Συγγραφέας του βιβλίου «Έχω λόγο» – Εκδόσεις «Πηγή»


Ένα ημερολόγιο γραμμένο με λόγια ψυχής που αγγίζουν τον αναγνώστη, δυο κοινωνικές πραγματικότητες που δεν μπορούμε πλέον ούτε να τις αγνοούμε ούτε να τις ξορκίζουμε και πολλά μηνύματα, προκύπτουν από τη βαθιά εξομολόγηση μιας γυναίκας που διεκδικεί τη ζωή και την ευτυχία, στο βιβλίο της Χριστίνας Κυριακίδου. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας, η πρωταγωνίστριά της μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε, πως με την ευτυχία και την ατυχία δε δίνουμε ραντεβού: «Η Νόρα με την ιστορία της είναι σαν να υπογράφει ένα αυτοβιογραφικό σύμφωνο με τον αναγνώστη δίνοντάς του την πρόκληση να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με τις δικές του προσωπικές αγωνίες». Πιστεύω πως η Χριστίνα «Έχει λόγο» να γνωρίζει πως εμείς, οι γυναίκες κυρίως αναγνώστριες, λάβαμε τα μηνύματα ουσίας της ηρωίδας της.

Είναι μερικά βιβλία που αγγίζουν πολύ τις ευαίσθητες χορδές των αναγνωστών και οι πρωταγωνιστές τους γίνονται φίλοι μας, αδέρφια μας ή πρότυπά μας. Γίνονται οι δικοί μας άνθρωποι. Πιστεύετε πως η Νόρα, η ηρωίδα σας, θα καταφέρει να μιλήσει στην ψυχή μας;
Η Νόρα μέσα από το ημερολόγιό της επέλεξε να μοιραστεί ό,τι πιο προσωπικό και ακριβό είχε, την ψυχή της, κι αυτό από μόνο του συνιστά απευθείας διάλογο με την ψυχή του αναγνώστη.

Μονογονεϊκότητα και μάχη με τον καρκίνο. Δύο σοβαρά κεφάλαια που απασχολούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη ζωή μας, τη σκέψη μας, τους φόβους και τις ανασφάλειές μας. Είχατε… λόγο για να επιχειρήσετε το πρώτο συγγραφικό σας βήμα με δυο τόσο σοβαρά κοινωνικά θέματα;
Κάθε δημιουργία έχει αναπόφευκτα τις δικές της μικρές ή μεγάλες αυτοβιογραφικές καταβολές. Είναι, θα λέγαμε, ένα σωματίδιο φορτισμένο με μνήμες, ακούσματα, ερεθίσματα και βιώματα του δημιουργού του, που άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο διακριτικά φανερώνονται. Ανεξάρτητα, όμως, από τις λίγες ή πολλές βιωματικές αλήθειες που εξιστορούνται, είναι αλήθεια ότι με την ιστορία της Νόρας ήθελα να αναδείξω τις δύο αυτές σύγχρονες κοινωνικές πραγματικότητες, που εκπροσωπούνται σαν συνθήκη στη ζωή της ηρωίδας και τις οποίες, ακριβώς λόγω της έντασης και της συχνότητάς τους, δεν μπορούμε πλέον ούτε να τις αγνοούμε ούτε να τις ξορκίζουμε.

Ίσως πολλές από εμάς αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπό της Νόρας. Πόσο πονέσατε γράφοντας γι’ αυτήν την τόσο δυνατή γυναίκα;
Είναι γεγονός ότι η ιστορία της Νόρας σε όλη της τη σύνθεση μέχρι την τελική της ολοκλήρωση κρατούσε τα συναισθήματά μου σε διαρκή ένταση και εγρήγορση. Επειδή ωστόσο στόχος μου δεν ήταν ούτε να ηρωοποιήσω ούτε όμως και να θυματοποιήσω τη Νόρα, η συγκίνηση σχεδόν ακαριαία μεταλλασσόταν σε θαυμασμό και ο θαυμασμός σε συγκίνηση για την ηρωίδα μου. Ο πόνος εξάλλου είναι ένα δυναμογόνο συναίσθημα, αν καταφέρουμε να αποστασιοποιηθούμε από την αφορμή που τον προκαλεί, και η Νόρα κατάφερε να με παρασύρει σ’ αυτήν την ανατροπή.

