Γράφει: Ο Κώστας Α. Τραχανάς


Το βιβλίο αυτό αφηγείται τη μοίρα πεντακοσίων Γάλλων αποίκων και λίγων στρατιωτών που εγκλωβίστηκαν στην κόλαση του εποικισμού της Αλγερίας, τον 19ο αιώνα.
Ο λοχαγός Λαντρόν και η γυναίκα Σεραφίν Ζουό που «μιλούν» στο συγκλονιστικό βιβλίο του Ματιέ Μπελεζί (στα διαδοχικά κεφάλαια με τίτλους: «Βαριά δουλειά» και «Λουτρό αίματος») φανερώνουν την αγριότητα των στρατιωτών και την απελπισία των Γάλλων αποίκων που βρέθηκαν στην Αλγερία γύρω στο 1840.
Και πώς μπορεί κάποιος να ριζώσει σε μιαν άγνωστη χώρα, σ’ αυτή την «κακορίζικη Αφρική» που τον διώχνει βίαια;
Τους φόβιζε τους αποίκους εκείνη η γη.


Οι άποικοι είχαν διαλέξει να διαπλεύσουν τη Μεσόγειο για να πάνε ν΄ αποικίσουν εδάφη τα οποία, η γαλλική κυβέρνηση ήταν σίγουρη, ότι θα τους πλούτιζε ανέλπιστα.
Ως αποικιοκράτες ήρθανε να ειρηνεύσουν αυτή τη χώρα που για πολύ καιρό είχε εγκαταλειφθεί στη βαρβαρότητα. Η θεία αποστολή της Γαλλίας ήταν να ειρηνεύσει τη χώρα αυτή, να προσφέρει στα άξεστα μυαλά τους τον πλούτο μιας χιλιόχρονης κουλτούρας!
Απείχε όμως παρασάγγας ο παράδεισος που είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας στους αποίκους κι ίσως να μην φτάνανε ποτέ σ΄ αυτόν τον τόσο παινεμένο παράδεισο, ίσως να μη φτάνανε ποτέ σ΄ αυτόν γιατί δεν υπήρχε, γιατί δεν είχε υπάρξει ποτέ και δεν επρόκειτο ποτέ να υπάρξει…
Οι άποικοι πίστευαν ότι αυτή η γη έρμαιο επί χιλιετίες των διαθέσεων αυτής της φοβερής αφρικανικής βαρβαρότητας, θα έβγαινε από τα ερέβη χάρη στο θέλημα πλούσιων και φτωχών αποίκων, δυνατών και αδύναμων, ανδρών, γυναικών και παιδιών που δεν ήθελαν τίποτα άλλο απ΄ το χαράξουν ολόισα και βαθιά αυλάκια, για να μαζέψουν σιτάρι, κριθάρι, ταμπάκο και σταφύλια και τόσα άλλα πλούτη που προσφέρει η γη όταν ο άνθρωπος τη δουλεύει με ζήλο κι εξυπνάδα. Παίρνουνε κάθε πρωί το κινίνο για την ελονοσία και πηγαίνουν ζωσμένοι το τουφέκι να επιβλέψουν τους σπόρους που είχαν φυτέψει και τώρα έσκαγαν.
Στις σκηνές που είναι εγκατεστημένοι οι άποικοι, ο άνεμος, η σκόνη, ο ήλιος, η βροχή, το κρύο έμπαιναν ανενόχλητα. Και μετά ξαφνικά πλάκωσε η ζέστη και χύθηκε πάνω στην αποικία σαν λιωμένο μολύβι που δεν τους άφηνε να αναπνεύσουν και έκαιγε το δέρμα τους, ενώ ο αφρικανικός ήλιος «απανθράκωσε» ό,τι είχαν φυτέψει. Τους απειλούσαν επίσης τα λιοντάρια της ερήμου, φίδια, οι βάρβαροι με τα γιαταγάνια, η χολέρα, η ελονοσία, η διάρροια, η μαλάρια.
Τους αποίκους τους έχει κατακλύσει τώρα η απελπισία. Είχανε βυθιστεί στις φλόγες μιας αδιανόητης κόλασης.
Αυτή η γη της Αλγερίας τους τρώει το κορμί, τα νεφρά, την καρδιά και σίγουρα μια μέρα θα τους φάει και την ψυχή τους…
Δεν μπορούσανε οι άποικοι να βρούνε ένα πραγματικό νόημα στην παρουσία τους σ΄ εκείνη την καταραμένη γη της Αλγερίας.


