Το δεύτερο μέρος της τριλογίας που υπογράφει ο Νίκος Γούλιας με τον τίτλο «Στα Χρόνια της ομίχλης» και υπότιτλο «Χατισέ» (εκδόσεις Ψυχογιός) είναι μια ακόμα τοιχογραφία εποχής μόνο που ο συγγραφέας αυτή τη φορά μοιάζει να γυρίζει πίσω το αφηγηματικό κουβάρι που ξετύλιξε στο πρώτο μέρος της τριλογίας με υπότιτλο «Ιάσμη».
– Δηλώσατε σε μια συνέντευξή σας ότι οι ήρωές σας διάγουν βίο, οι άλλοι γύρω τους, απλά ζούνε και πως ο βίος ενός ανθρώπου είναι ο τρόπος ζωής του. Έχοντας ήδη την εμπειρία των δύο βιβλίων σας από την τριλογία «Στα χρόνια της ομίχλης» που δημιουργήσατε, αισθάνεστε ότι διαμόρφωσε και τον δικό σας τρόπο ζωής η πορεία των πρωταγωνιστών σας;
Συχνά σκέφτομαι πως τελικά ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένας βουτηχτής, ένας αλιέας της ψυχής, στον χώρο και στον χρόνο. Η γραφή είναι «εμπειρία», η συγγραφή «εξομολόγηση» και η ανάγνωση «κοινωνία». Και όπως στην εξομολόγηση λες αυτά που σε τρώνε, που σε βαραίνουνε, που θες να βγούνε από μέσα σου, νομίζω πως είναι φυσικό μέσα από την συγγραφή να διαμορφώνεις αλλά και να διαμορφώνεσαι. Έτσι κι αλλιώς η σχέση ανάμεσα σε οποιονδήποτε δημιουργό και το δημιούργημά του δεν είναι ποτέ στατική, είναι μια σχέση δυναμική. Ο δημιουργός προσφέρει. Προσφέρει ολόκληρο το βαθύτερο είναι του. Εξ άλλου με κάποιο τρόπο – που άλλες φορές μπορεί να είναι άμεσα ορατός και άλλοτε όχι – σε όλα τα βιβλία νομίζω πως υποκρύπτεται ο ίδιος ο συγγραφέας. Γι’ αυτό το λόγο και η συγγραφή είναι εξομολόγηση. Ο Συγγραφέας γράφοντας, είτε το καταλαβαίνει, είτε όχι, εκτίθεται. Κάθε του θέμα, κάθε του λέξη, κάθε κόμμα και κάθε τελεία τον αποκαλύπτουν, τον περιέχουν και πάντοτε τον υποκρύπτουν. Έτσι η πορεία των πρωταγωνιστών δεν είναι ξένη από τον συγγραφέα που στις περισσότερες φορές είναι και ο δημιουργός τους. Αυτά του όμως τα δημιουργήματα χωρίς να του είναι ξένα δεν σημαίνει πως δεν προβληματίζουν και αυτόν τον ίδιον. Αναγκασμένος να τους διαμορφώσει βροχή είναι τα ερωτήματα που θέτει στον εαυτό του. Υπό αυτή την έννοια δημιουργός και δημιούργημα είναι συχνά συνοδοιπόροι, σύντροφοι που ο ένας ανακαλύπτει πολλά μέσα από τα μάτια του άλλου, η σχέση στην μυθοπλασία είναι δυναμική. Γενικά πάντως νομίζω πως κανένας συγγραφέας, σε κανένα βιβλίο δεν μπορεί να υπερβεί τον εαυτό του. Αυτός είναι το μέτρο, αυτόν καθρεφτίζουν τα γραπτά του. Ό,τι τον απασχολεί είναι αυτό που βγαίνει και ο βαθύτερος εαυτός του είναι το εργαλείο του. Αναφορικά με την αντιδιαστολή μεταξύ ζωής και βίου είναι μεγάλη και σαφής η διαφοροποίηση. Ζωή έχουν τόσο τα ζώα όσο και οι άνθρωποι, «βίο» όμως «μπορεί να έχει» μόνο ο δεύτερος. Άνθρωποι περιορισμένοι στην ικανοποίηση ορέξεων, ορμέμφυτων και των καθημερινών αναγκαίων δεν διάγουν «βίο», περνούν απλά την ζωή τους. Αυτοί δεν με ενδιαφέρουν. Με αυτήν την έννοια δεν με ενδιαφέρουν αυτά καθ΄ εαυτά τα «ερωτικά πάθη», οι «περιπέτειες», δεν φιλοδοξώ να πληθωρίσω έναν χώρο που μάλλον έχει κορεσθεί. Γιατί η λογοτεχνία στην χώρα μας μοιάζει με τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγιού, τεράστια σε έκταση, ασήμαντη σε βάθος.
