«…Τότε εκείνη όρθια μπροστά στον πίνακα, άρχισε να τραβάει αργά προς τα πάνω τη φούστα της. Με κοίταζε αμίλητη με ένα αχνό μυστηριώδες χαμόγελο. Ύστερα φάνηκαν οι μηροί της και μετά οι ζαρτιέρες και η σάρκα της γυμνή κάτω από τις ζαρτιέρες. Δεν φορούσε τίποτα άλλο και το τρίγωνό της ήταν τέλειο, καστανό και σγουρό, και έμεινε έτσι μια στιγμή κλείνοντας τα μάτια για να αφήσει εμένα ανεμπόδιστα να θαυμάσω την ομορφιά της. Μετά άφησε τη φούστα της να πέσει αμέσως. «Το δικό μου είναι Δέλτα Ζωής», είπε . «Την πρώτη νύχτα της καινούργιας Σελήνης θα σε περιμένω στο σπίτι μου…»
Ένα γυμνό γυναικείο κορμί, κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου.
Ένα αιδοίο, το Δέλτα της ζωής, φαίνεται ευδιάκριτα.
Ένα αιδοίο μετουσιώνεται σε τέχνη.
1948. Σε μια πόλη της Πελοποννήσου.
Δύο μαθητές Γυμνασίου, ο Κοσμάς και ο Νίκος, βιώνουν την έντονη αφύπνιση της σεξουαλικότητάς τους.
Το μυαλό των δύο μαθητών είναι στη Γαλλίδα καθηγήτρια, στην πόρνη Αφρικάνα και στις συμμαθήτριες του Γυμνασίου Θηλέων. Ενδιαφέρονται για τις δικές τους σεξουαλικές ανάγκες και δεν λαμβάνουν υπόψιν τον Εμφύλιο Πόλεμο που μαίνεται γύρω τους ,για τα καμιόνια που είναι γεμάτα με πτώματα ανταρτών, για τις συλλήψεις και την φρικτή βία που επικρατεί.
Η μύηση στον έρωτα των δύο μαθητών θα γίνει στο τοπικό πορνείο.
Ημέρες ένδεκα. Τόσα και τα κεφάλαια του βιβλίου.
Στο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού διαβάζουμε ένα ωραίο παραμύθι της παιδικής μας ηλικίας. Για τη παιδική φιλία που δεν ξεριζώθηκε, για τα παιδιά που κοιτάνε τα άστρα, για τις λάγνες γυναίκες, για τους πρώτους πραγματικούς ή φανταστικούς έρωτες μας και για την εποχή των κυνικών καυμάτων.
Ο «χλωρός παράδεισος» των παιδικών χρόνων με άρωμα πορτοκαλιάς και αγριολούλουδα του καλοκαιριού -ίνουλες, καμπανούλες, μενεξέδες και ανεμώνες- καθρεφτιζόταν εκεί, με τα παραμυθένια λόγια, στα μαύρα μάτια των νεαρών μαθητών, που έλαμπαν σαν τον Σείριο, του Μεγάλου Κυνός, το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού…
Είναι εικόνες που επί δεκαετίες είχαν περάσει στη δικαιοδοσία της μνήμης. Μέχρι που εβδομήντα χρόνια μετά έρχεται ο καιρός ώστε να γίνουν οριστικά σκιές. Αγγίζει τεκμήρια του παρελθόντος που «ως όναρ» διαλύθηκαν. Η πρώτη ερωτική επαφή και το γυναικείο αιδοίο υπήρξε το κυρίαρχο γεγονός της ζωής του Κοσμά και του Νίκου που στην πραγματικότητα δεν βγήκαν ποτέ μέσα από αυτά. Πρόκειται για μια στάση. Η πρώτη ερωτική επαφή ή ονείρωξη δεν φθείρεται. Γιατί είναι φτιαγμένη από το υλικό που είναι φτιαγμένες οι λέξεις, η φαντασία, η επίνοια, το ύφος, η γνώση, η συγκίνηση, η αθωότητα.
Κάθε ευτυχισμένη παιδική μνήμη ενός κόσμου ανοιχτού, αισθησιακού, συντροφικού, γεμάτου αγγίγματα και υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, γίνεται αργότερα πρόσφυγας στο στρατόπεδο που είναι η υποχρεωτική μετάβαση στον ενήλικο κόσμο. Γίνεται πρόσφυγας στην πόλη της πραγματικότητας, πρόσφυγας στις διαμονές της απώλειας….
