Γράφει ο Κώστας Τραχανάς
Βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 1944 στην Αθήνα. Οι Γερμανοί φεύγουν.
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι το Καφενείον Ζαχαράτου το θρυλικό απομεινάρι της παλιάς Αθήνας, το οποίο με πείσμα είχε επιβιώσει από κάθε δίνη της Ιστορίας από το 1895 έως το 1944. Είναι τόπος προσευχής σε κάθε λογής χαρμάνια και παράμενε στο ίδιο ακριβώς σημείο από το μακρινό 1895. Βρίσκεται στην πλατεία Συντάγματος γωνία Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και Σταδίου. Είχε γίνει το πιο πολυσύχνατο στέκι της πόλης. Στις δύο ευρύχωρες σάλες με τους κρυστάλλινους πολυελαίους έχουν παρευρεθεί κάμποσες γενιές Ελλήνων. Πολιτικοί, Δικαστές, Διανοούμενοι, Πρίγκιπες, Μεγαλέμποροι, Καλλιτέχνες, Δημοσιογράφοι. Απλοί βιοπαλαιστές.
Οι δύο άλλοι ήρωες του βιβλίου είναι ο Αριστείδης Τσόκος και η Ευδοξία Τριανταφυλλίδου. Ο Αριστείδης Τσόκος, εβδομήντα δύο χρονών πλέον υπήρξε συμπαθέστατη φιγούρα της Πλατείας Συντάγματος. Ως αρχισερβιτόρος υπήρξε υποδειγματικός εις τον χειρισμό του δίσκου, ευπρεπέστατος και λίαν ευγενής, ένας υπάλληλος που μετουσίωσε σε τέχνη την εκτέλεση της παραγγελίας. Αγάπησε μια γυναίκα και δεν έπαψε ποτέ να την αναζητά στους δρόμους, στις πλατείες, σε αίθουσες κινηματογράφου, στα πάρκα. Είκοσι τρία χρόνια ζει μακριά της, είκοσι τρία χρόνια τη γυρεύει απελπισμένα. Ψάχνει τη γυναίκα που ακόμη τον στοιχειώνει. Αγάπησε σφόδρα μια γυναίκα αλλά δεν της το εξέφρασε ποτέ. Ουδέποτε είχε προβεί σε ρομαντική εξομολόγηση. Και αυτή η γυναίκα αισθανόταν μια συμπάθεια προς τον Αριστείδη αλλά ούτε και αυτή προέβη σε κάποιου είδους ερωτική εξομολόγηση. Δεν ειπώθηκε ποτέ τίποτα ανάμεσά τους. Έζησαν κάπου είκοσι χρόνια ο ένας κοντά στον άλλο αλλά δεν κατάφεραν να ανοίξουν την καρδιά τους. Ποτέ δε μίλησαν τη γλώσσα του έρωτα ενώ κάτι βαθύ ίσως τους συνέδεε. Υπό το πρίσμα της ποίησης εκείνος ο άντρας και εκείνη η γυναίκα είναι δύο αηδόνια που δεν τραγούδησαν ποτέ. Είναι δυο αηδόνια της σιωπής…
Κοιτάζονταν από τις αντικριστές όχθες της έκστασης ενώ ανάμεσά τους κυλούσε ένα ποτάμι γεμάτο δισταγμούς, διλήμματα, φοβίες, αναστολές…
Η Ευδοξία είναι καθαρίστρια στο καφενείο του Ζαχαράτου. Από το 1900 που έπιασε δουλειά στο καφενείο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον Αριστείδη Τσόκο, ο οποίος από το 1921 χάθηκε από τη ζωή της. Κι αυτός ο άτυχος έρωτας της μαράζωσε την καρδιά. Η Ευδοξία ζει μόνη σε ένα σπίτι στη Γλυφάδα κοντά σε επτά πεύκα είναι εξήντα πέντε ετών και κάνει παρέα με μια γειτόνισσα την κυρία Φρόσω την γυναίκα με τα θλιμμένα μάτια, της οποίας διαβάζει ερωτικά μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η Ευδοξία θέλει απόψε να τολμήσει να γράψει ένα γράμμα, μετά από τόσα χρόνια στον Αριστείδη Τσόκο, τώρα που φύγαν οι Γερμανοί και έφυγε το σκοτάδι. Δεν έχει χάσει την ελπίδα και τα όνειρά της. Για όλα υπάρχει λύτρωση. Θέλει να γράψει σε αυτόν ένα γράμμα και να του εξομολογηθεί για όλα, μετά από είκοσι τρία χρόνια…
Αφού συνέβη το θαύμα και έφυγαν οι Γερμανοί, γιατί να μη συμβούν όλα τα θαύματα του κόσμου;
Απόψε ο περισσότερος κόσμος μπορεί να πιστέψει στα θαύματα.