– Ως αρχιτέκτονας, που είναι το κύριο επάγγελμά σας, έχετε την εμπειρία του πώς χτίζεται και διαμορφώνεται ένα οικοδόμημα, σχεδιάζοντάς το από την αρχή στο μυαλό σας. Τελικά, το να πλάσεις από το μηδέν την πλοκή ενός μυθιστορήματος, να ζήσεις μαζί με τους ήρωές σου, να πονέσεις, να ερωτευτείς, να πενθήσεις, να γίνεις κομμάτι της ζωής τους, δεν είναι το ίδιο σαν να χτίζεις ένα οικοδόμημα από την αρχή;
Ο Συνθέτης, ο οποιοσδήποτε συνθέτης από τον Αρχιτέκτονα μέχρι τον Μουσικό και στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας, πρέπει να έχει βαθειά μέσα του αντιληφθεί και εμπεδώσει πως η συγγραφή δεν είναι αυτοσκοπός. Κανέναν δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει μια ακόμα «αληθινή ιστορία», «που κόβει την ανάσα» συνοδευμένη και με πολλούς άλλους τέτοιους χαρακτηρισμούς που τελευταία όλο και περισσότερο ακούγονται καθώς δυστυχώς αυτή την ευτελή «πείνα» της πνευματικής ένδειας καλούνται να χορτάσουν με συχνές πυκνές δόσεις πολλοί από τους συγγραφείς. Ο συγγραφέας πρώτα και πάνω από όλα πρέπει να είναι στοχαστής. Τον στοχασμό του καλείται να διατυπώσει ενδεδυμένο με το ένδυμα μιας ιστορίας και με την μέθοδο της γραφής.
Η Αρχιτεκτονική έχει αναφορικά με τον τρόπο δουλειάς πολλά κοινά στοιχεία όχι μόνο με την συγγραφή αλλά και με άλλους τομείς και τρόπους έκφρασης. Η διαδικασία ανάλυσης και σύνθεσης υπάρχει και στις δυό. Αυτό που αλλάζει είναι τα «δομικά στοιχεία» που στην Αρχιτεκτονική είναι τα υλικά ενώ στην συγγραφή ο λόγος. Έχοντας εμπειρία και από τις δυό θα έλεγα με βεβαιότητα πως η Αρχιτεκτονική είναι ειλικρινέστερη, άμεση και απαλλαγμένη από το «σταρ σύστεμ» της «λογοτεχνίας». Για να κάνεις Αρχιτεκτονική πρέπει να έχεις συγκεκριμένη και πολυεπίπεδη παιδεία – κάποτε αυτό ήταν απαραίτητο και στους συγγραφείς – σήμερα δεν υπάρχει. Σήμερα ο καθένας μπορεί να γράψει απευθυνόμενος ακόμα και στα πιο χαμηλά ένστικτα, στα αυτονόητα, και όμως να έχει πολυπληθέστατο αναγνωστικό κοινό βοηθούντος και ενός «μάρκετινγκ» που μπορεί ακόμα και την τρίχα να την κάνει τριχιά. Στην Αρχιτεκτονική δεν υπάρχει το «μάρκετινγκ». Κυρίως όμως είναι απαλλαγμένη από τους περίπλοκους και τεχνητούς μανδύες που εφευρίσκει ο κάθε συγγραφέας να επενδύσει το γραπτό του και που, σε αρκετούς από αυτούς, το βλέπεις, είναι κραυγαλέο, όσες φορές και αν διαβάσεις ένα βιβλίο τους, όσο και αν θέλεις να ανακαλύψεις τα «καλά κρυμμένα» που εκείνοι θα θέλανε να εισπράξεις μένουνε ευφυολογήματα για τον πολύ απλό λόγο, πως δεν υπάρχουν. Η Αρχιτεκτονική ως δημιουργία είναι αυθεντικότερο είδος έκφρασης. Το δημιούργημα απευθύνεται άμεσα στον κόσμο ( δεν μιλάω βέβαια για σπίτια και πολυκατοικίες ) και ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν χρειάζεται να «διαφημιστεί» πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τα βιβλία. Όμως η σπουδαιότερη ειδοποιός διαφορά είναι πως ενώ η «μάχιμη» Αρχιτεκτονική και μιλώ πάντα για την χώρα μας, προχωρά ανοίγοντας δρόμους δεν συμβαίνει το ανάλογο στην συγγραφική παραγωγή (δεν θα μιλήσω για λογοτεχνία είναι βαρύς ο χαρακτηρισμός).
