σελ. 388
(Γαλλικό Βραβείο Λογοτεχνίας Μυστηρίου 2012 )
Γράφει : Ο Κώστας Τραχανάς
Τι σχέση μπορεί να έχει ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία το 1991 με το θάνατο μιας νεαρής κοπέλας το 2006 στο Παρίσι, τόσα χρόνια αργότερα; Γιατί η κοπέλα, η Βέρα Ναντ, πίστευε πως είχε διαφύγει από τα φαντάσματά της; Τι συνέβη στο Βούκοβαρ, στην πατρίδα της Βέρα Ναντ; Μήπως το πολιορκημένο Κροάτικο Βούκοβαρ ήταν η κόλαση επί της Γης; Τι σχέση έχουν τα τραγούδια των Σέρβων στρατιωτών, που τραγουδούσαν «Απόψε θα φάμε κρέας, απόψε θα σκοτώσουμε Κροάτες» ή το τραγούδι του 2ου Τάγματος της Λεγεώνας των Ξένων «Δεν έχουμε μόνο όπλα στο πλευρό μας, έχουμε το διάολο στο μυαλό μας…» με τη μουσική τζαζ;
Ο μαύρος Μίστερ έπαιζε πιάνο στο Green Dolphin, ένα κλασσικό κλαμπ με μουσική τζαζ. Εκεί μέσα νόμιζες πως ήσουν στη Νέα Ορλεάνη του΄20, στο Σικάγο του ΄30, στο Χάρλεμ του ΄40 ή του ΄50 ,στο Σεν Ζερμέν του ΄60, εκεί και εδώ την ίδια στιγμή. Ο φίλος του Μίστερ, ο πολύγλωσσος Μπομπ, γύριζε άσκοπα με το ταξί του, ένα παλιό πεζώ 404, αμπελοφιλοσοφούσε πίσω από το παμπρίζ του, έσερνε τη μελαγχολία του στις αποβάθρες του Σηκουάνα σε αργή ταχύτητα. Αυτοί οι δυο φίλοι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν ποιος δολοφόνησε την Βέρα Ναντ. Μια τζαζ συγχορδία στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού. Ένα αταίριαστο αντρικό δίδυμο, προσπαθεί να ανακαλύψει τα ίχνη των δολοφόνων της Βέρας Ναντ. Μαζί τους ένας σέρβος τραγουδιστής, ο Μίλοσαβ και ο ηλικιωμένος ακορντεονίστας Ντόμπρισκα Πέσιτς.
Κανείς δεν πιστεύει στα φαντάσματα και στα κοράκια, ότι αυτά έκαναν το έγκλημα . Ήταν ανθρώπινο έργο. Ποιος είναι ο ένοχος; Ποιος δολοφόνησε τη Βέρα Ναντ;
Τι αισθανόταν ο Μπομπ για τη νεκρή κοπέλα, την Βέρα; Ήταν έρωτας; Ήταν μετάνοια για έναν ανολοκλήρωτο έρωτα που είχε χαθεί πριν γεννηθεί; Ήταν συμπόνια; Ήταν ενοχή; Τι κάναμε όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι όταν τα μπλε νερά του Δούναβη φούσκωναν καθημερινά από νέες κηλίδες βρώμικου κόκκινου, από εκείνα τα εκατοντάδες μικρά ρυάκια, τους χιλιάδες μικροσκοπικούς παραπόταμους λάσπης και αίματος;
Η Βέρα Ναντ, ετών είκοσι έξι, καταγόμενη από τη χώρα, που αποκαλούσαμε ακόμα πρώην Γιουγκοσλαβία. Είχε φτάσει στη Γαλλία είκοσι ετών. Οικογένεια εκεί δεν είχε. Ούτε φίλο. Αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στις σπουδές της δραματικής τέχνης. Είχε έρθει στη Γαλλία θέλοντας να παίξει θέατρο. Να βάλει φωτιά στο σανίδι. Έκανε τακτικά μαθήματα στο Ατελιέ Λαζάρ υπό την καθοδήγηση της Μαντλέν Στάιν. Μικροί ρόλοι σε ανεξάρτητες παραγωγές. Παράλληλα με αυτά, ο αγώνας του κάστινγκ. Διαφημίσεις, τηλεόραση, κινηματογράφος. Έπρεπε να ζήσει. Τις πιο πολλές φορές σε ρόλο κομπάρσου. Μικρή η αμοιβή του καλλιτέχνη. Πολλές μικρές δουλίτσες για να βουλώνουν τρύπες. Μπέιμπι σίτερ, καθαρίστρια, τηλεφωνήτρια με το μισό ή το ένα τέταρτο του βασικού μισθού. Τι άλλο; Μοντέλο για επαγγελματίες ζωγράφους. Ίσως μόνο για έναν. Η συνάντηση με τον γιουγκοσλάβο ζωγράφο Τζόζεφ Κρίστι. Ποζάρει γι΄ αυτόν. Γδύνεται γι΄ αυτόν. Αυτός θα ζωγραφίσει τη Βέρα γυμνή μαζί με ένα κοράκι σε δώδεκα πίνακες.
