Συγγραφέας του βιβλίου «Μην πατάς ξυπόλυτη» – «Εκδόσεις Καστανιώτη»

H συνομιλία μου με την Αστερόπη Λαζαρίδου ήταν τόσο ευχάριστη όσο και η ανάγνωση του βιβλίου της. Το ιδιαίτερο εξώφυλλο, τα χρώματά του, ο τίτλος και το όνομά της με μικρά γράμματα, μ’ έκαναν να εισπράξω κάτι από τη θετική ενέργεια που είχε όταν αποφάσισε να μεταφέρει στιγμές ζωής, σε χαρτί. Σε καθένα από τα κεφάλαιά του βρήκα ευαισθησία, προβληματισμό, εσωτερική αναζήτηση και σίγουρα χιούμορ. Κρατώ στο μυαλό την τελευταία πρόταση που μοιράστηκε με το Vivlio-life: «Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή τους σαν ταινία, δεν το βάζουν ποτέ κάτω. Γιατί έχουν περιέργεια να δουν τι θα γίνει παρακάτω».

Χιούμορ, αυτοσαρκασμός και θετική ενέργεια σ’ ένα βιβλίο γεμάτο προσωπικά βιώματα, κρυφές σκέψεις, ανησυχίες. Και όλα αυτά δοσμένα με την ευαισθησία της συγγραφέα και την κριτική ματιά της δημοσιογράφου που είδε και κατέγραψε πολλά. Πώς αποφασίσατε να τα δέσετε σ’ ένα βιβλίο;
Όλα αυτά, τα μάζευα χρόνια μέσα μου. Τα κουβαλούσα σε καρδιά και μυαλό, αλλά και σε αμέτρητα σημειωματάρια που γέμιζα με σκέψεις και ιδέες. Κάπου κάπου τα διάβαζα, και σκεφτόμουν «ρε συ, αυτό είναι ωραίο…» – λες και το είχε γράψει κάποιος άλλος. Άλλες φορές, έστελνα sms στον εαυτό μου, ως ευγενική υπενθύμιση ότι κάποια ημέρα, πρέπει να στρωθώ και να γράψω. Τελικά, όλα έδεσαν μαγικά, κατά τη διάρκεια του δεύτερου λοκντάουν. Λες και είχαν ανοίξει οι ουρανοί, λες και ήρθε επιτέλους το σωστό timing. Βοήθησε πολύ και το γεγονός ότι ήμουν άνεργη. Επομένως, είχα άπλετο ελεύθερο χρόνο για να αφιερώσω στο «πρώτο μου παιδί».

Κάποια από τα κείμενά σας έχουν δημοσιευτεί σε δημοσιογραφικά έντυπα και sites. Τα συμπεριλάβατε στην έκδοση ακριβώς όπως τα παραδώσατε στον αρχισυντάκτη σας τότε ή έχετε βάλει και την επίκαιρη ματιά σας;
Επέλεξα να συμπεριλάβω στο βιβλίο λίγα κείμενά μου που είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν, περίπου δέκα. Ήταν μερικά από τα πιο αγαπημένα μου, που είχαν γίνει viral και ένιωσα ότι είχαν λόγο ύπαρξης και στο βιβλίο, ακολουθούσαν με έναν τρόπο την ιστορία της ζωής μου. Μοιραία όταν διαβάζεις κάτι που έχεις γράψει πριν από κάποιο καιρό, κάνεις διορθώσεις, αφαιρείς ή προσθέτεις. Σα να φτιάχνεις τα μαλλιά σου μπροστά από έναν καθρέφτη. Αν πετάει κάποιο τσουλουφάκι, το ισιώνεις.

