Στις 11 Γενάρη 2021 έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους Nεοέλληνες συγγραφείς, ο Βασίλης Αλεξάκης. Εγκατεστημένος στη Γαλλία από το 1969 υπήρξε συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde και έγραψε τα πρώτα του βιβλία στα γαλλικά.

Το «Τάλγκο» είναι το πρώτο του έργο γραμμένο στη μητρική του γλώσσα, κυκλοφόρησε το 1982 και μέχρι σήμερα σημειώνει μεγάλη επιτυχία, ενώ το 1984 έγινε ταινία με τίτλο «ξαφνικός έρωτας». Έχει πάρει πολλά βραβεία και έχει ασχοληθεί με τον Κινηματογράφο και το Θέατρο. Έγραφε και στις δύο γλώσσες, ελληνική και γαλλική, αρχίζοντας πότε από τη μία και πότε από την άλλη και αυτομεταφραζόταν στη δεύτερη. Οι γλώσσες και η τύχη της Λογοτεχνίας, η καθημερινότητα και ο έρωτας αποτελούν τα κύρια θέματα του έργου του.
Το μυθιστόρημα (έτσι χαρακτηρίζεται στο εντυπωσιακό εξώφυλλο) «Το Κλαρινέτο» κυκλοφόρησε στα ελληνικά το Νοέμβριο του 2015 από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, αφιερωμένο στα πέντε παιδιά του αγαπημένου φίλου του Ζαν – Μαρκ. Ένα συναρπαστικό βιβλίο, στις 458 σελίδες του οποίου ο συγγραφέας αναφέρεται κυρίως στις τελευταίες στιγμές του Γάλλου φίλου και εκδότη του και στην ελληνική κρίση. Ο λόγος του χειμαρρώδης, εύληπτος, σαφής και απλός, αυτοσαρκαστικός, με χιούμορ, ειρωνικός άλλοτε, δημιουργεί στον αναγνώστη βαθύ προβληματισμό για όσα συμβαίνουν σήμερα, για τον κύκλο της ζωής και την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο.


Γιατί ξεχνάμε; Η μνήμη (με τον καιρό δε θυμάται ονόματα ή απλά πράγματα) τον απασχολεί, δε θυμάται το κλαρινέτο (το μουσικό όργανο) που τον εντυπωσιάζει, προβληματίζεται πολύ για τον τίτλο του νέου του βιβλίου «το κλαρινέτο πραγματικά καλός τίτλος; Δεν πήρα ακόμη την απόφαση να τον χρησιμοποιήσω» αναφέρει στη σελίδα 114. Όμως στη σελίδα 276, σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής του, τότε που προσπαθεί να στηρίξει τον βαριά άρρωστο φίλο του λέει «την ώρα που αγόρευα έτσι κάποιος άρχισε να παίζει κλαρινέτο. Μου φάνηκε τόσο καταπληκτικό που στην αρχή πίστεψα ότι δεν είχα ακούσει καλά. Όμως όχι, δεν ονειρευόμουν». Τέλος, στη σελίδα 424 ο τίτλος ενός παιδικού τραγουδιού που έρχεται στη μνήμη του τον οδηγεί στη διαπίστωση «βεβαιώθηκα εκείνη τη στιγμή ότι δε θα έβρισκα ποτέ καλύτερο τίτλο για το βιβλίο μου από το κλαρινέτο». Κλαρινέτο λοιπόν, ένα ευχάριστο μουσικό όργανο, μια χαρούμενη νότα στις δύσκολες στιγμές της ζωής του αφηγητή – συγγραφέα, του άρρωστου φίλου, της ταλαίπωρης πατρίδας!


