Ένα φυλλαράκι… της Ιουλίας Ιωάννου
Σήμερα έκλεισε ο κύκλος μου σ’ αυτή τη ζωή.
Γεννήθηκα πριν από μερικούς μήνες… από μικρό σποράκι άρχισα να μεγαλώνω, να αναπτύσσομαι και να γίνομαι ένα μεγάλο καταπράσινο φυλλαράκι. Ένα ακόμη από τα χιλιάδες αδέλφια μου που μεγαλώναμε μαζί, προστατευμένα πάνω στην τεράστια μουριά. Τι να πρωτοθυμηθώ από όλη αυτή τη γεμάτη ζωή που έζησα…
Την άνοιξη που τα κλαδιά της μητέρας μουριάς ήταν όλα γυμνά έμοιαζαν σαν τεράστια χέρια απλωμένα και δεμένα μεταξύ τους. Ο λεπτός κορμός τους άρχισε να χοντραίνει, να γίνεται γερός και να γεννάει συνεχώς νέα μικρά κλαδιά. Μετά αρχίσαμε εμείς να φυτρώνουμε γύρω τους για να τα προστατεύουμε.
Από μικρά καταπράσινα και αδύναμα φυλλαράκια γίναμε κι εμείς μεγάλα και ο ίσκιος μας είχε καταφέρει να κρύβει ακόμη και τον ζωογόνο ήλιο. Μα αυτή ακριβώς ήταν η αποστολή μας!
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού είχαμε αναπτύξει τόσο μεγάλη σκιά, που εκείνη επέλεγε να περάσει το χρόνο της ξαπλωμένη πάνω στην αιώρα που στηριζόταν στις μουριές του κήπου. Τα φυλλώματά της της προσφέρανε εκτός από σκιά και την ανάσα τους, τη δροσίζαμε μέσα στο καυτό λιοπύρι φυσώντας θαρρείς για να την κρατήσουμε λίγο περισσότερο κοντά μας. Συντροφιά μας είχαμε το μελωδικό τραγούδι των τζιτζικιών, αλλά και το τιτίβισμα των πουλιών που μπλέκονταν ανάμεσά μας για να φτιάξουν τις φωλιές τους και να προστατέψουν τα μικρά τους.
Αλλά και το βράδυ… πόσα πολλά βράδια επέλεγε εκείνη να ξαπλώσει και πάλι κάτω από τον προστατευτικό μας μανδύα, να αναζητήσει ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματά της τα αστέρια ή να προσπαθήσει να μεταφέρει τις σκέψεις της στο ολόγιομο φεγγάρι… να του τραγουδήσει γλυκά, να διώξει τη θλίψη της…
Κι έπειτα άρχισαν οι μέρες να μικραίνουν το φως τους… ο αέρας έγινε πιο έντονος, μέχρι που μπήκε ο Σεπτέμβρης.
Αρκετά νωρίς κάποια πιο αδύναμα από μας άρχισαν να αποχωρίζονται νωρίς από κοντά μας και να πέφτουν στο μαλακό χορτάρι. Τα κοιτούσα και γνώριζα πολύ καλά και τη δική μου κατάληξη, όλων μας.
Άλλωστε αυτός ακριβώς ήταν ο προορισμός μας και δεν παραπονιόμουν καθόλου.
Μέχρι που σήμερα ένιωσα ένα δυνατό πόνο, κάτι να κόβει την ανάσα μου, να με παίρνει και να πηγαίνει αργά αργά προς τα κάτω. Και τότε κατάλαβα πως είχε φτάσει η ώρα…
Κοιτάζω γύρω μου τα άλλα μου αδέλφια που έπεσαν πριν από μένα… από καταπράσινα γερά και όμορφα φύλλα, έγιναν καφέ, σε λίγο θα γίνουν χώμα… όπως κι εγώ…
Νιώθω τις χοντρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω μου, κοιτάζω τα υπόλοιπα αδέλφια μου που στέκουν ακόμη εκεί ψηλά και αντέχουν, λίγο λίγο θα αρχίσει και πάλι η μητέρα μουριά να χάνει τα παιδιά της, να μένει μόνο με τα γυμνά τεράστια κλαδιά της…
Όμως αυτή είναι η εξέλιξη της ζωής μας… να γίνουμε κι εμείς χώμα, λίπασμα, για να δώσουμε τροφή σε άλλα που θα πάρουν και πάλι τη θέση τους μετά τον κύκλο που θα κάνει ο χρόνος…
Είμαι ένα μικρό κίτρινο φυλλαράκι, που πριν γίνει κίτρινο ήταν καταπράσινο και σε λίγο θα γίνει ένα καφέ μικρό, κι ακόμα πιο μικρό φυλλαράκι και μετά θα μείνει μόνο χώμα…
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.