν αρκετά χρόνια μέσα μου, πριν πάρει σάρκα και οστά στο χαρτί. Επί μακρόν με απασχολούσαν διάφορα ερωτήματα για την κατάσταση που βιώναμε ως χώρα, τα οποία δεν έβρισκαν πειστικές απαντήσεις και οι αναπάντητες αυτές απορίες μου καθώς εκσφενδονίζονταν ως μικρά βέλη πάνω μου από διαφορετικές κατευθύνσεις με προκαλούσαν να ερμηνεύσω γεγονότα και ζητήματα που κρατούνταν σε μια σκιά. Προέκυψε πρώτα από όλα ως ανάγκη καταγραφής και αφήγησης γεγονότων ιστορικών της Βόρειας Ελλάδας, της Μακεδονίας και της Θράκης κυρίως, που ελάχιστα ήταν γνωστά ή είτε μέσα από την προφορικότητα είτε – ακόμα λιγότερο – καταγεγραμμένα, όπως είναι η ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λωζάνης και οι συνέπειές της, ή τα αίτια αφορισμού της Εθνικής Αντίστασης στη συλλογική μνήμη για πολλές δεκαετίες. Έπειτα, οδηγήθηκα σε αυτήν την εξιστόρηση ως αρχαιολόγος πεδίου και ως ιστορικός που βίωσε τις επιπτώσεις των καθοριστικών για τη διαμόρφωση της πολεοδομίας στις πόλεις της μεταπολεμικής Ελλάδας αποφάσεων, εν προκειμένω της Θεσσαλονίκης. Συνειδητοποίησα, επίσης, μεγαλώνοντας σε αυτήν την πόλη πόσο ελλειπή, αδιάφορη ή στρεβλή άποψη μπορεί να έχουμε ως κάτοικοί της, αλλά και γενικότερα ως χώρα, για τα γεγονότα που άλλαξαν την πληθυσμιακή σύνθεση της Θεσσαλονίκης, όπως για παράδειγμα η ανιλεής εξόντωση των Εβραίων. Και αυτό το θέμα η πόλη ακόμη δεν έχει τολμήσει να το πιάσει στην έκταση και το βάθος που χρειάζεται.
    2 «Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, αλβανικό μέτωπο, γερμανική κατοχή, Εθνική Αντίσταση και μετά την απελευθέρωση, ο Εμφύλιος που χαράζει διαφορετικούς δρόμους για πολλούς». Μια οικογένεια στη δίνη των γεγονότων του 20ού αιώνα. Πόσο δύσκολο ήταν να εμβαθύνετε στην ψυχοσύνθεση των ηρώων που δοκιμάζονται από όλα αυτά τα κοινωνικό- ιστορικά γεγονότα;
    Ανήκω σε μια γενιά που πρόλαβε να ακούσει αυθεντικές αφηγήσεις από τον στενό και ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο, από ανθρώπους που έζησαν αυτά τα γεγονότα και που δεδομένης ευκαιρίας εναπόθεταν ως παρακαταθήκη στον κύκλο τους τις εμπειρίες τους. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι αν δεν καταγράψουμε εμείς αυτά τα βιώματα, οι επόμενες γενιές δεν θα είχαν τη δυνατότητα αυτής της αμεσότητας, αυτής της γνώσης, δεν θα είχαν την ευκαιρία να ακούσουν και να γνωρίσουν αυτές τις προσωπικές ιστορίες βιωμένης μνήμης και κατά κάποιο τρόπο το αισθάνθηκα και ως οφειλή, αν θέλετε, να παραδώσω στους νεότερους κάποιες από αυτές. Οι χαρακτήρες των ηρώων και η εξέλιξή τους στην πλοκή του βιβλίου είναι σύνθεση πολλών διαφορετικών προσωπικών ιστοριών και πολλών φανταστικών ή μη ατόμων, έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί η μυθοπλασία η οποία “εξυφαίνεται” μέσα στο στημόνι των πραγματικών ιστορικών γεγονότων.