Στα 4 μεγάλα κεφάλαια του βιβλίου η ζωή του αφηγητή μοιράζεται (καθότι μετανάστης ) ανάμεσα στη Γαλλία (Παρίσι και διάφορες πόλεις) και στην Ελλάδα (Αθήνα – Τήνος). Προσφέρει στην οικογένεια, δένεται πολύ με τους εκδότες του, ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις των δύο χωρών για ομιλίες, βραβεύσεις, παρουσιάσεις των βιβλίων του, εκθέσεις βιβλίων. Όταν ζει στη μια χώρα νοσταλγεί την άλλη, κυρίως όμως αγαπάει την Τήνο, συγκρίνει τους δύο πολιτισμούς, προσπαθεί να εξηγήσει την προέλευση των λέξεων. Υπεραγαπά το Γάλο φίλο και εκδότη του και οι δύο προσέχουν ιδιαίτερα τις γυναίκες, θεωρούν τον έρωτα σημαντικό στη ζωή τους. Σε όλο το βιβλίο τού απευθύνεται στο β΄ Ενικό πρόσωπο, του εξομολογείται. Όταν εκείνος αρρωσταίνει βαριά, κάνει τα πάντα για να τον προστατέψει, αλλά ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο χρόνο, στο θάνατο. Και φυσικά και μετά το θάνατο του φίλου ο αφηγητής – συγγραφέας συνεχίζει να του απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο, αλλά αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ζήσει από κοντά τα βάσανα της χώρας του.


Ευθαρσώς και χωρίς περιστροφές τοποθετείται, συναντάει ανθρώπους που υποφέρουν, μιλάει μαζί τους, οδηγείται σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα. Γνωρίζει για την «Κλίμακα» και την «Πράξις» στην Αθήνα, για την «Μοκέτα» στο Παρίσι , υποστηρίζει τους ανθρώπους της «Σχεδίας», παρατηρεί τον αρχαιολογικό χώρο στον Κεραμικό (αμφορείς, επιτύμβιες στήλες), εντυπωσιάζεται από τη γηραιά κυρία που πλέκει πουλόβερ και την ερωτευμένη γυναίκα με το κόκκινο τελάρο. Συγκρίνει το παρόν με άλλες εποχές, μένει στον καθρέφτη του μπάνιου και μιλάει με τον εαυτό του, λυπάται για το χρόνο που του χαρίζει αδυναμίες και παίρνει για τη δική του ζωή τις τελικές αποφάσεις, ικανοποιημένος από τα παιδιά και τα εγγόνια του.


Με ζωντανό, λεπτομερή και παραστατικό αφηγηματικό λόγο η ελληνική κρίση αποτυπώνεται σε όλο της το μεγαλείο: η μεταναστευτική πολιτική, η οικονομία, η ανεργία, ο ρόλος των ΜΜΕ και οι βολεμένοι δημοσιογράφοι, η Εκκλησία και η συμπεριφορά της απέναντι στους αδύναμους πολίτες, η Τρόικα και γενικότερα η εξάρτηση της χώρας μας από ξένες δυνάμεις, η ανεπάρκεια του Κράτους και οι πρωτοβουλίες ιδιωτών, η δράση της Χρυσής Αυγής (φυλετικός ρατσισμός, δολοφονία Παύλου Φύσα), οι πωλήσεις ακινήτων, οι διαδηλώσεις, οι λιποθυμίες και τα συσσίτια στα σχολεία, οι ζητιάνοι και οι άστεγοι, τα κέντρα διασκέδασης και οι καταχρήσεις, η κρίση στο χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού γενικότερα.


Αναμφίβολα το βιβλίο αυτό αφήνει απογοήτευση για την ελληνική κρίση και πικρή γεύση για το τέλος μιας δυνατής φιλίας και μιας καριέρας «η σκέψη μου πήγαινε πότε σ’ εσένα και πότε στην Ελλάδα σαν εκκρεμές, μού ήταν αδύνατο να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Κάποιες στιγμές τα δύο δράματα, το δικό σου και της Ελλάδας, γίνονταν ένα στο μυαλό μου» (σελίδα 328 – 29). Ως αναγνώστες τελικά, παίρνουμε το μήνυμα πως πρέπει να τοποθετούμαστε με ρεαλισμό στα προβλήματα της χώρας μας, να αισιοδοξούμε για το μέλλον και να στηριζόμαστε στην αληθινή φιλία και στην αποδοχή της άποψης πως η διαδρομή μας είναι πεπερασμένη.