Απόψε συμβαίνουν όντως κάποια θαύματα.
Η πείνα που τρυπάει το στομάχι αντέχεται λίγο καλύτερα.
Οι ποιητές γεννούν στίχους
Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν μονόλογους στα πεζοδρόμια.
Οι ερωτευμένοι αγκαλιάζονται.
Τα παιδιά κοιμούνται γαλήνια.
Κάποιοι ονειρεύονται την Ελλάδα ενωμένη και αδιαίρετη.
Και την ίδια ώρα, σε ένα απόμερο παραθαλάσσιο μέρος, μια γυναίκα γράφει στον άντρα που αγάπησε και δεν ξέχασε ποτέ…
«Αγαπημένε μου κύριε Αριστείδη,
Δεν ξέρω αν με θυμάστε. Είμαι η Ευδοξία Τριανταφυλλίδου. Η καθαρίστρια που εργαζόταν κάποτε μαζί σας στο Καφενείον Ζαχαράτου.
Τρέφω μια αμυδρά ελπίδα ότι ίσως και να με θυμάστε. Εγώ πάντως δε σας έβγαλα ποτέ από το μυαλό μου όλα αυτά τα χρόνια και ειλικρινώς εύχομαι να έχετε την υγεία σας και να παραμένετε ακμαίος παρότι ζούμε σε ζοφερούς καιρούς…
Κύριε Αριστείδη, αν κατάφερα να επιβιώσω στον απάνθρωπο αυτόν κόσμο είναι επειδή δεν έπαψα ποτέ να σας σκέφτομαι. Η αγάπη είναι παράξενο πράγμα μερικές φορές είναι το μόνο καταφύγιο όπου…
Σε ένα σημείο ποιο κάτω τον προέτρεπε να την επισκεφτεί, «θα μπορούσατε να μείνετε για λίγες ώρες, θα μπορούσατε να μείνετε για λίγες μέρες, θα μπορούσατε να μείνετε για πάντα…
Θα τον περιμένει κάθε απόγευμα στο σπίτι που έχει μπροστά επτά πεύκα, στη Γλυφάδα.
Επιτέλους έπρεπε να του μιλήσει με απόλυτη ειλικρίνεια.
…θα μπορούσατε να μείνετε για πάντα.
Τη χρωστούσε στον εαυτό της αυτή την κραυγή.
Και την αποτύπωσε στο χαρτί δίχως λογοκρισία.
Και ποιο κάτω του έγραφε δεκάξι τρομερές λέξεις…»
Μια τρομερή κατάρα τους είχε κρατήσει χώρια επί τόσους χειμώνες και τόσα καλοκαίρια δυσβάσταχτου σιωπηλού έρωτα…
Ένας καταδικασμένος έρωτας…
Νωρίς το πρωί η Ευδοκία εσώκλεισε το γράμμα στον φάκελο κι έγραψε μπροστά: Προς κύριον Αριστείδην Τσόκον, Καφενείον Ζαχαράτου, Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και Σταδίου, Αθήναι. Το πήγε στην Ταχυδρομική Υπηρεσία Γλυφάδος.
«Πότε θα φθάσει στο κέντρο της Αθήνας;» ρώτησε τον υπάλληλον.
-«Άγνωστο», αποκρίθηκε. «Θα κάνετε υπομονή».
Τέτοια ταραχή είχε η Ευδοξία ούτε τον έβλεπε να σερβίρει καφέδες του κάθε πρωί.
Ξάφνου η Γλυφάδα έλαμπε, ο φθινοπωρινός ήλιος έλουζε με φως την ακτογραμμή, τα δέντρα της πλατείας θρόιζαν στο απαλό αεράκι, ο καταγάλανος ουρανός έσμιγε με τη θάλασσα στο βάθος. Και αυτή ετών εξήντα πέντε, ζαλισμένη και μουδιασμένη σαν κοριτσόπουλο, περπατούσε νιώθοντας ότι τα πόδια της δεν άγγιζαν τη γη.
Ήταν εξήντα πέντε ετών.
Ήταν ζωντανή μετά την Κατοχή των Γερμανών.
Και ήταν ακόμα ερωτευμένη με τον Αριστείδη Τσόκο.
Ήταν 3 Νοεμβρίου 1944, δεν ήξερε τι θα της αποφέρει η υπομονή που της σύστησε ο ταχυδρομικός υπάλληλος. Μάλλον τίποτα. Το πιθανότερο τίποτα.