  2. Τι συναισθήματα σας δημιούργησε η συγγραφή αυτού του βιβλίου και πώς νιώθετε τώρα που το βλέπετε τυπωμένο από τις εκδόσεις Καστανιώτη να κοσμεί τις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
    Μου γεννήθηκε πρώτα από όλα προσωπικά η περιέργεια να γνωρίσω με πιο σφαιρικό τρόπο αυτές τις ιστορίες και να εμβαθύνω ολιστικά στις αλήθειες τους, στη συνέχεια μου δημιουργήθηκε η αγωνία αν θα καταφέρω να τις εδραιώσω με καθαρότητα μέσα μου, να τις παρακολουθήσω, να τις “πλέξω”, μέσα στα τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα και στη συνέχεια ακολούθησε η αδημονία και ο προβληματισμός αν θα κατάφερνα να τις καταγράψω με τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια, ώστε η μυθοπλαστική τους δύναμη και δράση να ακουμπάει κοντά στις αληθινές ιστορίες για να καταστεί δυνατόν να αποδοθεί σε κάθε εποχή το πλαίσιο που θα καθρέφτιζε με τον πιστότερο δυνατό βαθμό την πραγματικότητα. Καθώς βλέπω το βιβλίο στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων αισθάνομαι χαρά που κατάφερε να “γεννηθεί” το νέο μου παιδί, το οποίο κυοφορούσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με έναν επώδυνο ομολογουμένως τοκετό, καθώς και ανυπομονησία και αγωνία για το πως θα υποδεχτούν οι αναγνώστες ένα τέτοιο “κοίταγμα”, ποια θα είναι η πρόσληψη του υποψήφιου αναγνώστη μιας οπτικής με την Ιστορία να είναι η “πρωταγωνίστρια”, αφού δεν αφορά πλέον αμιγώς ένα προσωπικό μου δημιούργημα, γραμμένο αποκλειστικά για μένα, αλλά ένα έργο το οποίο μοιράζομαι με άλλους.
  3. Κοινωνικό, ιστορικό, ανθρωποκεντρικό το βιβλίο αυτό. Πιστεύετε ότι το μυθιστόρημα και ο συγγραφέας έχει μια κοινωνική αποστολή να επιτελέσει στον σύγχρονο κόσμο;
    Ο συγγραφέας κατ’ αρχάς αποτυπώνει μια δική του προσωπική εσωτερική ανάγκη να αφηγηθεί πράγματα. Τώρα, αν αυτά που θα καταγράψει στο χαρτί “μιλήσουν” με παρόμοιο, αντίστοιχο ή αντίστικτο τρόπο και σε άλλους, καταφέρνοντας να αγγίξει το καθολικό συνειδητό και ασυνείδητο τότε ίσως θα μπορούσε να εκληφθεί και ως έργο με κοινωνικό όφελος, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί, τουλάχιστον για μένα, εξαρχής αυτοσκοπό, γιατί τότε χάνεται η αυθορμησία ενός πηγαίου έργου και επιπλέον κινδυνεύει ενδεχομένως να παγιδευτεί σε άγονο και κουραστικό διδακτισμό.
  4. Πώς έγινε η επιλογή του χωροχρονικού πλαισίου στο έργο σας και γιατί επιλέξατε αυτήν την ευρεία ιστορική περίοδο;
    Ο εικοστός αιώνας είναι η λιγότερο γνωστή ιστορική περίοδος στην Ελλάδα, η λιγότερο συζητημένη, σχεδόν νη καταγεγραμμένη και σίγουρα ελάχιστα διερευνημένη. Αυτή η περίοδος που πιθανώς λόγω των συγκλονιστικών γεγονότων της μας πλήγωσε και μας πληγώνει περισσότερο και ίσως γι’ αυτό, με νωπά ακόμη τα τραύματά μας, έχουμε αποφύγει να μιλήσουμε για θέματα που καθόρισαν τις ζωές μας, το κοντινό παρελθόν και το παρόν μας, που ακόμη μας ταλανίζουν, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε συνεχώς στην περιδίνηση αυτών των πληγών, που δεν επουλώνονται, μας ταλαιπωρούν και επανέρχονται με πολλαπλές δυσάρεστες και δυσοίωνες εκδοχές ενός επαναλαμβανόμενου σεναρίου γιατί τις κρατάμε βαθιά κρυμμένες μέσα μας.