Πώς μια όμορφη καθηγήτρια μπορεί να αναστατώσει τους μαθητές Γυμνασίου μιας πόλης, στα τέλη της δεκαετίας του ΄50; Τι αναζητούσε ο συγγραφέας στο τοπίο των παιδικών του χρόνων έπειτα από εβδομήντα χρόνια; Γιατί επέστρεφε στο γενέθλιο τόπο του; Τι τον έσπρωξε σε αυτό το ταξίδι της επιστροφής; Πού πήγε η παιδική του ηλικία; Γιατί προσπαθεί να κοιτάξει μέσα από μια ραγισματιά του χρόνου το παρελθόν του; Τι ήταν αυτό που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του; Η ζωή, ο θάνατος ή ο έρωτας;
Εκείνες τις έντεκα μέρες του 1948 ήταν για τον μικρούς κεντρικούς ήρωες του βιβλίου μια μαγική παρένθεση. Ήταν τότε που παιδιά με κοντά παντελόνια, λευκό φανελάκι με τιράντες και λαστιχένια πέδιλα, που ψάχνανε κάποιο φωτεινό αστέρι στον ουρανό, που μετράγανε… τα άστρα, που θαυμάζανε σε παλιά περιοδικά τις σέξι γυναικείες πόζες, που το σκάζανε αξημέρωτα από τα σπίτια τους ή το σχολείο τους, με τα ποδήλατα Velamos και κάνανε λαχανιασμένα και ιδρωμένα, ορθοπεταλιές, που τριγυρίζανε μέσα στους μπαξέδες και ξαπλώνανε στο υγρό χορτάρι και πλημμύριζαν οι αισθήσεις τους από την ευωδιά των λουλουδιών και το βούισμα των μελισσών, που τρώγανε ψωμί ζυμωμένο από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους στην μοναδική λεκάνη που διέθετε το σπιτικό τους, που στην ίδια τσίγκινη λεκάνη, γεμάτη με νερό, βουτάγανε τη σαμπρέλα του παμπάλαιου ποδηλάτου, για να βρούνε την τρύπα από όπου έχανε αέρα, που παίζανε τόσα παιχνίδια, που σκαρφαλώνανε τον μαντρότοιχο του παλιού πέτρινου σπιτιού που ζούσε η Γαλλίδα καθηγήτρια, για να ρίξουν μια κρυφή ματιά στο γυμνό κορμί της, που καπνίζανε γόπες από τσιγάρα άφιλτρα «Έθνος», που γεύονταν το πρώτο τους φιλί, που είχαν την κοινή φαντασίωση για τη Γαλλίδα καθηγήτρια να τους καλεί να κάνουν έρωτα, που τα γόνατά τους παραλύουν και το στομάχι τους σφίγγεται από την πείνα, από την κάψα του καιρού και από τον έρωτά τους για τη Γαλλίδα καθηγήτρια, που ακούνε και δεν μπορούν να πιστέψουν φανταστικές ιστορίες των συνομήλικων τους, που λένε ότι η ομορφιά της καθηγήτριας ήταν τέτοια, που όταν μπαίνει γυμνή για μπάνιο στην σκαφίδα, τα αηδόνια στα γύρω δέντρα σταματούν… το κελάηδημα και κάποιος που την είδε γυμνή έχασε…. το φως του, και που τελικά βγάζουν την γλώσσα τους στον χρόνο…
Έξυπνη, θεληματική, δυνατή, υπερβολικά όμορφη η Γαλλίδα καθηγήτρια με ένα κορμί υπέροχο, αλαβάστρινο, χυμώδες, ήθελε να την ερωτεύονται όλοι οι μαθητές, οι καθηγητές και οι άνδρες της πόλης. Το κορμί της Γαλλίδας καθηγήτριας εκπλήρωνε τις επιθυμίες όλων των ανδρών μικρών και μεγάλων. Οι σαρκικές επιθυμίες τους, τάραζαν κάποιες νύχτες στα φτωχικά σπιτικά τους. Όλα τα αρσενικά της πόλης θέλουν να την εντυπωσιάσουν και να την κερδίσουν. Στη θέα της όμορφης γυναίκας μπερδεύουν τα λόγια τους και τις σκέψεις τους.