Ήξερε όμως ότι η αισιοδοξία δεν είναι άσχημο πράγμα.
Κι αυτό αρκούσε.
Αν και φύγανε οι Γερμανοί ο θάνατος εξακολουθούσε να βρίσκεται παντού, η εποχή δείχνει να ευνοεί τις ιστορίες βίας και όχι τις ιστορίες αγάπης. Η Ελλάδα έχει χωριστεί για τα καλά σε στρατόπεδα, είναι οι κομμουνιστές, είναι οι δεξιοί, είναι οι αντάρτες, είναι οι αστοί πολιτικοί, είναι τα Εγγλεζάκια, είναι οι αμετανόητοι φασίστες. Ένα ψηφιδωτό χάους και μισαλλοδοξίας. Και κάπου μέσα σε όλα εκείνος. Ένας γέρος που συνεχίζει να σερβίρει, ελπίζοντας ότι θα ξαναδεί τη γυναίκα που ερωτεύτηκε κάποτε. Είναι Νοέμβρης του 1944 και δεν τα έχει παρατήσει ακόμη. Στο Καφενείον Ζαχαράτου τη γνώρισε το 1900. Εκεί την ερωτεύτηκε. Εκεί έμεινε για πάντα καταδικασμένος στη σιωπή. Το ίδιο και μια γριούλα εξήντα πέντε ετών είναι ακόμη ερωτευμένη δεν παραιτείται από τα όνειρά της και στέλνει μετά από 23 χρόνια, ένα ερωτικό γράμμα στον αγαπημένο της, σε αυτούς τους δίσεκτους καιρούς. Η Ευδοξία παίρνει δύναμη από τα όνειρά της και την υπομονή της. Αδημονεί να σκοτεινιάσει για να ανεβεί το μονοπάτι και να σταθεί μπροστά από τα πεύκα περιμένοντας να φανεί το απογευματινό λεωφορείο. Και ψελλίζει στον εαυτό της. Γιατί όχι; Γιατί να μην γίνονται και θαύματα που μοιάζουν με τα ερωτικά μυθιστορήματα που διαβάζει στην κυρία Φρόσω, με το θλιμμένο βλέμμα; Ποιος λέει ότι η ζωή δεν κρύβει υπέροχες ανατροπές;
Οι αλύτρωτοι έρωτες δεν λυτρώνονται.
Οι αγάπες χρειάζονται και τύχη, και τύχη δεν είχανε ποτέ οι δυο τους.
Μετά από δυόμισι μήνες, λόγω των Δεκεμβριανών, το γράμμα φτάνει στον κύριο Αριστείδη. Το διαβάζει με ιερή ευλάβεια, το διαβάζει σαν να είναι το ευαγγέλιο της ζωής του. Σαν να αφηγείται ένα παραμύθι γεμάτο χρώματα. Σαν να εξιστορεί τη μοίρα δύο αηδονιών που δεν έπαψαν να ονειρεύονται σε πείσμα της λογικής. Το διαβάζει, και δεκάδες ηλιοτρόπια κατακλύζουν το πνιγηρό σαλονάκι του. Ηλιοτρόπια εναντίον θύελλας. Εναντίον ολέθρου, βίας, πολέμου και σκοτεινιάς.
Ολοκληρώνει την ανάγνωση έχοντας παραλείψει τις δεκάξι λέξεις, όπως επίσης και κείνη τη φράση, «θα μπορούσατε να μείνετε για πάντα» .
Ο Αριστείδης κλαίει. Κλαίει βουβά. Για τη δικαίωση αυτής της αγάπης που κάποτε έμεινε ανεκπλήρωτη. Για τον αξεδίψαστο έρωτα που κράτησε σαράντα τέσσερα χρόνια. Για το ότι είναι 1944 και συμβαίνουν ακόμη θαύματα στον κόσμο…
Ο Αριστείδης ζητάει άδεια από τη δουλειά του. Βγάζει εισιτήριο για τη Γλυφάδα. Θα φτιάξει τη βαλίτσα του.
Θα πάει να συναντήσει το αηδόνι του.
Το δράμα της χώρας υψώνει ένα καινούργιο βουνό στο δράμα της ζωής τους.