Ζώντας σε μια Ελλάδα που για δεκαετίες βασιλεύει η αρχή της ήσσονος προσπάθειας, του εύκολου πλουτισμού, του άκρατου καταναλωτισμού, της απαιδευσίας, της ευτέλειας, του μέσου, του ρουσφετιού, της συναλλαγής κάτω από το τραπέζι – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – ποια μπορεί να είναι τα κριτήρια μιας μάζας που για τουλάχιστον τρείς δεκαετίες ζει στην χώρα όπου ο «πήχης» της παιδείας και του «ήθους» είναι βαλμένος στο ύψος του πυθμένα; Σε μια χώρα που έζησε βλέποντας «big brother», όπου τα πρωινάδικα και τα «αλλοδαπά» σήριαλ τσακίζουν σε τηλεθέαση ακόμα και την πιο ποιοτική εκπομπή της πρώην κρατικής τηλεόρασης πολλά πρέπει να αλλάξουν στην παιδεία της για να ξαναορθοποδήσει.
– Πιστεύετε ότι η πορεία της ζωής του κάθε ανθρώπου τον οδηγεί στο πεπρωμένο του, όποιο κι αν είναι αυτό, και πως με κάποιο τρόπο θα του αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια του, ακόμη και μετά από ένα τυχαίο γεγονός;
Μεγάλο θέμα! Τεράστιο! «Πεπρωμένο», «ειμαρμένη». Δύσκολα ερωτήματα. Δεν έχω απαντήσεις. Από όλο το θεϊκό δημιούργημα, οι άνθρωποι είμαστε το μοναδικό έμβιο όν που έχει συνείδηση του πεπερασμένου και από αυτή τη γνώση πηγάζει η τραγικότητά μας. Γιατί στο εμπειρικό αυτό βίωμα δεν έχουμε να αντιτάξουμε την παραμικρή εμπειρική απόδειξη για το επέκεινα. Μόνοι και με ελεύθερη βούληση αποφασίζουμε πώς θα τοποθετηθούμε, ποιο θα είναι το στίγμα που θα αφήσουμε σ΄ αυτό το τόσο σύντομο πέρασμά μας απ τη ζωή που δεν είναι τελικά παρά η διαχείριση μιας προδιαγεγραμμένης ήττας.
Σε αυτή την συνειδητότητα βρίσκεται το μεγαλείο και το τραγικό στον άνθρωπο. Αυτές είναι και οι καλά κρυμμένες ιστορίες μου που αφορούν ανθρώπους κατά βάσιν ηττημένους. Όχι πάντα μαχητές αλλά και παραιτημένους. Ήρωας ο Νικόλας στην «Ιάσμη», ήρωας κι ο Λιωνής στην «Χατισέ». Άλλοτε να φεύγουν κάνοντας ηρωική έξοδο και άλλοτε να μένουν φυγάδες από την ίδια τη ζωή με μοναδικό εφόδιο τον έρωτα ή την ανάμνησή του. Τον έρωτα! Αυτή την ανερμήνευτη και πολυσήμαντη «λέξη – έννοια» που αιώνες κρατά καλά κρυμμένη την ετυμολογία της και που μόνο περιγραφικά μπορούμε να την ορίσουμε καθώς η προέλευσή της μας είναι άγνωστη και από τους γλωσσολόγους κατατάσσεται στις Προ-Ελληνικές λέξεις.
