Συγγραφέας του βιβλίου Μονόκλινο σε μπουάτ – Εκδόσεις Agrafina

Ένα στενάχωρο βιβλίο με δύσκολα προσωπικά βιώματα και “δαίμονες” έγραψε χωρίς να κρυφτεί πίσω από τις λέξεις, η δημοσιογράφος Όλγα Στέφου. Ένα βιβλίο που μας προβληματίζει, μας θυμώνει, μας κάνει να σκεφτόμαστε τις πραγματικές αξίες της ζωής αλλά και μας προσκαλεί να την επισκεφθούμε σ’ ένα Μονόκλινο σε μπουάτ και να την συνοδεύσουμε σ’ ένα ταξίδι στην Καζαμπλάνκα. Όχι, δεν καταλάβαμε σωστά… Ούτε η μπουάτ ούτε και η Καζαμπλάνκα είναι αυτό που νομίζουμε. Για την ακρίβεια αυτές οι δυο παραπλανητικές λέξεις που επέλεξε, μας βάζουν στα βαθιά της κατάθλιψης και της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Ήθελε ψυχή αυτό το συγγραφικό εγχείρημα και η συγγραφέας απέδειξε πως την έχει για να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της. Όπως λέει στο Vivio-life «Αυτό το βιβλίο λέει τρεις ιστορίες: την κακοποίηση, τα νοσοκομεία και τη σχέση με τη μαμά. Συνήθως οι άνθρωποι δεν προτιμάμε ούτε να μιλάμε, ούτε να διαβάζουμε στενάχωρα πράγματα. Ούτε να τα γράφουμε, στην πραγματικότητα, αν κι αυτό το τελευταίο είναι συχνά ανάγκη».

  • Λέω κι εγώ να κλείσω απόψε ένα Μονόκλινο σε μπουάτ. Μάλλον θα με αποτρέψετε όμως… Γι αυτό, ας ξεκινήσουμε τη συνομιλία μας μ’ αυτό ακριβώς: Την μπουάτ που μας παραπλανεί στον τίτλο.
    Η Μπουάτ είναι η κατάθλιψη -κλινική, υποτροπιάζουσα κατάθλιψη, για την ακρίβεια. Έτσι την ονόμασα την κατάθλιψή μου: ξεκινάει «μαλακά», όπως ξεκινά ένα πρόγραμμα στις μπουάτ. Μετά σε βυθίζει σε πιο σκοτεινούς στίχους και μετά συνέρχεσαι -είναι το σημείο που κλείνει το πρόγραμμα στις μπουάτ και συνήθως είναι με αντάρτικα. Κι «η ζωή τραβάει την ανηφόρα» της ξανά. Η κατάθλιψη είναι μια πολύ μοναχική υπόθεση, είναι πολύ δύσκολο να την εξηγήσεις στους άλλους και ακόμη πιο δύσκολο να την κατανοήσουν. Οπότε, την περνάς σε ένα μονόκλινο.
  • Καζαμπλάνκα. Να, μια ακόμη δυνατή αλλά και παραπλανητική λέξη. Γιατί ούτε στο Μαρόκο μας ταξιδεύει το βιβλίο σας ούτε μας προτείνει την υπέροχη ταινία με τους Μπόγκαρτ – Μπέργκμαν…
    Η Καζαμπλάνκα; Είναι η σκλήρυνση κατά πλάκας μου. Πριν κλείσω τα 28 μου χρόνια, ξύπνησα ένα πρωί και δεν μπορούσα να περπατήσω, να κουνήσω το χέρι μου, να δω από το δεξί μου μάτι. Μετά έμαθα ότι τα λευκά μου αιμοσφαίρια θεωρούν τον οργανισμό μου ξένο σώμα και μου επιτίθενται. Κι αργότερα διαπίστωσαν ότι η συγκεκριμένη μορφή σκλήρυνσης είναι εξαιρετικά σπάνια. “Of all the gin joints in all the towns in all the world”. Στην Καζαμπλάνκα η Μπέργκμαν πήγε για να αποθέσει εκεί την τελευταία της στιγμή ανάπαυσης κι έφυγε για να πολεμήσει. Κι εγώ τη μέρα που αρρώστησα, άφησα για πάντα έναν πολύ πιο χαρούμενο εαυτό. Και πήγα να πολεμήσω, κυριολεκτικά τον θάνατο.