«Ένας εσωτερικός µονόλογος σε ανοιχτή ακρόαση, ένας λόγος που είχε τον λόγο του να ακουστεί µέσα από την προσωπική γραφή της Νόρας…». Τι θέλετε να κρατήσουμε από αυτήν την κατάθεση ψυχής της πρωταγωνίστριάς σας;
Κάθε αναγνώστης κρατάει από ένα βιβλίο αυτό που του ταιριάζει, αυτό που τον εκφράζει και που έχει ανάγκη να συγκρατήσει, αυτό που τη δεδομένη στιγμή της ανάγνωσής του καλύπτει πιθανά συναισθηματικά κενά του. Αυτό που ωστόσο η εξομολόγηση της Νόρας μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε, είναι ότι με την ευτυχία και την ατυχία δε δίνουμε ραντεβού. Η ίδια η ζωή φροντίζει να μας κρατά σε μία ετοιμότητα ξυπνώντας μας συχνά απότομα από τον λήθαργο του εφησυχασμού και της αλαζονείας ότι θα είμαστε εσαεί ανέγγιχτοι από τη δυσκολία και την ατυχία.

Αν και η Νόρα σας μπορεί να είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας, φαίνεται πως είναι υπαρκτό πρόσωπο. Πώς με κάποιον τρόπο αυτή η γυναίκα επέλεξε εσάς για να γίνετε η φωνή της. Είναι έτσι;
Η ιστορία της Νόρας θα μπορούσε να είναι μία πολυφωνική ορχήστρα με πολλές ξεχωριστές μονωδούς. Από αυτήν την άποψη, πράγματι, κι εγώ κι εσείς και κάθε σύγχρονη γυναίκα που διεκδικεί με αξιώσεις τη ζωή, θα μπορούσε να είναι μία από αυτές τις μονωδούς πλαισιώνοντας με τη φωνή της σημεία των σκέψεων της Νόρας.

Από πού θα μπορούσε να αντλήσει δύναμη και ελπίδα μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο; Να ισορροπήσει ανάμεσα στην απόγνωση και την ελπίδα; Τι μας διδάσκει η Νόρα;
Η μόνη πηγή δύναμης και ενθάρρυνσης κάθε μάνας είναι το παιδί της. Πόσο μάλλον όταν μόνη της το μεγαλώνει. Η Νόρα είχε λόγο… Κι αυτός ήταν η Έλλη. Ήταν το «εκ των ων ουκ άνευ» της ζωής της. «Μια γροθιά οι δυο τους αδιάρρηκτη» όπως έγραφε. Η αναμέτρηση με τον θάνατο ήταν σίγουρα μια σοκαριστική συνθήκη για τη Νόρα, όμως δεν υπήρχε δίλημμα για την ίδια ανάμεσα στη διεκδίκηση και την παραίτηση από τη ζωή. Όπως έγραφε εξάλλου «η ατυχία και οι αρνητικές συμπτώσεις είναι το πιο εύκολο άλλοθι της παραίτησης.» Κάθε δοκιμασία που μας βρίσκει αναπάντεχα, μας απορυθμίζει και ασυναίσθητα προσπαθούμε να αντλήσουμε άμυνες από τις σταθερές που έχουμε στη ζωή μας. Και το παιδί για μία μάνα είναι η βασικότερη σταθερά και το σημαντικότερο κίνητρο, για να προσπαθεί να αντιπαρέρχεται κάθε μικρή ή μεγάλη δυσκολία.

Το χαμόγελο της μονάκριβης κόρης της, της Έλλης, αλλά και η στήριξη από τον Αντώνη θα κάνουν την Νόρα να ζήσει κάποιες στιγμές ευτυχίας και γαλήνης. Οι αναγνώστες θα κληθούν μέσα από το βιβλίο να μάθουν αν η ηρωίδα σας νίκησε τον καρκίνο ή νικήθηκε από εκείνον. Δώστε μας μια μικρή γεύση από τη καταγραφή σκέψεων σ’ αυτό το ημερολόγιο…
Το ημερολόγιο της Νόρας αποκαλύπτει τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας, όταν αυτή διέρχεται μία κρίση. Γι’ αυτό, αν θα μπορούσαν τα συναισθήματά της να αποτυπωθούν σε ένα διάγραμμα, αυτό σίγουρα θα ήταν γεμάτο τεθλασμένες γραμμές. Έτσι εξάλλου είναι η ανθρώπινη ψυχολογία∙ άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό πρόσημο. Ενδεικτικά λοιπόν, η Νόρα, συναισθηματικά πληγωμένη μια μέρα, έγραφε «Το ακριβότερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε σε κάποιον είναι η εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό μας στοιχίζει, όταν πάει χαμένη». Ενώ πιο κάτω διαβάζουμε «Την αξία του σήμερα καμία προσδοκία του αύριο δεν μπορεί να ισοφαρίσει». Κάπου αλλού πάλι σημείωνε «Πεθαίνω από ακατάσχετη λύπη σήμερα. Χρειάζομαι επειγόντως φιάλες χαράς. Διαφορετικά δεν προφταίνω να βγάλω τις γιορτές». Τέλος, όταν ήρθε αντιμέτωπη με την αρρώστια της έγραφε «Φοβάμαι. Δε θέλω να φύγω τώρα που ανταμώθηκα ξανά με τη χαρά».