Οι Γάλλοι στρατιώτες καίγανε χωριά, λεηλατήσανε τζαμιά, μνημεία, αρπάξανε τα πρόβατα, τις καμήλες, καταπατήσανε τα σταροχώραφα, κόβανε με τσεκούρι τις πορτοκαλιές, τις ελιές, τις λεμονιές, τις αμυγδαλιές, ό,τι μπορούσε να τους χρησιμέψει για καυσόξυλα, κόψανε κεφάλια βεδουίνων, ξεκοιλιάσανε πάνω από εκατό χιλιάδες θηλυκά και τρυπήσανε με την ξιφολόγχη εκατοντάδες χιλιάδες βαρβαρικά στήθη, βιάζανε τις μουκέιρες των οικισμών, κωφεύανε στα απελπισμένα παρακάλια των βερβέρων Αλγερινών, στα κλάματά τους.
«Δεν είστε αγγελούδια!»
«Όχι, δεν είμαστε αγγελούδια, κύριες λοχαγέ, και γι΄ αυτό ζούμε ακόμα,στρατιώτες από το πρωί ως το βράδυ, στρατιώτες και τη νύχτα, περήφανοι κάθε στιγμή που υπηρετούμε τη Γαλλία και εκτελούμε τις διαταγές σας»
«Όχι αιχμαλώτους, παλικάρια μου! Όχι αιχμαλώτους!»
Γεμίζουνε αίματα οι Γάλλοι στρατιώτες, αίματα που κυλάνε στα χέρια τους, στα μπράτσα τους, στα παντελόνια τους, τους πιτσιλίζουν τα μάτια, τα γένια, που μπαίνουν στο στόμα τους…
«Πιείτε αίμα, παλικάρια μου!»
Στρατιώτες του διαβόλου.
Δεν θα ήταν τόσο λυσσασμένοι οι στρατιώτες στις μάχες αν δεν είχανε κατεβάσει τη ρακή τους για να τους κάψει τα μηνίγγια.
«Ας τα τινάξουμε όλα στον αέρα.»
«Ας πλημμυρίσουν σπέρμα και κραυγές πνιχτές!»
«είναι αλήθεια δεν είμαστε αγγελούδια
μα χρειάζονται αγγελούδια για να ειρηνεύσουμε αυτές τις χώρες της Μπαρμπαριάς;»
«Όχι, κύριε λοχαγέ, δε χρειάζονται αγγελούδια ! Χρειάζονται μόνο στρατιώτες, στρατιώτες που να μη φοβούνται τίποτα!»
Όταν όμως εξεγείρονται οι ντόπιες φυλές τότε…
Θα βγούνε οι άποικοι από αυτή την αφρικανική κόλαση;
Μια ανατρεπτική σύνοψη της αποικιοκρατικής ουτοπίας.
Μια εποποιία της ανθρώπινης παράνοιας κι ένας λυρισμός μια άλλης εποχής.
Ένα κείμενο χωρίς σχεδόν καθόλου στίξη, σαν ουρλιαχτό…
Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα.


Ο Ματιέ Μπελεζί (Mathieu Belezi) γεννήθηκε το 1953 στη Λιμόζ (Γαλλία). Σπούδασε Ιστορία και Γεωγραφία στο Πανεπιστήμιο της Λιμόζ. Εργάστηκε ως καλλιεργητής καπνού, κατασκευαστής επιτύμβιων πλακών και καθηγητής Ιστορίας (στη Λουιζιάνα – ΗΠΑ). Έζησε στο Μεξικό, στο Νεπάλ, στην Ινδία, στη Ρώμη, στα ελληνικά και τα ιταλικά νησιά. Από πατέρα στρατιωτικό που υπηρέτησε στην Αλγερία και μητέρα άποικο, αρνείται την ταύτισή του με οποιονδήποτε πολιτικό, αποζητά τη μοναχικότητα και περιλαμβάνει την Τήλο στους τόπους όπου θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του.
Το “Δεν είμαστε αγγελούδια” τιμήθηκε με το βραβείο Livre Inter και το Βραβείο Λογοτεχνίας της εφημερίδας Le Monde.