Ο έρωτας, νομίζω είναι η μόνη δύναμη που μας κρατά στη ζωή. Ο έρωτας είναι η μόνη παρηγοριά, η μόνη μας συντροφιά στο σύντομο πέρασμά μας.
– Το να γράψεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα απαιτεί πολύ διάβασμα, μεγάλη έρευνα και την ικανότητα να αποδώσεις μια εντελώς άγνωστη ζωή, καθώς ο χρόνος και ο χώρος που διαδραματίζεται η ιστορία στο πολύ μακρινό για μας παρελθόν, θέλει μαεστρία ώστε να αποδοθεί σωστά, προσέχοντας να μην πέσετε σε ανακρίβειες και αναληθή γεγονότα. Νιώσατε σαν να ζείτε κι εσείς τη συγκεκριμένη εποχή που περιγράφετε, να κινείστε μέσα στο χωροχρόνο εκείνο;
Η ανάπλαση μιας άλλης εποχής, χώρια από την έρευνα σε κάθε επίπεδο (ιστορικό, κοινωνικό, ενδυματολογικό, ηθών και εθίμων, γαστρονομικό, κλπ) είναι μεγάλος πειρασμός. Χωρίς να αποκοπείς από το «σήμερα» και να καταβυθιστείς, κυριολεκτικά όμως, στο «τότε» δεν μπορείς να το αναπλάσεις. Τα προβλήματα στον άνθρωπο ήταν, είναι και θα είναι πάντα τα ίδια. Όσο και αν δεν το συνειδητοποιούμε σχεδόν όλα έχουνε τεθεί από την αρχαιότητα, ελάχιστα προστέθηκαν από τότε. Και όχι μόνο έχουν τεθεί από τότε αλλά από τότε δόθηκαν και οι πρώτες απαντήσεις. Το αρχαίο Ελληνικό Δράμα για παράδειγμα δεν κάνει παρά αυτό που κάνει ή θα έπρεπε να κάνει, η λογοτεχνία. Ίσως είναι προσωπική αντίληψη αλλά για εμένα, τουλάχιστον σε αυτά τα δύο βιβλία της τριλογίας, αυτά τα μονοπάτια θέλησα να διαβώ. – Έχετε δύο γιους και είπατε πως η Ιάσμη είναι η κόρη σας! Φαντάζομαι ότι πλέον ο αριθμός αυτός αυξήθηκε και με τη Χατισέ είστε ήδη «πολύτεκνος»! Γιατί επιλέξατε γυναικεία ονόματα για τους υπότιτλους του έργου σας; Μήπως κατά βάθος θα θέλατε να είχατε και μία κόρη;
Στην τριλογία, «ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ» παρά το γεγονός πως τα βιβλία φέρουν σαν τίτλους γυναικεία ονόματα, οι γυναίκες δεν είναι οι πρωταγωνιστές είναι οι καταλύτες. Μοιάζουν περισσότερο με ξωτικά, νεράιδες, φαντάσματα ή και τις μοίρες της παράδοσης. Αν δεν υπήρχαν όμως εκείνες δεν θα υπήρχαν οι πρωταγωνιστές, Αν δεν υπήρχε η Ιάσμη δεν θα υπήρχε ο Νικόλας, αν δεν υπήρχε η Χατισέ δεν ξέρω αν θα είχε νόημα η ζωή του Πάολο. Σε όλα αυτά υπάρχει μια δυαδικότητα ^ υπάρχει το υποκείμενο και ο έρωτας. Είδατε; πάλι ο έρωτας μπροστά μας! Όταν δε λέω έρωτας δεν πρέπει να τον εννοούμε μόνο με την στενή του έννοια, πρέπει να τον δούμε ωσάν να έχει θεϊκή προέλευση και πλατειά ερμηνεία. Λέμε για παράδειγμα «είναι ερωτευμένος με τη μουσική», «το γράψιμο ήταν ο έρωτάς του» κλπ. Βέβαια στα βιβλία μου ο έρωτας εξειδικεύεται και εξιδανικεύεται αγγίζοντας καμιά φορά ακόμα και την υπερβολή που αν την χρησιμοποιώ, την χρησιμοποιώ σαν όχημα μεγέθους και έντασης. Οι γυναίκες στα «Χρόνια της ομίχλης» εκτός από καταλύτες είναι και αρκετά συμβολικές, σαν τις θεές του Ολύμπου. Στην Ιάσμη για παράδειγμα άνετα η ομώνυμη