«Μην πατάς ξυπόλητη». Ένα κεφάλαιο στα τόσα άλλα που διαβάζει ο αναγνώστης και του «μένει». Τι σημαίνουν αυτές οι τρεις λέξεις για σας και πόσο χαίρεστε που… ευτυχώς έχετε καλή μνήμη και θυμάστε τις ιστορίες σας;
Εκτός από τον τίτλο του βιβλίου, είναι και το ομώνυμο κεφάλαιο, στο οποίο μιλάω για τον θάνατο της μητέρας μου. Την έχασα το 2012, στα 35 μου, εκείνη έφυγε μόλις στα 58 της, από νεφρική ανεπάρκεια. Ήταν μία πολύ δυνατή και σκληρή γυναίκα, που επειδή κι εκείνη δεν είχε μάθει το χάδι από τους γονείς της, μου εξέφραζε και το δικό της νοιάξιμο μέσα από απαγορεύσεις. Μου έλεγε να μην πατάω ξυπόλυτη για να μην κρυώσω, κι αυτή ήταν η διαχρονική μας διαμάχη. Αυτές οι τρεις λέξεις, σημαίνουν λοιπόν πολλά, όπως και η καταστρατήγησή τους. Γιατί τελικά, οφείλουμε να περπατήσουμε ξυπόλυτοι μέσα στον κόσμο. Για να ματώσουμε, να γειωθούμε, να πάθουμε και να μάθουμε. Όσο ζούσε η μητέρα μου, της θύμωνα πολύ συχνά, ακριβώς επειδή ήταν πολύ αυστηρή μαζί μου. Αυτόν τον τίτλο, αυτό το κείμενο, ίσως τελικά και ολόκληρο το βιβλίο, της το χρωστούσα. Και όσο θυμόμαστε τους νεκρούς μας, δεν πρόκειται να πεθάνουν ποτέ.

Τελικά «Υπάρχει ζωή μετά τους γονείς»; Τι μαθαίνουμε από το ενδιαφέρον αυτό ερώτημα;
Σίγουρα υπάρχει! Ευτυχώς! Μόνο που, ακόμη κι αν έχουν φύγει, πάλι κάπου εδώ τριγύρω βρίσκονται. Όταν πέθανε ο πατέρας μου το 2018 κι εγώ κοιμόμουν δυστυχισμένη στον καναπέ, τον είδα ένα βράδυ στον ύπνο μου, να μου λέει «μην στενοχωριέσαι. Εδώ δίπλα είμαι. Εγώ σε βλέπω. Είναι σα να είμαι στο διπλανό δωμάτιο ενός ξενοδοχείου». Αυτή η σκέψη με ανακουφίζει απίστευτα. Και με νανουρίζει κάθε βράδυ. Όταν χάνεις τους γονείς σου, γίνεσαι μοιραία εσύ ο γονιός του εαυτού σου. Ενηλικιώνεσαι, αλλά ταυτόχρονα περνάς και δεύτερη εφηβεία. Προσωπικά, μου λείπουν αφάνταστα εκείνα τα τηλέφωνα που με έπαιρναν χωρίς λόγο και κάποτε με εκνεύριζαν. Αυτό το εκ φύσεως ενδιαφέρον «είσαι καλά παιδάκι μου;». Όσοι τους έχετε ακόμη, να τους λέτε ότι τους αγαπάτε. Και να σηκώνετε πάντα το τηλέφωνο…

«Έρωτας στα χρόνια του Facebook». Πώς τον βλέπετε;
Τον βλέπω από μακριά, με τα κιάλια! Μου θυμίζει ένα σαχλό ερωτικό γαϊτανάκι, ένα γύρω-γύρω-όλοι, στη μέση ο κανένας. Το ίνμποξ γεμίζει κατά καιρούς από αμήχανα ή μηχανικά «γεια σου τι κάνεις;» ή από παλιομοδίτικα «ευχαριστώ για την αποδοχή», αλλά δυστυχώς, ελάχιστοι έχουν το θάρρος να προτείνουν μια βόλτα στον έξω κόσμο, μακριά από οθόνες και ιμότικονς.

«Το δικαίωμα στη (μη) μητρότητα». «Τι σημαίνει, όταν απλώς δεν θέλεις να φέρεις ένα παιδί στον κόσμο;». Ένα κεφάλαιο που θα αγγίξει τις γυναίκες. «Καλύτερα μαμάδες του εαυτού μας;».
Μία από τις πιο χυδαίες ερωτήσεις στις οποίες υποβάλλεται ακόμη μία γυναίκα, είναι «πώς και δεν έκανες παιδάκι;». Αν δεν έχεις παιδί, η κοινωνία σε αντιμετωπίζει σαν λειψή, σαν καημένη που «δεν τα κατάφερε». Υπάρχουν χίλιοι δυο λόγοι για τους οποίους μία γυναίκα δεν έφερε ένα παιδί στον κόσμο. Είτε επειδή για λόγους υγείας δεν μπορούσε, είτε επειδή για λόγους κοσμοθεωρίας δεν ήθελε, οφείλουμε να τη σεβόμαστε και να τη θαυμάζουμε εξίσου. Οι άνθρωποι δεν είναι μισοί αν δεν ζευγαρώσουν, ή αν δεν τεκνοποιήσουν. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια πρέπει να περάσουν ακόμα για να το καταλάβουμε.

