ΜΑΙΡΗ ΚΟΝΤΖΟΓΛΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Το ζητούμενο στην ανάγνωση ενός βιβλίου είναι η έλξη της ευφορίας που αυξάνεται σταδιακά με την αναγνωστική απόλαυση και συμπορεύεται με το άσβεστο ενδιαφέρον που εξάπτει την περιέργεια για τη συνέχεια της πλοκής, με τη διείσδυση στον ψυχικό κόσμο των ηρώων και την ακρίβεια της γραφής κατά την εξιστόρηση των γεγονότων με γνώμονα την αφηγηματική δεξιότητα.
“Αρχή βιβλίου, το ταξίδι έχει αρχίσει, καμμία στεριά γύρω της, μόνο η αφρισμένη θάλασσα“, γράφει η Μαίρη Κόντζογλου και δείχνει τη σοβαρότητα, το σεβασμό και τη συνέπεια στη συγγραφή… στο “ζητούμενο”.
Όπως ο δημιουργός αγγίζει τις χορδές του οργάνου και δίνει ζωή στη βουβή παρτιτούρα, έτσι και η Μαίρη Κόντζογλου ζωντανεύει τις εικόνες στο κείμενο με τη δυνατή πένα της και εισέρχεται αβίαστα στις ζωές των ηρώων της, τους περιγράφει αυθεντικά και τολμηρά με σαρκασμό και αστείρευτο χιούμορ και τους αποκαλύπτει. Δεν τους επιλέγει τέλειους στην εμφάνιση και άψογους στον χαρακτήρα. Δεν τους ωραιοποιεί, ούτε τους ηρωποιεί. Είναι άνθρωποι με τις ατέλειες και τις αδυναμίες τους και παρατηρεί τους ρυθμούς τους, αφουγκράζεται τις ανησυχίες τους, χαίρεται με τις χαρές τους και αγωνιά για το μέλλον τους.
“Εμπνευσμένο είναι ό,τι μας κάνει ευτυχείς, είτε το δημιουργούμε εμείς, είτε το απολαμβάνουμε ως έργο κάποιου άλλου. Τα συναισθήματα που προκαλεί, αυτά ζυγίζουν το έργο τέχνης και βγάζουν το απόβαρο της αξίας του“.
Οι καθημερινοί άνθρωποι πρωταγωνιστούν στο “Μία Νύχτα στο Βιβλιοπωλείο” και δίνουν τον σφυγμό της κοινωνίας κινούμενοι στον μικρόκοσμο του βιβλιοπωλείου, όπου κτυπάει η καρδιά κάθε βιβλιόφιλου. Ο Λεωνίδας, ιστορικός που δεν ασκεί το επάγγελμα, πιστεύει στη θεραπευτική δύναμη της λογοτεχνίας και εμπνέεται τη δημιουργία ενός βιβλιοπωλείου είκοσι τετράωρης λειτουργίας με τη πρωτοτυπία της διανυκτέρευσης. Τη νυκτερινή βάρδια έχει αναλάβει η βιβλιοθηκονόμος Θεολογία, η οποία θητεύει δίπλα στον Λεωνίδα, που φυλάει λογοτεχνικές “Θερμοπύλες”. Γίνεται ο μέντορας της, της μεταγγίζει τη λατρεία για τη λογοτεχνία, που είναι “θρησκεία” για εκείνον, και τη διδάσκει κάποια πρακτικά θέματα προσέγγισης των επισκεπτών – πελατών σχετικά με τις προτάσεις βιβλίων που τους ταιριάζουν.
Ονομάζει το βιβλιοπωλείο του “ΦΕΓΓΑΡΙ“, όπως ενημερώνει η καλλιτεχνική επιγραφή, γιατί ονειρεύεται “να λάμψει σαν το φεγγάρι τη νύχτα”.
Η Θεολογία αναλαμβάνει εργασία κάθε βράδυ στις 10:00μμ,όταν η μοναξιά δηλώνει πιο έντονα την παρουσία της και κάνει τους ανθρώπους πιο ευάλωτους, ενώ η ίδια η νύκτα συνεχίζει τη δουλειά της ανένταχτη.