πρωταγωνίστρια θα μπορούσε να ταυτισθεί με την Αφροδίτη και την Αθηνά, την Αφροδίτη που εισάγει τον Νικόλα (άνθρωπο) στα μυστικά του έρωτα, την Αθηνά που του εμφυσά σοφία. Εδώ θέλω να προσθέσω και κάτι ακόμα. Συνειδητά στα γραπτά μου αυτά θα διαπιστώσει, ή έστω θα υποπτευθεί ο αναγνώστης, πως πραγματεύομαι τον θάνατο σαν ένα μη τελεσίδικο συμβάν. Κανέναν στις ιστορίες μου, ακόμα και πεθαμένο δεν τον αφήνω να αποχωρήσει από το προσκήνιο. Όλοι με κάποιον τρόπο συνεχίζουν να «υπάρχουν». Στην «Ιάσμη» η πρωταγωνίστρια για τον Νικόλα δεν έχει πεθάνει ποτέ, εκείνος ζει με «τα μάτια της» και εκείνη μέσα του, η Μαρκέλλα τα βράδια μιλάει απ το παραθύρι με τον «Γιάννη της». Η «ζωή» είναι ατελεύτητη, διαιωνίζεται μέσα από την μνήμη, την ανάμνηση, γι αυτό τα βιβλία μου αυτά είναι αφιερωμένα «σε γονιούς και προγόνους». Όσο υπάρχουμε, τους σκεπτόμαστε και τους μνημονεύουμε, υπάρχουν και εκείνοι.
– Ποια είναι τα ενδιαφέροντά σας εκτός της συγγραφής, πώς περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας; Συλλέγετε γύρω σας εικόνες και πρόσωπα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια μελλοντική σας σκέψη και αποτύπωση πάνω στο χαρτί;
Η έννοια του «ελεύθερου χρόνου» είναι παρεξηγημένη και πάντοτε είχα ένα πρόβλημα να την καταλάβω χωρίς μέχρι σήμερα να τα έχω καταφέρει. Θα καταλάβετε άμεσα τι εννοώ. Εγώ είμαι Αρχιτέκτονας που στον ελεύθερό του χρόνο ζωγραφίζει, φωτογραφίζει και τελευταία γράφει. Έτσι τον αντιλαμβάνομαι και έτσι τον περνάω. Όσο για τα θέματα που λέτε, είναι τόσα πολλά, και ξέρετε σε περιόδους κρίσης αυξάνονται δραματικά. Δεν ξέρω αλλά χωρίς να είμαι οπαδός της «στρατευμένης» τέχνης, λογοτεχνίας κλπ, νομίζω πως μεγάλο ρόλο θα μπορούσαν να παίξουν οι συγγραφείς δίνοντας σπέρματα προβληματισμού μέσα από τα βιβλία τους αλλά, και πάλι δεν ξέρω, ίσως να σφάλω, βλέπετε όσο μεγαλώνω για όλο και περισσότερα πράγματα αμφιβάλλω.
Σας εύχομαι καλή συνέχεια σε ό,τι κι αν κάνετε, και καλοτάξιδα τα ούτως ή άλλως ταξιδιάρικα μυθιστορήματά σας στις πανέμορφες θάλασσες γύρω μας και μέσα μας!
Ο ΝΙΚΟΣ ΓΟΥΛΙΑΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Το 1980 αποφοίτησε από την Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Έργα του, ιδιωτικά και δημόσια, μικρά και μεγάλα, βρίσκονται υλοποιημένα σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Μέχρι σήμερα έχει τιμηθεί με πολλά Πανελλήνια Αρχιτεκτονικά Βραβεία και Διακρίσεις, ενώ έργα του έχουν δημοσιευτεί σε αρχιτεκτονικά περιοδικά και βιβλία. Το βιβλίο ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ – ΙΑΣΜΗ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
Χρησιμοποιούμε cookies για την παροχή των υπηρεσιών και την ανάλυση της επισκεψιμότητας της σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, αποδέχεστε τη χρήση των cookies.ΕντάξειΌροι Χρήσης