  5. Υπάρχει κάποιος ήρωας που σας παίδεψε περισσότερο κατά τη διάρκεια της συγγραφικής διαδικασίας του βιβλίου σας και ποιος χαρακτήρας θα λέγατε ότι είναι ο αγαπημένος σας;
    Για όλα τα πρόσωπα της πλοκής υπήρξε μια ιδιαίτερη βάσανος, καθώς κανένα τους δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ήρωας, όλα τους έχουν κάτι αντι-ηρωικό μέσα τους, στην πορεία και στην εξέλιξή τους. Τα πρόσωπα του βιβλίου δεν είναι “αφηρωισμένα”, εξιδανικευμένα, φτιαγμένα ως πρότυπα εξωπραγματικά. Επεδίωξα να είναι “αληθινά”, ανθρώπινα, με προτερήματα, αρετές αλλά και ιδιαιτερότητες και ελαττώματα όπως στην πραγματικότητα είμαστε όλοι μας. Απαιτούσαν έτσι μεγαλύτερη υποστήριξη για να σταθούν στη μυθοπλασία “κολυμπώντας” στην πραγματική Ιστορία και να προχωρήσουν με αιτιολογημένα φυσιολογικό τρόπο μέσα σε αυτή. Αγάπησα και τα τρία κύρια πρόσωπα, τον πατέρα Κωνσταντή, τον γιο Αλκιβιάδη και την κόρη και εγγονή Φιλιώ για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Τον πρώτο γιατί μολονότι αντιστέκεται γίνεται τελικά έρμαιο της τύχης του λόγω των καταιγιστικών ιστορικών γεγονότων, τον δεύτερο γιατί νομίζει ότι καθορίζει αλλά εν τέλει καθορίζεται από τη μοίρα του και την τρίτη γιατί συνειδητοποιεί ότι αν δεν κατανοήσει τον εαυτό της μέσα από το παρελθόν της δεν θα μπορέσει να κτίσει με καλύτερα υλικά το παρόν της.
  6. Στις μέρες μας το ιστορικό βιβλίο γνωρίζει άνθηση και πολλοί αναγνώστες το επιζητούν. Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία είναι ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσει κανείς μια ιστορική περίοδο;
    Ο τρόπος με τον οποίο η Ιστορία διδάσκεται στις εγκύκλιες σπουδές μας είναι πληκτικός, ανιαρός και ανούσιος, μια και κυρίως είναι μια στείρα παράθεση ημερομηνιών και πολεμικών κατά κύριο λόγο γεγονότων χωρίς εμβάθυνση στα πραγματικά αίτια και αιτιατά. Αντιθέτως η Ιστορία γίνεται εξόχως γοητευτική όταν την κατανοήσει κανείς πρισματικά μέσα στο αληθινό, και χωρίς κρυμμένα μυστικά, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό πλαίσιο της εποχής της. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ναι πράγματι, αν υπάρχει συνέπεια, ακρίβεια και αλήθεια στα ιστορικά γεγονότα μπορούν μέσα από μια μυθοπλασία να γίνουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πιο κατανοητά και εύληπτα και συνεπώς πιο ελκυστικά σε ένα ευρύτερο κοινό.