Μία τέτοια νύκτα που η ομίχλη σκεπάζει απαλά την αγαπημένη πόλη και κρύβει την πανσέληνο, επιλέγει η συγγραφέας να στήσει το ατμοσφαιρικό σκηνικό της ιστορίας.
Κεντρικά! Κοντά στη θάλασσα και στον Λευκό Πύργο, το Θέατρο και τη Λέσχη, από την οποία ο Ειδικός Φρουρός κάποιου Γενικού Γραμματέα, ο Άδωνης, επισκέπτεται κάποιο βράδυ το βιβλιοπωλείο και μαζί την καρδιά της Θεολογίας.
Το αγγελάκι με τα ανοικτά φτερά, ταξιδεμένο από τον Ισημερινό, είναι κρεμασμένο στην κυρία είσοδο του καταστήματος και φέρνει τρελές βόλτες με το άνοιγμα, αναγγέλλοντας κάθε εισερχόμενο. Τα παλιά έπιπλα στον χώρο υποδοχής αποπνέουν μία ξεχωριστή καλλιτεχνική αίσθηση, όπου κυριαρχεί ο παλιός Εγγλέζικος “Τσέστερφιλντ” καναπές γεμάτος ρυτίδες από τη χρήση, που στέκει όμως πρόθυμος να υποδεχθεί κάθε έναν που θα τον τιμήσει.
“Τί τραβάει, Τί τραβάει! Τον γέρασαν πριν την ώρα του, ακουμπιστήρι του κάθε πικραμένου έχει καταντήσει…“.
Από πάνω του στριφογυρίζει αδιάλειπτα ο παλιός σκουριασμένος ανεμιστήρας προσφέροντας τη δροσιά του και γύρω συμπληρώνουν τη διακόσμηση οι πελώριες ξύλινες κατασκευές με ράφια γεμάτα βιβλία που περιμένουν την επιλογή των αναγνωστών. Ράφια… ράφια… όπως τα ράφια που χιλιάδες κορίτσια ονειρεύονται να μην μείνουν σε αυτά. Ένας πάγκος – ασπίδα για προστασία με κουμπιά συναγερμού για τη περίπτωση κάποιου επικίνδυνου εισβολέα και πίσω πίσω ένα κουζινάκι όπου η Θεολογία, οικοδέσποινα με έμφυτη αβρότητα και υποστηρικτική διάθεση, παρασκευάζει και προσφέρει ανάλογα αφεψήματα και ποτά στους ξενυχτισμένους επισκέπτες – τους εν δυνάμει αγοραστές.
“Φέρνει τους καφέδες πάνω στον δίσκο από αλπακά – παρ’ολίγον ασημένιος δηλαδή, έτσι της είχε εξηγήσει εκείνος, ο Λεωνίδας, καλέ, ο δίσκος θα μιλούσε; Σάμπως λίγα έγιναν αυτή τη νύχτα, ένας δίσκος σερβιρίσματος που μιλάει θα μας χαλούσε;….“
Αυτή τη νύκτα το αγγελάκι στην είσοδο κτυπάει τα φτερά του με τον ερχομό ενός νεαρού, με επιθετική στην αρχή, διάθεση, που η γαλήνη του χώρου και η ηρεμία της υπαλλήλου, επιδρά θετικά επάνω του,- μιας σαρανταπεντάχρονης γυναίκας που αναζητά ένα βιβλίο για την αϋπνία που την βασανίζει, ενώ για τη μοναξιά της δεν υπάρχει φάρμακο….