  • Πώς είναι αληθινά οι “δαίμονες”; αναρωτιέστε. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο σας αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι πως είστε ο ιδανικός, ίσως, άνθρωπος για να τους περιγράψετε (τους δαίμονες) μέσα από τη συγγραφική σας ματιά και τη δημοσιογραφική σας πένα.
    Σας ευχαριστώ. Δεν ξέρω αν περιγράφω τους δαίμονες, παρά μόνο κάνω μια διαπίστωση: έχουμε ο κάθε άνθρωπος τους δικούς μας δαίμονες. Δε χρειάζεται να είναι ίδιοι, ούτε να μπαίνουν σε σύγκριση. «Τι να πω κι εγώ, ενώ εσύ είσαι στο νοσοκομείο», ας πούμε. Η ψυχή είναι περίεργο ον, τραυματίζεται εύκολα κι έχει και τεράστια αντοχή. Το κάθε τραύμα αξίζει σεβασμό, δεν μπαίνει στο ζύγι. Αυτό είναι οι δαίμονες, ή έτσι πιστεύω.
  • Διαπιστώνουμε και κάτι ακόμη εμείς οι αναγνώστες: Πως έχετε το θάρρος και την μαγκιά να κοιτάξετε στα μάτια τους δαίμονές σας. Υπήρξε στιγμή που κατεβάσατε το βλέμμα σας όταν τους είχατε απέναντί σας;
    Υπήρξαν στιγμές που ένιωσα απόγνωση, τεράστιο φόβο, κούραση. Στιγμές που ήμουν σε άρνηση να συνεχίσω, (που θέλω ακόμη και τώρα να πετάξω τα φάρμακα στην λεκάνη της τουαλέτας). Αλλά το βλέμμα δεν το κατέβασα, όχι. Ή εγώ ή αυτοί ήμασταν στο παιχνίδι και το παιχνίδι ήταν στα Μαρμαρένια Αλώνια. Δεν είχα καμία πρόθεση να χάσω.
  • Κακοποίηση. Βρεθήκατε μπλεγμένη στις αναμνήσεις αυτής της τρομακτικής εμπειρίας που σας σημάδεψε. Ενός πραγματικού δαίμονα! Ποια ήταν τα όπλα σας όταν αποφασίσατε να τον ξορκίσετε;
    Ξέρετε, τα όπλα μου ήταν οι άλλοι. Το περιβάλλον μου, οι γονείς, ο αδερφός κι οι φίλες μου που δεν ρώτησαν ποτέ μα ποτέ αν έφταιγα. Ο άντρας που αγαπούσα με κακοποίησε βίαια, σε σημείο που χτυπούσε το κεφάλι μου στα πλακάκια του μπάνιου και μετά με βίασε. Ο πρώτος άνθρωπος που πήρα τηλέφωνο όταν έφυγα από το κωλόσπιτό του, ήταν ο μπαμπάς μου. Από εκεί και πέρα, με δεδομένο ότι δε μου αμφισβητήθηκε το δίκιο μου, τον ξόρκισα με δυσκολία, ήττες, τελικά με ψυχοθεραπεία και με πάρα πάρα πολύ πόνο. Αλλά με πίστεψαν κι αυτό ήταν το βασικότερο.