«Ένας λόγος αφορµή για προσωπική ενδοσκόπηση και συναισθηματική ανασύνταξη», σημειώνετε. Ίσως αυτός είναι και ο πραγματικός ρόλος αυτής της ιστορίας. Πέρασε όμως στους αναγνώστες; Υπάρχουν κάποιοι ή κάποιες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν διαβάζοντας το βιβλίο σας;
Η Νόρα με την ιστορία της είναι σαν να υπογράφει ένα αυτοβιογραφικό σύμφωνο με τον αναγνώστη δίνοντάς του την πρόκληση να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με τις δικές του προσωπικές αγωνίες, φόβους, απορίες και ανομολόγητες συναισθηματικές εκκρεμότητες. Με την ιστορία της Νόρας δεν ήθελα να προκαλέσω τη συμβατική τέρψη του αναγνώστη, αλλά την ενσυναίσθηση και τον προβληματισμό του. Είναι, ωστόσο, πολύ νωρίς, μόλις τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, για να μπορώ να μιλήσω για το επίπεδο της «συναισθηματικής αποτελεσματικότητας» που έχει πετύχει. Αυτό μόνο ο χρόνος θα το φανερώσει. Χαίρομαι ωστόσο που οι αναγνώστες του μου εξομολογούνται ότι επιστρέφουν και ξαναεπιστρέφουν στις σελίδες του με σημειώσεις και υπογραμμίσεις, προκειμένου να ξαναδιαβάσουν και να προσπαθήσουν να διεισδύσουν στις σκέψεις της Νόρας. Αυτό για μένα έχει σίγουρα τη σημασία του και την αξία του.

Υπάρχει κάποιο σημείο στο μυθιστόρημά σας που γράφοντάς το λυγίσατε. Κλάψατε με κάποια σκέψη της Νόρας καθώς έβλεπε το τέλος της να πλησιάζει;
Η αλήθεια είναι ότι η εξιστόρηση της ιστορίας της Νόρας μέσα από τα γραπτά της με έκανε αναπόφευκτα κοινωνό των σκέψεων και των βιωμάτων της. Ο φόβος της γινόταν φόβος μου, η ελπίδα της ελπίδα μου, ο πόνος της πόνος μου. Είναι ένα κείμενο όπου ο αναγνώστης χρειάζεται τις ανάσες του, τα διαλείμματά του από τη συγκίνηση. Κάποια στιγμή η Νόρα σε μία από τις τακτικές επισκέψεις της στον γιατρό, στο εκκλησάκι του Ιατρικού Κέντρου, είδε ασθενείς και συνοδούς να προσεύχονται, εναποθέτοντας πλέον την ελπίδα τους στον Θεό κι εκείνη συγκλονισμένη από την εικόνα, γυρνώντας στο σπίτι, έγραψε στο ημερολόγιό της «πόσων το βάρος να αντέξει η τελευταία ελπίδα…». Νιώθω προσωπικά ότι σ’ αυτό το σημείο συμπυκνώνεται όλη η συγκίνηση της απόγνωσης που προκαλεί η φρίκη του θανάτου.

Φθάνοντας στον επίλογο του βιβλίου σας ο αναγνώστης με τι συναισθήματα έρχεται αντιμέτωπος; Πιστεύετε ότι θα συνεχίσει να σκέπτεται την Νόρα σας;
Θα έλεγα πως κάθε τραγική ιστορία μας φέρνει ασυναίσθητα αντιμέτωπους με τον «έλεον και τον φόβον» κατά τον Αριστοτέλη. Η ιστορία της Νόρας, όπως απεικονίζεται εικονοπλαστικά και στο εξώφυλλο του βιβλίου, είναι ένα σκιερό μονοπάτι που οδηγεί όμως στο ξέφωτο της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Ο αναγνώστης διαβάζοντας την ιστορία της, διέρχεται το αντίστοιχο μονοπάτι των συναισθημάτων και πιστεύω ότι κλείνοντας το βιβλίο νιώθει πως ένας άνθρωπος του εμπιστεύτηκε την ιστορία του μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο, γι’ αυτό και δύσκολα να την ξεχάσει. Η Νόρα θα παραμείνει στη σκέψη του ως πρόσωπο αναφοράς των προβληματισμών και των συγκινήσεων που του γέννησε η ανάγνωση της ιστορίας της.