Το μαύρο πουλί, το κοράκι, που επιτίθεται στο λευκό περιστέρι. Που το κατακτά. Που το κατασπαράσσει. Το έρεβος που καλύπτει τη μέρα… Ο ζωγράφος είχε αγγίξει τα βάθη της ψυχής της νεαρής γυναίκας. Είχε ξετρυπώσει το μυστικό της Βέρα Ναντ. Από τους πίνακές του έσταζε το μεδούλι του κακού… Έδειχνε στους πίνακές του την πάλη του σκότους με το φως. Κακό, απόλυτο κακό, ενάντια στο καλό. Πρόκειται για την πάλη του θανάτου και του μηδενός ενάντια στη ζωή. Ο ζωγράφος τα είχε καταλάβει όλα. Είχε συλλάβει ήδη την ουσία αυτού που διακυβευόταν. Η Βέρα είχε απωθήσει την κόλαση στο βαθύ πηγάδι της μνήμης της. Τα τραύματα που προκάλεσε ο γιουγκοσλαβικός εμφύλιος ανοίγουν και πάλι. Το λάθος της Βέρας ήταν ότι πίστεψε πως οι βάρβαροι λεηλατούν μόνο εμπόλεμες χώρες. Τι άλλο; Ναρκωτικά. Έμοιαζε να μην έχει καμία σχέση, αλλά οι δολοφόνοι της που συνέλαβε η αστυνομία, άλλο ισχυρίζονταν. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, η νεαρή γυναίκα ήταν βαποράκι. Μπορεί να είχε προσπαθήσει να τους τη φέρει. Οι λογαριασμοί που τους απέδωσε δεν ήταν σωστοί και τους διόρθωσαν με τον τρόπο τους. Δεν είχαν στο νου τους τίποτα περισσότερο από μια προειδοποίηση αλλά το πράγμα στράβωσε. Έτσι το παρουσίασαν. Η Βέρα Ναντ είχε σωθεί από τα όρνια στο Βούκοβαρ, δεκαπέντε χρόνια αργότερα συνάντησε τη μοίρα της, τα φαντάσματά της… Τη Βέρα Ναντ την είχαν λούσει με βενζίνη και την είχαν κάψει ζωντανή. ’Ο,τι είχε απομείνει από το σώμα της είχε βρεθεί σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη κοντά στο Μποντρέϊγ.
Ο Μίστερ δεν είχε γνωρίσει τη Βέρα Ναντ παρά ελάχιστα. Την είχε συναντήσει τρεις τέσσερις φορές, όταν είχε έρθει στο κλαμπ που έπαιζε. Θυμόταν το αγγελικό πρόσωπο, το λαιμό της, που έμοιαζε με κύκνου, την χλωμή της επιδερμίδα και την κεχριμπαρένια ίριδα των ματιών της. Μια σοβαρή και συγκρατημένη νέα γυναίκα. Μια κοπέλα που θα μπορούσε να ήταν η κόρη του. Εκτός από το πρόσωπο της Βέρας, η δεύτερη εικόνα που στοίχειωνε τον Μίστερ ήταν το… πρόσωπο της νεαρής γυναίκας όπως το είχε ζωγραφίσει ο Τζόζεφ Κρίστι. Η σειρά με τους δώδεκα πίνακες, που είχε ανακαλύψει στην γκαλερί Ράνκιν, έμεναν χαραγμένα στη μνήμη του. Ο Μίστερ δεν πίστευε ότι αυτοί που ομολόγησαν ήταν οι δολοφόνοι της Βέρας και ότι άλλος ήταν ο λόγος που την σκότωσαν.
