Συγγραφέας του βιβλίου «Μαύρο νυφικό» – Εκδόσεις «Λιβάνη»

Με ένα υφαντό, που στον αργαλειό της γραφής μπλέκει τα πραγματικά γεγονότα με τα φανταστικά, παρομοιάζει το βιβλίο της «Μαύρο νυφικό» η Ειρήνη Μαλάμου. Ακολουθώντας το νήμα του αργαλειού σεργιανίζουμε μαζί της στα σοκάκια της Σκοπέλου και παρακολουθούμε να ξεδιπλώνονται στις σελίδες του, παλιές και καινούργιες ανθρώπινες ιστορίες, αλλά κυρίως οι συγκλονιστικές ιστορίες δυο γυναικών που έζησαν σε διαφορετικές εποχές. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «Στο «Μαύρο νυφικό» θα βρούμε γυναίκες που υποτάχτηκαν στα πρέποντα, άλλες που πήραν τη ζωή στα χέρια τους, ίσως τη γιαγιά μας και τη μάνα μας, και γιατί όχι, τον ίδιο μας τον εαυτό».

Ο τίτλος του βιβλίου σας αποτελείται από δυο λέξεις που μένουν στο μυαλό του αναγνώστη, επειδή μοιάζουν τόσο μα τόσο «αντίθετες»! Ήταν η πρώτη σας επιλογή αυτός ο δυνατός τίτλος;
Ο τίτλος ήταν η πρώτη μου σκέψη, οι πρώτες λέξεις που αποτυπώθηκαν πάνω στο χαρτί. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που με κάνουν να πιστεύω πως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να έχει κανέναν άλλο τίτλο. Ο ένας λόγος είναι το μαύρο χρώμα του παραδοσιακού νυφικού της Σκοπέλου, ο τόπος δηλαδή στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Ένας άλλος λόγος είναι η ηρωίδα, μια γυναίκα ανατρεπτική όσο κι ένα μαύρο νυφικό φόρεμα. Τα υπόλοιπα θα σας αφήσω να τα ανακαλύψετε.

Ίσως λίγοι γνωρίζουν πως στη Σκόπελο η νυφική φορεσιά περιλαμβάνει και τη μαύρη νυφική Στόφα. Πώς την περιγράφετε στο βιβλίο σας και πώς νιώσατε όταν την είδατε για πρώτη φορά;
Στο βιβλίο περιγράφεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες, τα τέσσερα μεσοφόρια, το κεντητό πουκάμισο, το κόκκινο μπολερό, ο κεφαλόδεσμος κι η μαύρη νυφική Στόφα.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η πρώτη φορά που είδα τη Στόφα, ήμουν πολύ μικρή. Σίγουρα τότε δεν μου έκανε εντύπωση, την προσπέρασα για αρκετά χρόνια, θεωρώντας πως ήταν απλώς μια παραδοσιακή φορεσιά. Μεγαλώνοντας άρχισα να προβληματίζομαι, να σκέφτομαι όλες εκείνες τις γυναίκες που κεντούσαν πάνω στο μαύρο ύφασμα, ένα ύφασμα που θα φορούσαν για να γίνουν νύφες και τότε γεννήθηκε μέσα μου η απορία. «Ήταν άραγε το στεφάνωμα χαρά ή μήπως ήταν θρήνος;»

Κάτι ακόμη που μας κάνει να θέλουμε να γνωρίσουμε την ιστορία σας είναι πως αφιερώνετε το βιβλίο στη Σκοπελίτισσα γιαγιά σας. Ήταν αυτή η γυναίκα ο λόγος που το γράψατε;
Δυστυχώς δεν πρόλαβα να τη ζήσω αρκετά, τουλάχιστον όχι όσο θα ήθελα. Ξέρετε οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, ανεξάρτητα από το βιοτικό ή το μορφωτικό τους επίπεδο, κρύβουν μέσα τους μια σοφία. Ένα απόσταγμα ζωής, θα έλεγα. Δεν χρειάζεται να πουν πολλά, δύο απλές κουβέντες, ένα κούνημα του κεφαλιού, ένα νεύμα τους αρκεί να σε παρακινήσει να σκεφτείς πιο βαθιά, να θέλεις διακαώς να ανακαλύψεις ποιο παρελθόν κρύβεται πίσω από τα σφιγμένα χείλη.