  • Πόνος. Και δεν εννοώ τον πόνο της ψυχής. Πόσο έχετε συμφιλιωθεί μαζί του;
    Δεν ξέρω, πονάω ασταμάτητα εδώ και 5,5 χρόνια. Δε θυμάμαι πώς είναι να μην πονάς καθόλου, έστω για ένα δευτερόλεπτο. Μερικές φορές είναι ανυπόφορος, άλλες είναι υποφερτός, αλλά έτσι είναι η ζωή μου. Υποθέτω ότι απλώς προσαρμόστηκα.
  • Συνεχίζετε να βλέπετε την αγάπη «με παπαρούνες, ζωηρές, ζωντανές…» ενώ οι άλλοι την βλέπουν όπως γράφετε «μέσα από το μελανιασμένο μου σώμα»;
    Όχι πια. Εννοώ, εγώ την βλέπω σαν παπαρούνες, αλλά διαπιστώνω -με κόπο και δυσπιστία- ότι δε με αντιλαμβάνονται σα μια γυναίκα κακοποιημένη. Ο φόβος μου ήταν μη θεωρηθώ εύκολο θύμα. Τελικά, ούτε εγώ είμαι θύμα, ούτε οι άλλοι βλέπουν ένα τρομαγμένο ζώο.
  • Πάντως, όσο και αν σφίχτηκε το στομάχι μου στην ανάγνωση, πρέπει να σας ομολογήσω πως όταν έκλεισα το βιβλίο σας, μόνο μια γλυκιά αίσθηση αισιοδοξίας με κυρίευσε. Είναι η δική σας αισιόδοξη ματιά στη ζωή που της κλείνετε το μάτι;
    Χαίρομαι που το νιώσατε. Ήταν η ανάγκη μου να πάνε όλα καλύτερα και να πω «ξέρεις, υπάρχει πολλή δημιουργία και εκατομμύρια πιθανότητες εκεί έξω». Ήμουν στο νοσοκομείο όταν το τελείωσα, με τον ορό στο χέρι. Ήταν περισσότερο ευσεβής πόθος πως δε θα μείνω για πάντα με έναν ορό στο χέρι μου. Το οποίο δεν ισχύει μεν, αλλά ούτε κι απαγορεύει να θέλω να είμαι εκεί όταν θα αλλάζουμε τον κόσμο. Η ζωή μου είναι κάπως διαφορετική, αλλά παραμένω ζωντανή.
  • Το βιβλίο σας είναι βιωματικό και εξομολογητικό. Είναι όμως σε πολλά σημεία του και σκληρό έως και κυνικό. Νιώσατε καλύτερα όταν έφυγε από τα χέρια σας και πέρασε στα δικά μας; Την επιζητούσατε αυτήν την επαφή με τους αναγνώστες σας;
    Ακόμη και σήμερα δε θυμάμαι όλα όσα έχω γράψει, κάθε παρουσίασή μου είναι πολύ άβολη συνθήκη. Δεν περίμενα πως θα μπορούσε να βγει τόση ομορφιά από την επαφή με τους αναγνώστες, λοιπόν. Δεν το περίμενα καθόλου. Τις αγκαλιές, τα κλάματα, τον θείο της Ελένης Τοπαλούδη -αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Γυναίκες που μου είπαν τη δική τους ιστορία. Εγώ που ένιωσα λιγότερο μόνη, πολύ πιο δυνατή. Είναι υπέροχο όλο αυτό, αυτή η αλληλεπίδραση.
  • Λένε πως από κάθε βιβλίο προκύπτουν μηνύματα. Δε θα σας ρωτήσω τα δικά σας γιατί να είστε σίγουρη πως τα εισπράξαμε ένα προς ένα. Θα είχε ενδιαφέρον, όμως, να μας πείτε, γιατί θεωρούσατε γράφοντάς το πως «θα σας χαλάσει τη διάθεση».