Διαβάζοντας το βιογραφικό σας παρατήρησα πως ξεκινήσατε τα πρώτα σας επαγγελματικά βήματα ως υπεύθυνη διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε αλλοεθνείς. Μιλήστε μας γι’ αυτήν την εμπειρία.
Ήταν μία εμπειρία ξεχωριστή που μου επιβεβαίωσε ότι ένας άνθρωπος που έχει δίψα για γνώση δεν ξεδιψάει ποτέ. Οι μαθητές μου τότε, το 2002, ήταν όλοι άνθρωποι φιλομαθείς που λάτρεψαν την Ελλάδα και θέλησαν να τη ζήσουν και να την κατανοήσουν. Τα μαθήματα ελληνομάθειας είναι για έναν φιλόλογο η ωραιότερη πρόκληση. Σε μία γλώσσα που κάθε λέξη παραπέμπει στην ελληνική κουλτούρα και τον πολιτισμό μας, η διδασκαλία των ελληνικών σε αλλοεθνείς ήταν για μένα το πιο απαιτητικό αλλά συγχρόνως και το πιο συναρπαστικό project της καριέρας μου. Και χαίρομαι ειλικρινά, που ακόμη και σήμερα, είκοσι περίπου χρόνια μετά, οι μαθητές μου δε χάνουν την ευκαιρία με κάθε αφορμή να αποδίδουν στη συνεργασία μας τη γνώση και την εμβάθυνσή τους στον πλούτο της γλώσσας μας. Και αυτό με τιμά πραγματικά.

Ασχοληθήκατε, επίσης, συστηματικά με τη φιλολογική επιμέλεια λογοτεχνικών κειμένων. Πάντα αναρωτιόμουν αν ένας επιμελητής μπορεί να διορθώσει και γενικά να επιμεληθεί τα δικά του γραπτά. Μπορεί;
Νομίζω ότι δεν υπάρχει ιδανικότερη συνθήκη.

Σκέφτεστε να συνεχίσετε την πορεία σας στο συγγραφικό χώρο;
Η μία φορά ποτέ δεν είναι αρκετή, για να γνωρίσεις και να μετοικήσεις σ’ έναν νέο τόπο. Και ο συγγραφικός τόπος για έναν νέο συγγραφέα είναι όπως για έναν εξερευνητή μία άγνωστη χώρα. Ένα ταξίδι ποτέ δεν είναι αρκετό για να τον μάθεις και να σε μάθει.
Σας ευχαριστώ.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

[…Και να που η ώρα αυτή έφτασε. Μια ώρα, που ποτέ να µην ερχόταν. Κείµενα, που ποτέ να µη µε αξίωνε ο Θεός να διάβαζα, αν επρόκειτο να την έχανα. Σκέψεις της, που σαν διαθήκη καλούµαι τώρα να δημοσιεύσω κατά παραγγελία της.]
Η ιδιότυπη δημοσίευση του ημερολογίου της Νόρας φέρνει στο φως τους κλυδωνισμούς της ψυχής και της σκέψης µιας νέας γυναίκας που μεγαλώνει µόνη το παιδί της, παλεύοντας να ισορροπήσει ανάµεσα στη δυσκολία και την αγωνία, την απόγνωση και την ελπίδα, τη λογική και το συναίσθηµα, τη ζωή και τον θάνατο.
Μία εξομολόγηση-οδοιπορικό στον κόσµο των ιδεών και των συναισθημάτων µιας γυναίκας που διεκδίκησε τη ζωή και πρόλαβε να γευτεί τη χαρά της µέσα από τη μητρότητα και την καταξίωση, αντιμαχόμενη τις δοκιμασίες της τύχης, που σαν αντίζηλος των αντοχών της επίµονα την προκαλούσαν.
Ένας εσωτερικός µονόλογος σε ανοιχτή ακρόαση, ένας λόγος που είχε τον λόγο του να ακουστεί µέσα από την προσωπική γραφή της Νόρας.
Ένας λόγος αφορµή για προσωπική ενδοσκόπηση και συναισθηματική ανασύνταξη.

Η Χριστίνα Κυριακίδου είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Γεννήθηκε το 1979 στην Καβάλα, απ’ όπου και ξεκίνησε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα ως υπεύθυνη διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε αλλοεθνείς.

Λάτρης της ελληνικής γλώσσας, ασχολήθηκε συστηματικά με τη φιλολογική επιμέλεια λογοτεχνικών κειμένων, υπήρξε για πολλά χρόνια ειδική σύμβουλος Παιδείας και Πολιτισμού του Δήμου Καβάλας, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν, συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ως ιστορικός – ερευνητής, αναπτύσσοντας παράλληλα συνεργασίες και με άλλους φορείς σε επίπεδο εκπαιδευτικών προγραμμάτων και έρευνας.

Σήμερα, ύστερα από ολιγόχρονη απουσία στη Θεσσαλονίκη λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, επέστρεψε στη γενέτειρά της, όπου και εργάζεται ως δικαστική υπάλληλος.

Το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα με τίτλο «Έχω λόγο» συνιστά για την ίδια την εκτόνωση της συσσωρευμένης ανάγκης της για μια ελεύθερη κατάδυση στα απύθμενα βάθη του νου και της ψυχής.