«Τα λόγια σου ήταν ένας στρόβιλος αναμνήσεων, εξομολογήθηκες όσα δεν είχες αποκαλύψει ποτέ. Ίσως γιατί γνώρισες πως ήταν οι τελευταίες σου στιγμές». Πόσο σας παίδεψε η ανάμνηση αυτής της συνομιλίας μέχρι να γράψετε τις πρώτες λέξεις σας;
Γενικά η συγγραφή της συγκεκριμένης ιστορίας με παίδεψε. Κυριολεκτικά με κατάπιε η δίνη των αναμνήσεων και των συναισθημάτων. Αφουγκράστηκα τα πατήματα των προγόνων, έγινα σχεδόν ένα με τους ήρωες. Μπορεί να σας ακούγεται παράξενο, αλλά ειλικρινά ένιωσα τη χαρά τους, την αγωνία τους, τον πόνο και την απόγνωση της εποχής. Υπήρχαν φορές που άφηνα κάτω το μολύβι γιατί αδυνατούσα να συνεχίσω.

Είναι το «Μαύρο νυφικό» μόνο η ιστορία της γιαγιάς σας; και αν όχι, σε ποιο βαθμό η μυθοπλασία βοήθησε ώστε να κρατήσετε αμείωτο το ενδιαφέρον μας μέχρι το τον επίλογο;
«Το Μαύρο Νυφικό» είναι ένα υφαντό, που στον αργαλειό της γραφής μπλέκει τα πραγματικά με τα φανταστικά γεγονότα. Ας μην παρακάμψουμε το γεγονός πως είναι σε δύο χρόνους γραμμένο, στο τότε και στο τώρα. Οι κεντρικές ηρωίδες δύο, μία που γεννήθηκε τον προηγούμενο αιώνα και μία που ζει στην σημερινή εποχή. Μέσα στις σελίδες του ξεδιπλώνονται παλιές και καινούργιες ανθρώπινες ιστορίες. Θα βρούμε λοιπόν τη γιαγιά μας, τη μάνα μας, γυναίκες που υποτάχτηκαν στα πρέποντα, άλλες που πήραν τη ζωή στα χέρια τους, και γιατί όχι, τον ίδιο μας τον εαυτό.

«Τα πολύχρωμα λουλούδια συμβολίζαν τις χαρές του γάμου κι όσο για το μαύρο χρώμα του νυφικού, πολλά έχουν ειπωθεί», γράφετε και θα ήθελα να μας δώσετε μερικά από αυτά τα πολλά που έχουν ειπωθεί.
Αναφέρομαι στις απόψεις που έχουν κατά καιρούς γραφτεί σχετικά με την προέλευση και τις επιρροές που έχει δεχτεί η Σκόπελος ώστε να έχει η νυφική φορεσιά το συγκεκριμένο χρώμα.

«Το νυφικό μας ήταν μαύρο, γιατί τον άντρα μας τον κλαίγαμε τη μέρα που τον στεφανωνόμασταν. Αν δεν τον έπαιρνε ο πόλεμος, τον έπαιρνε η θάλασσα». Και είναι, μάλλον, αυτό το σημείο που κορυφώνει το αναγνωστικό μας ενδιαφέρον. Μιλήστε μας γι αυτό.
Ας ξεκινήσουμε ξεχνώντας το νησί που βλέπουμε όταν το επισκεπτόμαστε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Ας γυρίσουμε στον χρόνο πίσω, τότε που ξεκινάει η ιστορία του βιβλίου, αρχές 20ου αιώνα. Ένα νησί δύσκολο, δύσβατο, ζυμωμένο με τη θάλασσα. Οι περισσότεροι άντρες ναυτικοί, μπάρκο δύο-τρία χρόνια, ίσως και παραπάνω. Οι γυναίκες ζούσαν ουσιαστικά μόνες, περιμένοντας τον νόστο του ναυτικού ή τον χαμό του για πάντα. «Δεν ήθελε να δώσει τη θυγατέρα της σε ναυτικό. Εκτός που θα έλειπε για καιρό, οι χήρες των ναυτικών στο νησί περίσσευαν», αναφέρει σε κάποιο κεφάλαιο μία από γυναίκες του βιβλίου. Υπήρξαν λοιπόν άντρες που χάθηκαν σε ναυάγια, κάποιοι που άφησαν πίσω την οικογένεια που έφτιαξαν στο νησί κι έκαναν καινούργια οικογένεια σε άλλη χώρα. Η “χήρα ” που έμεινε πίσω μπορεί να μην έμαθε ποτέ την αλήθεια ή ακόμη κι αν την έμαθε ίσως προτίμησε να μαυροφορεθεί για να μην στιγματιστεί σαν ανεπιθύμητη σύζυγος.

Ας μιλήσουμε τώρα για την εποχή. Ελληνοαλβανικό μέτωπο, πόλεμος του ‘40, αντίσταση, αντάρτικο, εμφύλιος.

Τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στο νησί εκείνη την περίοδο κι αναφέρονται στο κείμενο είναι πραγματικά. Παράδειγμα, ο Μιλιούνης, ο Γερμανός διοικητής των Σποράδων, η απαγωγή του, η ακόλουθη πυρπόληση της Σκιάθου, οι εκτελέσεις των ντόπιων κι άλλα που θα βρούμε μέσα στις σελίδες του Μαύρου Νυφικού, είναι γεγονότα που δεν έχουν χαθεί ακόμη από τις μνήμες των ντόπιων.

Γλώσσα Σκοπέλου. Ένας τόπος γεμάτος αναμνήσεις, μυρωδιές, γεύσεις, γαλάζιο. Ποια είναι η πιο δυνατή ανάμνησή σας από το όμορφο νησί;
Λένε πως η πιο δυνατή ανάμνηση συνδέεται με τις μυρωδιές. Όταν κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να ταξιδέψω στις παιδικές μου αναμνήσεις το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι εκείνη η μυρωδιά του απλωμένου δαμάσκηνου, του πράσινου φλοιού από το αμύγδαλο, η ρετσίνη των πεύκων, το θυμάρι, η ρίγανη, το φασκόμηλο, όλα όσα φυτρώνουν στη γη και πλανώνται στον αέρα. Πολύ έντονα επίσης θυμάμαι τις μεγάλες γυναίκες που φορούσαν ακόμη φουστάνα και μαντίλα και καθόντουσαν έξω από τα σπίτια στις πεζούλες με το πλεκτό στα χέρια. Ήταν μια εποχή διαφορετική, μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.

Σ’ αυτό το νησί η ηρωίδα σας η Αγγελική θα αναζητήσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που της κληροδότησε η συνονόματη γιαγιά της, μαζί με τρία κλειδιά. Πόσο θα προβληματιστεί ο αναγνώστης όταν τα κλειδιά ξεκλειδώσουν το παρελθόν;
Ξέρετε, κάθε άνθρωπος που διαβάζει ένα βιβλίο χτίζει τις δικές του σχέσεις με τους ήρωες, κι αναπτύσσει ποικίλα συναισθήματα. Ο καθένας από εμάς κρίνει τα πράγματα από τη δική του σκοπιά. Η δική μου άποψη είναι, πως όταν φτάσει η στιγμή να χρησιμοποιηθούν και τα τρία κλειδιά ο αναγνώστης δεν θα προβληματιστεί. Αντιθέτως θα απελευθερώσει τη σκέψη του, θα πάρει απαντήσεις, θα λύσει τις απορίες που τυχόν του γεννήθηκαν. Με δυο λόγια θα νιώσει τη λύτρωση όπως ακριβώς θα τη νιώσει κι η ηρωίδα.

Η γιαγιά Αγγελική ήταν μια αινιγματική γυναίκα που άφησε στο νησί ανεξίτηλο το σημάδι της, μαζί και το απόκρυφο παρελθόν της. Πόσο θα επηρεάσει το παρόν της εγγονής της;
Νομίζω πως δεν θα απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Προτιμώ να αφήσω τους αναγνώστες να το ανακαλύψουν μόνοι τους.

Θεωρώ βέβαιο πως όσο διήρκησε η συγγραφή του βιβλίου είχατε έναν κόμπο στο στομάχι, κάτι που καταφέρατε να περάσετε και στον αναγνώστη. Πώς νιώσατε όταν τα τρία κλειδιά βρήκαν το δρόμο τους κι εσείς τον επίλογό σας;
Φανταστείτε ένα θηρίο, κλειδωμένο μέσα σε ένα κλουβί που ψάχνει νύχτα μέρα διέξοδο. Και φτάνει εκείνη η πολυπόθητη στιγμή που η πόρτα του κλουβιού ανοίγει και το θηρίο αφήνεται ελεύθερο. Μόνο έτσι μπορώ να περιγράψω εκείνη τη στιγμή που έβαλα την τελεία.