«Αναγκαστικά μαζί ή βολικά χώρια;». Τι μας συμβουλεύετε;
Συμβουλεύω να κάνει ο καθένας ό,τι τραβά η όρεξή του! Το συγκεκριμένο κείμενο το έγραψα κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν, που το πέρασα μόνη μου, με το σκυλάκι μου. Στην αρχή, έκλαιγα τη μοίρα μου που δεν είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο και πολύ σύντομα, συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πολλοί παντρεμένοι ή δεσμευμένοι φίλοι μου, που έπλητταν θανάσιμα με τους συντρόφους τους μέσα στο ίδιο σπίτι. Ήταν τραγελαφικό, κάποιοι με έπαιρναν τηλέφωνο όταν έβγαζαν βόλτα τον σκύλο και μου έλεγαν «ουφ ευτυχώς το σήκωσες, είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον!». Τότε κατάλαβα ότι η μοναξιά είναι κάτι πολύ σχετικό.

Αν ήσασταν πλούσια θα αγοράζατε ένα σπίτι για κάθε άστεγο, έχετε δηλώσει. Ένας από αυτούς υπάρχει και στη σελίδα 148. Είναι (ήταν) ο Χρήστος. Άραγε λείπει σε κανέναν άλλον εκτός από εσάς ό «άστεγος της Σταδίου»;
Όσοι μοιραζόμαστε την ίδια ευαισθησία για τους αστέγους, αυτούς τους τόσο ανθεκτικούς ανθρώπους, πολύ συχνά μνημονεύουμε και τον Χρήστο της Σταδίου, και άλλους που δεν έχουν πεθάνει, και είναι ακόμη ανάμεσά μας. Πρόσφατα έμαθα ότι ο Χρήστος, αγαπούσε πολύ τα βιβλία και πήγαινε σε ένα γνωστό και αγαπημένο βιβλιοπωλείο του κέντρου, που τον προμήθευε με διάφορα, για να διαβάζει και να ξεχνιέται. Κάθε φορά που βλέπω μία τέτοια εικόνα, έναν άστεγο να έχει τη δύναμη να διαβάζει έξω στον δρόμο, ή να διακοσμεί με γούστο το υπαίθριο στέκι του, λέω στον εαυτό μου «σε παρακαλώ, μην ξαναγκρινιάξεις ότι η ζωή είναι δύσκολη και άδικη μαζί σου…».

Στο κεφάλαιο «ενδοοικογενειακή βία» γράφετε «αν κοιτάξουμε γύρω μας υπάρχουν πολλές, πάρα πολλές γυναίκες που ζουν ή έχουν ζήσει στον δικό τους «Θάλαμο του Τρόμου». Πιστεύετε, πως, τώρα που όλες είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στο me too μπορούμε να κλείσουμε αυτούς τους θαλάμους;
Μακάρι να μπορέσουμε! Σίγουρα το me too και όλες αυτές οι θαρραλέες γυναίκες που βγήκαν και μίλησαν για πληγές χρόνων που ποτέ δεν επουλώθηκαν, έκαναν μία σπουδαία αρχή. Έχουμε όμως πολύ δρόμο μπροστά μας. Για τους περισσότερους, είναι πολύ πιο εύκολο να βάζουν μια καρδούλα κάτω από ένα ποστ ή ένα χάσταγκ #μετηΣοφία (Μπεκατώρου) / #μετηΖέτα (Δούκα), παρά να σταθούν επί της ουσίας σε έναν κοντινό τους άνθρωπο που έχει πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας.

Στις «καλές εποχές» της δημοσιογραφίας ασχοληθήκατε με το πολιτιστικό και κοινωνικό ρεπορτάζ. Έχουμε ελπίδες για επιστροφή σ’ εκείνες τις εποχές ή έφυγαν ανεπιστρεπτί;
Οι εποχές έχουν αλλάξει πολύ και όχι προς το καλύτερο. Τα sites καταναγκάζουν τους δημοσιογράφους να γράφουν σαν μοτεράκια ειδήσεις τη μία μετά την άλλη, σα να πρέπει να ταΐσουν διαρκώς ένα τεράστιο, αχόρταγο στόμα. Χαίρομαι που πρόλαβα να ζήσω μαγικές στιγμές ως δημοσιογράφος, όταν ξενυχτούσα το Σάββατο για να αγοράσω το Βήμα της Κυριακής και να δω τα κείμενά μου τυπωμένα. Ή όταν καρδιοχτυπούσα για ένα λάθος που είχα κάνει και είχε τυπωθεί και θα έμενε για πάντα ανεξίτηλο στο χαρτί. Ίσως να επιστρέψω κάποτε σε αυτή την έξαψη, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες, αν καταλάβουν οι εργοδότες ότι κανένας δημοσιογράφος, όπως και κανένας άνθρωπος γενικότερα, δεν δουλεύει από χόμπι. Πρέπει να πληρώνεται σωστά και να του φέρονται με σεβασμό.