Δεν μπορούν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω της ο Κοσμάς, ο Νίκος και οι άλλοι συμμαθητές και φαντασιώνονται διάφορα ότι η γυναίκα αυτή τους οδήγησε στον πρώτο οργασμό της ζωής τους, που ξάπλωσε λίγα βράδια δίπλα τους που χάνονταν μαζί της σε ανεξερεύνητα μονοπάτια λαγνείας…
Όλα αυτά αποτελούν ένα πολυσύνθετο μωσαϊκό, μνήμες και εικόνες από στιγμές και σκηνές της ζωής περασμένης και ξεχασμένης, ιστορίες που αφήνουν μια γλυκιά γεύση στο στόμα, σαν τις καραμέλες βουτύρου της παιδικής μας ηλικίας….
Το βιβλίο «Νέα Σελήνη Ημέρα πρώτη» είναι ένας ύμνος στον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας και στο μαγικό χαλί της παιδικής αθωότητας, ένας ύμνος σε παλιούς καιρούς και δρόμους ξεχασμένους, ένας ύμνος στον έρωτα (Ο Έρωτας. Τόσο εύκολος, τόσο δύσκολος, τόσο απρογραμμάτιστος), ένας ύμνος σε αυτούς που αγαπήσαμε πάντα, αιώνια και πέρα από το χρόνο, ένας ύμνος στους έρωτες που έχουμε στερηθεί, ένας ύμνος σε ό,τι αγαπήσαμε και δεν κακοφόρμισε και δεν χάθηκε και έγινε φάρμακο να μας γιατρεύει και νερό να μας ξεδιψάει…
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξίδι και μια αναζήτηση της αληθινής ζωής. Αυτό το ταξίδι είναι ένα ταξίδι προς τα πίσω, ίσως προς τα εκεί από όπου ξεκίνησες, σε μικρότερη ηλικία, σε άλλο τόπο, στην αρχική σου επιθυμία και ανάγκη, προς τη δημιουργικότητα, την φιλία, την αγνή και την απλή ζωή, την πηγή της χαράς, του αγνού και άδολου έρωτα.
Ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός θέλει να μας υπενθυμίσει ότι η ζωή μας, η ύπαρξή μας θα είναι πάντα στενά συνδεδεμένη με την απώλεια, ο έρωτας με τον χρόνο και τον θάνατο,, ο πόθος με την απουσία, ο ίμερος (φλογερή επιθυμία) με την παρουσία του άλλου και το μεγάλωμα με τον αποχωρισμό.
«…Λάγνες είναι όσο ποτέ οι γυναίκες, μα ασθενικότατοι οι άντρες, αφού ο Σείριος τους ξεραίνει το κεφάλι και τα γόνατα, κι είναι το δέρμα μαραμένο από την κάψα» (Ησίοδος, Έργα και Ημέρες).
«Είναι το καλοκαίρι· τώρα που, ύστερ’ απ’ τους ανοιξιάτικους οργασμούς, μεστώνουν οι ορμές.
Τα δόντια, καθώς δαγκώνουν τους καρπούς, λες και βουτάν σε χυμούς ανθρώπινου κορμιού.
Οι επίμονοι ιδρώτες σκορπάν οσμές γονιμικά ερεθιστικές.
Τα λεύτερα κορμιά προσφέρονται στο χάδι του ανέμου, του ήλιου, του ματιού.
Προκαλούν το άγγισμα του χεριού που θα τα ταράξει· γυρεύουν την πανίσχυρη συνουσία, που θα τα λυτρώσει από το γενετήσιο εφιάλτη.
Είναι το καλοκαίρι…» Μ.Καραγάτσης
Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα .
Διαβάστε το.
Ο Θανάσης Βαλτινός γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας, το 1932. Οικογενειακές μετακινήσεις, που συνδέονται με τις δυσκολίες των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων, τον ανάγκασαν να φοιτήσει κατά σειρά στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης. Το 1950 ήρθε στην Αθήνα όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε κινηματογράφο. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό: Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α., καλεσμένος από Πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Έχει μεταφράσει τις “Τρωάδες” του Ευριπίδη και την “Ορέστεια” του Αισχύλου, που παίχτηκαν στην Επίδαυρο το 1979 και 1980 αντιστοίχως, από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του Θ. Αγγελόπουλου “Ταξίδι στα Κύθηρα”. Το 1990 τιμήθηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο: “Στοιχεία για την Δεκαετία του ’60”. Διετέλεσε μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Διετέλεσε γενικός Διευθυντής του 2ου Καναλιού της Εθνικής τηλεόρασης 1989-1990. Στις 5 Ιουνίου 2008 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της Νέας Ελληνικής Πεζογραφίας της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Τον Δεκέμβριο του 2012 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.