  7. Οι ήρωές σας σχοινοβατούν πάνω στα δυσκολότερα ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα. Ποια χαρακτηριστικά που τους δώσατε πιστεύετε ότι τους έδωσαν τη δυνατότητα να επιβιώσουν μέσα σε τόσο ταραγμένες συνθήκες;
    Όπως ανέφερα και παραπάνω τα πρόσωπα του βιβλίου είναι γήινα, καθημερινά, με αδυναμίες και πάθη που τα ταλανίζουν και που διαρκώς αγωνίζονται να τα τιθασεύσουν. Είναι σμιλεμένα, όμως, με ισχυρή θέληση για επιβίωση, για αγώνες και με ασίγαστη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο για τα ίδια αλλά και για τον τόπο τους.
  8. Τι θα θέλατε να κρατήσουν οι αναγνώστες από το αναγνωστικό τους ταξίδι με Το ζαρκάδι του Ολύμπου;
    Θα ήθελα οι αναγνώστες να δουν τη ροή του 20ού αιώνα μέσα από μια άλλη οπτική, από μια νέα, ρηξικέλευθη, αλλιώς φωτισμένη, κριτική ματιά, που αρκετοί μέχρι τώρα θα τη χαρακτήριζαν λοξή, να αντιληφθούν τις πολλαπλές όψεις, ερμηνείες και πλευρές των ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων ώστε να μπορέσουν να κατανοήσουν καλύτερα, ευρύτερα και με πιο σύνθετο τρόπο το ιστορικό τους παρόν.
  9. Πόσο μεγάλη έρευνα απαιτεί ένα ιστορικό μυθιστόρημα και πόσο σας βοήθησαν σε αυτή οι σπουδές σας στην αρχαιολογία, η μεγάλη σας πορεία στα γράμματα και το πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό σας έργο;
    Παρά την επί χρόνια ενασχόλησή μου με ιστορικές περιόδους της ελληνικής αρχαιότητας, απαιτήθηκε πολύπλευρη και πολύχρονη, πάνω από 2 χρόνια, έρευνα στα γεγονότα του 20ού αιώνα σε δημοσιεύσεις και βιβλία έγκριτων ερευνητών αυτής της ιστορικής περιόδου. Η εμπειρία μου ως αρχαιολόγος και ως ανασκαφέας, κυρίως της Θεσσαλονίκης, αξιοποιήθηκε στην κριτική ματιά της πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης μια ματιά που τρέχει παράλληλα ή και “μπλέκεται” στην πλοκή του βιβλίου.
    10. Κλείνοντας και αφού σας ευχαριστήσουμε, θέλετε να μας μιλήσετε για τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
    Το ζαρκάδι αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Ήδη έχει ξεκινήσει η έρευνα για τα επόμενα δύο μέρη που θα αφορούν και πάλι σε ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, δράσεις και δραστηριότητες των κατοίκων του βορειοελλαδικού χώρου ξεκινώντας, όμως, αυτή τη φορά από τον 18ο αιώνα και φθάνοντας περίπου μέχρι τα μέσα του 20ού. Επειδή όμως η ολοκλήρωσή τους απαιτεί πολυετή και ενδελεχή έρευνα, ίσως στο μεταξύ τελειώσω δύο συντομότερες ημιτελείς αφηγήσεις (χωρίς να χαρακτηρίζω ακόμη το είδος) με θέμα την έμφυλη βία στην πρώτη και τις επιπτώσεις της αλλοίωσης του φυσικού περιβάλλοντός μας στη δεύτερη. Ελπίζω να ευοδοθούν με αυτόν τον τρόπο οι δύο “παραμελημμένες” αφηγήσεις που “περίμεναν” ή “έκαναν χώρο” τα προηγούμενα χρόνια για την ολοκλήρωση της συγγραφής του ζαρκαδιού.
    Επιτρέψτε μου με τη σειρά μου, να σας ευχαριστήσω από καρδιάς για τη δυνατότητα που μου δώσατε να συστήσω “Το ζαρκάδι του Ολύμπου” στους αναγνώστες σας. Εύχομαι ολόψυχα να το απολαύσουν, να αναστοχαστούν μαζί του και να το αγαπήσουν!