Ένας μικρόσωμος άνδρας από τη Β.Ήπειρο, που αποκαλούν “Αλβανό”, ζητάει εναγωνίως ένα βιβλίο για το παιδάκι του,- η Νάντια που γεννήθηκε Κωνσταντίνος ψάχνει τη ταυτότητα για το φύλλο του, – ο βιομήχανος που δεν έχει αγοράσει ποτέ βιβλίο, αλλά η μοναχικότητα τον αλλάζει, – η Αθηνά που έγινε η πόρνη Νανά, όταν άλλαξε η δική της ζωή από μία συγκυρία, – και το εφηβικό ζευγαράκι των δεκαεξάχρονων που το μέλλον του εξαρτάται από τη ματαιοδοξία των γονιών του.
“Πόσοι άνθρωποι, πόσες ιστορίες, ήρωας ο καθένας στο δικό του μυθιστόρημα με κοινό γνώμονα τη μοναξιά“.
Η Καλλιόπη, η μούσα της επικής ποίησης, σαν αιθέριο πλάσμα εισβάλλει την κατάλληλη στιγμή στη ψυχή της Θεολογίας, ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλιστικό και στον φανταστικό κόσμο, τον παραμυθένιο μέσα από τον μαγικό ρεαλισμό, και την οδηγεί μαγικά στην αναζήτηση της εσωτερικής φώτισης.
Ένας αόρατος παρατηρητής, – ή μήπως ορατός – με γυναικεία υπόσταση, ανακαλεί στη μνήμη γεγονότα, παρακολουθεί χαρακτήρες, αξιολογεί πράξεις και σχολιάζει καυτά κοινωνικά θέματα με εξομολογητική διάθεση. Αυτή η εντυπωσιακή ενότητα μαζί με το τέλος που αποκαλύπτεται με δύο εκδοχές, συνιστούν μία ακόμα πρωτοτυπία.
Η Μαίρη Κόντζογλου διεκπεραιώνει με απόλυτη επιτυχία ένα προσωπικό στοίχημα συγγράφοντας ένα ευφυές κοινωνικό μυθιστόρημα με κεντρικό πυρήνα τη θεραπευτική δύναμη της λογοτεχνίας και με αναφορές, εκτός των άλλων, σε ανθρώπους της τέχνης και στα έργα τους. Καυτηριάζει καταστάσεις τις οποίες αποφορτίζει χρησιμοποιώντας πλήθος εκφραστικών μέσων, με μεταφορές, παρομοιώσεις και προσωποποιήσεις. Με έναν άμεσο, εντελώς ανεπιτήδευτο λόγο, που παραπέμπει στον προφορικό μιας χαρισματικής αφηγηματικής τεχνικής, δημιουργεί ένα δυνατό ενεργειακό πεδίο όπου οι άνθρωποι εμφανίζονται να ανοίγουν τη ψυχή τους, τα άψυχα να αποκτούν οντότητα και τα άυλα υπόσταση.
“Τελικά ο συγγραφέας, τις ώρες που δημιουργεί χαρακτήρες και ιστορίες και τις αφηγείται και φέρνει στην επιφάνεια όσα έχει στο μυαλό και στην ψυχή του, ε, ναι, τις ώρες αυτές είναι ένας Πλάστης! Και ούτε κατά διάνοια είναι ύβρις αυτό, ούτε ψώνισμα είναι. Γιατί ο συγκεκριμένος Πλάστης ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως οι δημιουργίες του είναι τέλειες. Μόνο για το ότι είναι ειλικρινείς μπορεί να εγγυηθεί“.
Εργογραφία Μαίρης Κόντζογλου:
“ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ” (2008)
“ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ” (2009)
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ “ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”( 2011)
(Άγνωστη χώρα,Μεσονύκτιο,Μεσουράνηση)
“ΧΙΛΙΕΣ ΖΩΕΣ ΑΠΟΨΕ” (2013)
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ “ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ” (2014)
(Τα παλιά Ασήμια (2014), Προσευχή για τα Παλιά Ασήμια (2015), Πέρα από τα Παλιά Ασήμια (2015)
“ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ” (2017)
Η ΔΙΛΟΓΙΑ “ΣΚΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΦΙ” (2020)
(Νεγρεπόντε και Πόρτο Λεόνε)
ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ “ΩΡΕΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ” (2021)
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.