    Το «Μονόκλινο σε Μπουάτ» είναι ημερολόγιο που περιγράφει πολύ άσχημα πράγματα. Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να βρεθεί στη θέση μου, καμία γυναίκα ειδικά. Καμία μαμά δεν πρέπει να κρύβει από το παιδί της τα αίματα στα λευκά σεντόνια του νοσοκομείου, για να μη φοβηθεί που άνοιξαν οι πληγές μέσα στη νύχτα. Αυτό το βιβλίο λέει τρεις ιστορίες: την κακοποίηση, τα νοσοκομεία και τη σχέση με τη μαμά. Συνήθως οι άνθρωποι δεν προτιμάμε ούτε να μιλάμε, ούτε να διαβάζουμε στενάχωρα πράγματα. Ούτε να τα γράφουμε, στην πραγματικότητα, αν κι αυτό το τελευταίο είναι συχνά ανάγκη.
  • Αν πεθάνω, φάτε.
    Αν κοιμηθώ, φάτε.
    Αν δε συνέλθω, φάτε.
    Γενικώς, φάτε.
    Πόσο εννοούσατε τα παραπάνω όχι όταν τα γράφατε αλλά όταν τα νιώσατε;

    «Αν πεθάνω, φάτε», ε; Βρέθηκα ξαφνικά να ασχολούνται όλοι μαζί μου. Αυτό δεν ήταν απαραίτητα ευχάριστο. Να κλαίνε, να θυμώνουν. Να έχουν θεωρίες κι εννοώ ιατρικές θεωρίες! Ξέρετε τώρα πώς συμβαίνει με τις απόψεις επί παντός του επιστητού. Με ενοχλούσε η τόση προσοχή, με έκανε να νιώθω αδύναμη αφενός και υπεύθυνη για την στεναχώρια τους, αφετέρου. Το ένιωθα σαν επιπλέον βάρος. Οπότε το εννοούσα απεριόριστα αυτό το «φάτε». «Γενικώς, φάτε». Αφήστε με λιγάκι ήσυχη. Ακόμη κι αν κινδυνεύω να πεθάνω, θέλω να με αφήσετε λιγάκι ήσυχη να συνειδητοποιήσω τα δικά μου συναισθήματα, χωρίς να υπερκαλύπτονται από τα δικά σας. Ξέρω ότι ακούγομαι αχάριστη, αλλά είχα μια διάγνωση σκληρή, ένα σώμα άκαμπτο, μια νόσο που μόνο κέρδιζε και καθόλου χρόνο να ξεσπάσω. Το χρειαζόμουν ένα ξέσπασμα. Τελικά ήρθε πολύ αργότερα, όταν βελτιώθηκε η κατάσταση με την Καζαμπλάνκα. Ξέσπασα με ένα βαρύ καταθλιπτικό επεισόδιο.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Πώς είναι αληθινά οι “δαίμονες”; Μια γυναίκα βρίσκεται μπλεγμένη στις αναμνήσεις της από την κακοποίησή της, το πονεμένο της κορμί και το γραφείο της ψυχιάτρου. Η σχέση της με τον βασανιστή της, ένας έρωτας που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Η μάχη με την κατάθλιψη και με τον υπόλοιπο κόσμο, τα τέρατά της, το σώμα της που επιχειρεί να την σκοτώσει με το ίδιο μίσος που κάποτε προσπάθησε να την σκοτώσει και Εκείνος, μα κυρίως, η μαμά της που την κράτησε ζωντανή. Με χιούμορ και πολλή απόγνωση, αυτό το βιβλίο μας δίνει μία ιστορία που μοιάζει ψεύτικη μόνο και μόνο επειδή είναι απολύτως αληθινή.

Βιογραφικό

H Όλγα Στέφου γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1990 και βρέθηκε στα δεκαοκτώ της στην Αθήνα για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες. Ωστόσο έγινε δημοσιογράφος. Τα πράγματα που αγαπά περισσότερο, είναι να γράφει για όσους κρύβει η κοινωνία και να βλέπει την ΑΕΚ. Ζει στα Εξάρχεια.