Η Βέρα Ναντ πήγαινε συχνά στο κλαμπ που έπαιζε ο Μίστερ. Της Βέρα της άρεσαν οι μπαλάντες, οι νοσταλγικοί σκοποί. Λάτρευε την τζαζ και τα μπλουζ. Της άρεσε το «Maiden Voyage». Ήταν πανέμορφο. Και λυπητερό. Το ταξίδι της κοπέλας… Αυτό σήμαινε άραγε; Της άρεσε το «Everytime we say good bye», της άρεσε το «Bye Bye Blackbird»…
Τελικά αυτή η ιστορία, ήταν μια ιστορία με πολλά υπόγεια. Υπόγεια στα οποία άκουγες Γκέρσουιν, υπόγεια στα οποία διάβαζαν Ρακίνα ή Μπρεχτ, υπόγεια στα οποία άκουγες τα δόντια σου να τρίζουν. Υπόγεια κάτω από υπόγεια. Ήταν μια ιστορία για υπόγειες στοές, για τάφους, για αρουραίους, για όνειρα. Μια υπόθεση εγκλεισμού, όπως και μια υπόθεση διαφυγής. Πώς να σώσει κανείς το τομάρι του και το μυαλό του;
Θα ήταν περίπου δέκα χρονών η Βέρα όταν άρχισαν όλα…
Εγκληματίες πολέμου στη Σερβία, ο Αρκάν, Γκρίζοι Λύκοι, Κόκκινοι Μπερέδες, Ταξιαρχία Εθελοντών για τη Σερβία, Μιλόσεβιτς, Μλάντιτς, Κάρατζιτς, Χάτζιτς, Ουστάσι, Μουτζαχεντίν, μαφία του Ζέμουν, βασανιστές, μακελάρηδες, εκτελεστές, καθάρματα, αποβράσματα, κτήνη, λεγεωνάριοι, εκκαθαρίσεις πληθυσμών, όρνια κανονικά, κοπάδι σαρκοφάγων, μαφιόζοι, γάλλοι διεφθαρμένοι πολιτικοί, εταιρίες –πλυντήρια, λαθρεμπόριο, ληστείες, παραστρατιωτικές συμμορίες, ράβδοι χρυσού βουτηγμένοι στο αίμα, μαύρος χρυσός, χρήμα, εξουσία, φανεροί και αφανείς πόλεμοι, εγκληματικό παρακράτος της Σερβίας, γαμημένα κοπρόσκυλα της Lady Day, χιλιάδες στρέμματα σέρβικης καμένης γης, ομαδικοί τάφοι, ευνουχισμοί, βιασμοί, νεκροπόλεις ολόκληρες…
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος είναι αληθινή απόλαυση, η οποία πολλαπλασιάζεται για τους λάτρεις της τζαζ μουσικής. Οι διαρκείς αναφορές σε μουσικούς του bebop και του hard bop, σε τραγούδια και σε ιστορικά άλμπουμ, δημιουργούν ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, όπου δίπλα στους ήρωες συνυπάρχουν και υποφέρουν η Μπίλι Χολιντέι και ο Μπαντ Πάουελ, όλοι οι μουσικοί που διετέλεσαν κάποια στιγμή μέλη της San Quentin Jazz Band. Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια μυθιστορηματική εισαγωγή στη δισκογραφία της Blue Note, ή μια αφορμή για να ακούσει κανείς ξανά μερικές από τις πιο σημαντικές τζαζ ηχογραφήσεις των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
Το “Μπλε νότες σε κόκκινο φόντο” είναι νουάρ μυθιστόρημα πλημμυρισμένο με νότες, μουσικές, τραγούδια, κυρίως τζαζ και σόουλ, μα και ήχους των Μπιτλς και του δικού μας Ντέμη Ρούσσου.
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Ο Marcus Malte (πραγματικό όνομα: Μαρκ Μαρτινιανί) γεννήθηκε το 1967. Παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου και προσπάθησε να σταδιοδρομήσει στο χώρο της μουσικής χωρίς όμως επιτυχία. Στράφηκε στη συγγραφή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και το 1997 δημοσίευσε το πρώτο του νουάρ μυθιστόρημα με τον τίτλο Le Lac des singes.
Άλλα βιβλία του: Carnage, constellation (1998), Et tous les autres creveront (2001), Mon frere est parti ce matin (2003), La part des chiens (2003), Plage des Sablettes (2005), Garden of Love(2007), Les harmoniques (2011), Cannisses (2012).
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.