Όλα τριγύρω διαλύονται, καταρρέουν…
Θα μπορέσει να βρει την Ευδοξία μέσα στην θύελλα των αδελφοκτόνων μαχών, που μαίνονται σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας, αυτόν τον Δεκέμβριο του 1944;
Ήταν ένας έρωτας για τον οποίο θα άξιζε κάποιος να παίξει κορόνα γράμματα τη ζωή του;
Μέχρι πού θα έφτανε ένας άντρας για να ξαναβρεί τη γυναίκα της ζωής του; Ανάμεσα από πόσες σφαίρες θα μπορούσε να περάσει, πόσους φλογισμένους δρόμους θα τολμούσε να διαβεί;
Ο έρωτας είναι πυρκαγιά που καίει τα στήθη;
Ποιο είναι το μυστικό που κρύβει ο Αριστείδης;
Στις υποθέσεις της καρδιάς το τελευταίο που μετράει είναι η ψυχρή λογική;
Θα νικήσει ο έρωτας; Θα νικήσει η ζωή;
Ο Στέφανος Δάνδολος επιστρέφει μ’ ένα άρτιο, πλούσιο σε συναισθήματα, εικόνες και ανατροπές μυθιστόρημα που ακροβατεί ανάμεσα στο ιστορικό και στο ρομαντικό είδος και καταγράφει με ακρίβεια, αντικειμενικότητα και ρεαλισμό τις απάνθρωπες συνθήκες που αμαύρωσαν τη χαρά και την ευεξία της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς ύστερα από 1264 μέρες σκλαβιάς.
Η λογοτεχνική δεινότητα του Στέφανου Δάνδολου όχι μόνο αιχμαλωτίζει αλλά και μαγεύει τους αναγνώστες με μια αφήγηση που ρέει απρόσκοπτα παρέχοντας πληθώρα ιστορικών γνώσεων χωρίς να κατακλύζει το κοινό. Ο συγγραφέας μεταδίδει αριστοτεχνικά πληροφορίες συναισθήματα και εμπειρίες, αφήνοντας βαθύ αντίκτυπο στο αναγνωστικό κοινό.
Η γραφή του παρουσιάζει ένα συναρπαστικό μείγμα διαυγούς ανάλυσης και ζωντανών λεπτομερειών.
Μια ιστορία για την αξία της αθωότητας που είναι ένα φως μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Οι πιο σπουδαίες ιστορίες τελικά είναι οι ζωές των απλών καθημερινών ανθρώπων.
Έρωτες βιωμένοι έρωτες που ποτέ δεν ευόδωσαν, πάθη, αγάπες, κλάματα, όνειρα…
Ο έρωτας σε βρίσκει δεν τον διαλέγεις.
Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας μέσα στη φλεγόμενη Αθήνα.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που υμνεί τον έρωτα και τη δύναμή του, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές μας, λειτουργώντας σαν φάρος μέσα στα σκοτάδια μας.
Μια σειρά από συναντήσεις κι αποχωρισμούς είναι η ζωή.
Διαβάστε το θα σας συγκινήσει.
Ο Στέφανος Δάνδολος γεννήθηκε το 1970. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία το 1996. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Μπότση, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Χαρακτηρίστηκε από τον Παύλο Μάτεσι «ο σπουδαιότερος συγγραφέας της γενιάς του» και το 2008 συμπεριλήφθηκε στην Παγκόσμια Ανθολογία Νέων Συγγραφέων, με αφορμή το Young Writers World Festival, που πραγματοποιήθηκε στη Νότια Κορέα. Έχει μεταφραστεί με επιτυχία στα ιταλικά (Νέρων – Εγώ, ένας θεός) και στα τουρκικά (Η χορεύτρια του διαβόλου, Εκδόσεις Ψυχογιός). Το μπεστ σέλερ ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ (Εκ δόσεις Ψυχογιός) τιμήθηκε με το Βραβείο Κοινού Public 2018 για το Καλύτερο Ελληνικό Μυθιστόρημα της χρονιάς, το Ειδικό Βραβείο Ενηλίκων των Βιβλιοπωλείων Public 2018, το Βραβείο Κοινού ATHENS VOICE CHOICE 2017, ενώ μεταφέρθηκε στο θέατρο τις σεζόν 2019 21, σε μια παράσταση-φαινόμενο, η οποία σημείωσε αλλεπάλληλα sold out και τιμήθηκε σε τέσσερις κατηγορίες στα θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης. Το μπεστ σέλερ ΦΛΟΓΑ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΣ (Εκδόσεις Ψυχογιός) μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και προβλήθηκε από την ΕΡΤ ως σειρά δώδεκα επεισοδίων το 2022. Το ιστορικό μυθιστόρημα «Η δίκη που άλλαξε τον κόσμο» (Εκδόσεις Ψυχογιός) τιμήθηκε με το Βραβείο Κοινού ATHENS VOICE CHOICE 2021 για το Καλύτερο Ελληνικό Μυθιστόρημα της χρονιάς. «Τα αηδόνια της σιωπής» είναι το δέκατο τέταρτο βιβλίο του.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.