Γύρω μας, ανάμεσά μας υπάρχουν και σήμερα γυναίκες που υπέκυψαν στα πρέποντα και δεν έζησαν όπως ήθελαν. Γυναίκες που υπήρξαν θύματα των δεδομένων μας εποχής και υποτάχτηκαν στο πεπρωμένο τους. Αν ζούσε η γιαγιά Αγγελική τι θα μας συμβούλευε;
Εξαρχής, από τον τίτλο και μόνο, «Το Μαύρο Νυφικό», αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια σκοτεινή ιστορία που συχνά θα μας αφήσει μια πίκρα στα χείλη. Η Αγγελική όμως, είναι μια γυναίκα δυνατή, σαν αυτή που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Διεκδικεί από τη ζωή αυτό που της αναλογεί, παλεύει για την ελευθερία της, μόνη της ενάντια σε όλα. Με δυο λόγια αρπάζει τη ζωή χωρίς φόβο, χωρίς δισταγμό και με τις πράξεις και τις αποφάσεις της μας δίνει ελπίδα, μας οδηγεί στο φως και τελικά στον δρόμο της ευτυχίας. Αν λοιπόν ζούσε η γιαγιά, η δική μου ή η δική σας, πιστεύω πως θα μας έδινε την ίδια συμβουλή. Να μην το βάζουμε κάτω, να μην χάνουμε την ανθρωπιά μας και κυρίως να αναζητούμε την προσωπική μας ευτυχία. Αυτό είναι το ζητούμενο κάθε ανθρώπινης ύπαρξης από τη στιγμή που της χαρίζεται το δώρο της ζωής. Η αναζήτηση της ευτυχίας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το φθινόπωρο του 1949 η Αγγελική εγκαταλείπει το νησί της χωρίς ν’ αφήσει ίχνη κι αλλάζει τη ρότα της ζωής της για πάντα. Πολλά χρόνια αργότερα, αφήνει στη συνονόματη εγγονή της έναν φάκελο µε τρία κλειδιά κι ένα γράμμα: «…Εκτός από το σπίτι στο νησί, σου κληροδότησα κάτι ακόμη, που θα το ανακαλύψεις όταν κοιτάξεις µε τα µάτια της ψυχής σου. Τα κλειδιά ξεκλειδώνουν το δικό µου παρελθόν και το δικό σου μέλλον. Πήγαινε στο νησί. Εκεί θα βρεις τις απαντήσεις…»

Το ταξίδι της εγγονής στο νησί θα μετουσιωθεί σε ταξίδι αποκάλυψης. Εκείνο το καλοκαίρι θα ανακαλύψει το απόκρυφο παρελθόν της γιαγιάς, θα μάθει ποια ήταν η αινιγματική γυναίκα που άφησε στον τόπο ανεξίτηλο το σημάδι της. Ταυτόχρονα θα εμβαθύνει στον εαυτό της και θα χαράξει τον δικό της δρόμο, αναζητώντας τον αληθινό έρωτα, τον μοναδικό, που στο πέρασμα των αιώνων παραμένει αναλλοίωτος.

Ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται παράλληλα σε δύο διαφορετικούς χρόνους και εκτείνεται σε έναν αιώνα, ξεδιπλώνοντας παλιές και καινούριες ανθρώπινες ιστορίες.

Πήγε μέχρι την άκρη του δωματίου, εκεί που στεκόταν η παλιά κασέλα. Την ξεκλείδωσε και έβγαλε από μέσα τη νυφική της φορεσιά. Χάιδεψε µε τα δάχτυλα τα πολύχρωμα λουλούδια, ταξίδεψε µε τον νου πίσω στον χρόνο. Θυμήθηκε το κορίτσι που ήταν κάποτε, µε πόσα όνειρα και λαχτάρα είχε περάσει εκείνες τις ώρες καθισμένη δίπλα στη γιαγιά της, να κεντήσουν µία μία τις βελονιές. Σκούπισε τα βουρκωμένα της µάτια κι ανασκουμπώθηκε. Πέρασε απ’ το κεφάλι της τα τέσσερα μεσοφόρια και τη λευκή πουκαμίσα µε τα χρυσοκέντητα μανίκια. Την ίσιωσε προσεκτικά στο στήθος να ξεχωρίζουν τα νυφικά στολίδια κι έπειτα φόρεσε ευλαβικά το μαύρο νυφικό της φόρεμα. Της έμενε µόνο η βέρα, αυτή που είχε σκαλισμένο το δικό του όνομα. Την έπιασε τρέμουλο καθώς την πέρασε στο δάχτυλο δίπλα στην άλλη, συλλογιζόταν τη ζωή της που μοιράστηκε σε δυο διαφορετικούς κύκλους. Τον έναν τον είχε κλείσει, τώρα ζύγωνε η ώρα να ενώσει τον άλλο.

Βιογραφικό
Η Ειρήνη Μαλάµου γεννήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1971. Σπούδασε Προγραµµατισµό Η/Υ κι εργάστηκε από το 1990 σε πολυεθνικές κι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες, στο τµήµα της Μηχανογράφησης.
Ο τόπος καταγωγής της είναι η Σκόπελος, που στάθηκε πηγή έµπνευσης για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Ζει στον Ωρωπό µε τον σύζυγό της και τα τρία παιδιά τους.