Συνηθίζετε να διαβάζετε την τελευταία παράγραφο ενός βιβλίου, ποτέ την πρώτη, επειδή «ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει κάτι λέει πολλά για την ουσία ολόκληρης της αφήγησης». Το ίδιο συμβαίνει και με τη δική σας τελευταία παράγραφο;
Η δική μου τελευταία παράγραφος είναι η εξής: «Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή τους σαν ταινία, δεν το βάζουν ποτέ κάτω. Γιατί έχουν περιέργεια να δουν τι θα γίνει παρακάτω». Ω ναι, με εκφράζει απόλυτα!

Βιογραφικό
Η Αστερόπη Λαζαρίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977, πάνω στο ξέσπασμα της ντίσκο. Σπούδασε στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και «γραφιάς» στο Βήμα της Κυριακής και στα Βημαγκαζίνο, Βημαdonna, Βημαmen, Tv Guide από το 2001 ως το 2015. Ασχολήθηκε με το πολιτιστικό και το κοινωνικό ρεπορτάζ, με γυναικεία θέματα, έρευνες και συνεντεύξεις, στις «καλές εποχές» έγραψε ακόμα και ζώδια με ψευδώνυμο. Το 2008 συνυπέγραψε με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου τη διασκευή του έργου Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων για το Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου. Θεατρικά της έργα έχουν ανέβει στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (72 Ώρες) και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (V For Victoria). Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα: Symbol, Protagon, Vice, Elle, Marie Claire. Έχει ασχοληθεί με την υποκριτική, το τραγούδι και τη μεταγλώττιση. Γράφει στίχους που γίνονται τραγούδια, σημειώνει τις ιδέες της όπου βρει, από καθρέφτες μέχρι χαρτοπετσέτες, πιστεύει στη μετενσάρκωση και στον έρωτα με την πρώτη ματιά. Αν ήταν πλούσια, θα αγόραζε ένα σπίτι για κάθε άστεγο. Και μια μονοκατοικία με θέα στην Ακρόπολη για την ίδια.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Κι αν η Σταχτοπούτα ζητούσε γοβάκι σε μεγαλύτερο νούμερο; Πόση ψυχοθεραπεία αντέχει κάποιος μέχρι να «αποφοιτήσει»; Ποια είναι τα ζευγάρια «συνταξιοδοτικό πρόγραμμα»; Ποια είναι η «Πυγμαλέαινα» και γιατί υποφέρει από «καταραμένους ποιητές»; Υπάρχει Έρωτας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Κι αν ναι, αντέχεις να μην ξεμαλλιάσεις τις «καρδιόλες» που βάζουν καρδούλες στις αναρτήσεις του αγαπημένου σου; Μπορείς να ξαναβγείς στον έξω κόσμο, αν βρεθείς στο πατρικό σου στα σαράντα σου; Πώς συνεχίζεις να ζεις, όταν έχουν πεθάνει οι γονείς σου; Πόσο μας άλλαξε ο νέος κορονοϊός;
Η Αστερόπη Λαζαρίδου είναι η κεντρική ηρωίδα της ζωής της και του πρώτου βιβλίου της. Εξιστορεί όσα τη διαμόρφωσαν εδώ και δύο δεκαετίες. Από τα φοιτητικά χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα, από τις ερωτικές περιπέτειες μέχρι τις σκληρές απώλειες και από τις ιστορίες πόλης μέχρι τον νέο ψηφιακό ναρκισσισμό. Ένα βιβλίο γραμμένο με χιούμορ και συγκίνηση, που μιλά στις καρδιές των γυναικών και στις ψυχές των ανδρών. Ένα υβριδικό, πολύτροπο αφήγημα, που επιβεβαιώνει πως, όταν αντιμετωπίζεις τη ζωή σαν ταινία, δεν πρόκειται να τη βαρεθείς ποτέ.