Δ.Ινδαρές Δοκίμιο
Εικονογράφηση Λ.Βενιέρη Εκδόσεις Εστία 2021 σελ. 190 -Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς
Ένα ταλαντούχο πλάσμα, ο Δημήτρης Ινδαρές, που έγινε “φίρμα” από μια άθλια ιστορία αστυνομικής αυθαιρεσίας, ευτυχώς επέστρεψε στη δημιουργία. Το δοκίμιό του “Λενάκι“, για ένα ερωτικό δημοτικό τραγούδι ,στενά συνδεδεμένο με την ιστορία της οικογένειάς του, μας χάρισε υπέροχες αναγνωστικές στιγμές. Διαβάστε το.
Τα τραγούδια τ΄ ακούμε ή τα διαβάζουμε ,τα τραγουδάμε ή τα χορεύουμε. Μπορούμε όμως και να τους υποβάλουμε ερωτήσεις .Σίγουρα θα μας απαντήσουν…
Τα δημοτικά τραγούδια έχουν αιώνες προϊστορίας μέσα τους, τους αιώνες του προφορικού πολιτισμού των αγροτικών κοινωνιών που τα ετοίμασαν ,αλλά και αιώνες ιστορίας. Έχουν λοιπόν να δώσουν πολλές απαντήσεις σε όσους τα ρωτήσουν .Για τη γλώσσα τους, για την ποιητική τους, για τη νοοτροπία των δημιουργών τους και τα πάθη τους , για τον καιρό τους , συχνά και για τους ήρωές τους και τα περιστατικά που σημάδεψαν τον βίο τους.
Το βιβλίο δεν είναι μυθοπλασία . Το βιβλίο αυτό πρόκειται για ένα στο χαοτικό ταξίδι με οδηγό την ακαταμάχητη ανάγκη εξερεύνησης των ριζών σε μια ορεινή κοινότητα της Πελοποννήσου. Η τυχαία ανακάλυψη ενός πάκου εγγράφων στο πατρικό του σπίτι στην Πάτρα οδηγεί τον συγγραφέα σε μια αναζήτηση βάθους επτά γενεών. Ανάμεσα στα χαρτιά βρίσκεται το εκκλησιαστικό επιτίμιο που αφορά την καταδίκη των εμπρηστών ενός πύργου στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, εκεί όπου λίγο πριν από το 1821 πλέχτηκε το ειδύλλιο δύο αλλοθρήσκων : της Ελένης ,κόρης του άρχοντα Κυρ-Χριστόδουλου ,και του Ελμάζ-αγά της Μοστενίτσας.
Ο έρωτας της Ελένης και του Ελμάζ έγινε τραγούδι που διαδόθηκε πολύ. Στο Λειβάρτζι σήμερα τραγουδούν για μια άλλη Ελένη. Γιατί φαίνεται τελικά πως το τραγούδι στη μνήμη της κοινότητας ανακαλούσε κάποιο τραύμα. Με τα μάτια του σήμερα όμως ο μύθος εξακολουθεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Το τραγούδι φαίνεται να έχει λογοκριθεί , όπως τουλάχιστον διαπιστώνεται από καταγραφή σε καταγραφή. Ο Ελμάζ γίνεται «γαμπρός» κι ένα μεγάλο μέρος των στίχων βαθμιαία αποσιωπάται.
Ένα δημοτικό τραγούδι, ένα εκκλησιαστικό επιτίμιο ,μια μηνυτήρια αναφορά , ένα υπόμνημα του οπλαρχηγού Δημητράκη Ινδαρέ στον Όθωνα…
«Πού πας, Ελένη, από βραδιού, που πας τώρα το βράδυ; »
«Πάου στη θειά μου τη Γιαννού, πάου να νυχτονέσω,
να γνέσω τα βαμβάκια μου , να ξάνω τα μαλλιά μου,
να φτιάξω μπόλια του γαμβρού, της πεθεράς μαντήλι,
να φτιάξω του Λιμάζαγα ένα χρυσό μεϊτάνι».
Λιμάζης με τον τάμπουρα κι Ελένη με τη ρόκα,
εσυχναπανταινόσαντε στου μαγαζιού την πόρτα.
Σκυβ΄ ο Λιμάζης τη φιλεί στα μάτια και στα φρύδια.
«Τι με φιλείς Λιμάζαγα στα μάτια και στα φρύδια,
που μ΄ έχ΄ η μάνα μ΄ ακριβή κι ο τσίτσης μου χαϊδιάρα; »
Και του σεΐζη φώναξε και του σεΐζη λέει:
«Σεΐζη, σέλως΄ τ΄ άλογο και βαλ΄ του και τη σέλα,
να καβαλίκει το Λενιώ να πάει στη Μοστενίτσα».
Ο έρωτας του Λιμάζ Αγά και της Ελένης αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο της τοπικής παράδοσης. Ο Ελμάζ Αγάς ,κοινώς Λιμάζαγας, υιός του Λαλαίου Χούζου, τσιφλικούχου της Μοστενίτσας , ευμορφάνθρωπος, εγνωρίσθη μετά του Κυρ-Χριστόδουλου Παπαδόπουλο εις τα συνορεύοντα κτήματα των εν Τριποτάμοις ,και κατά την πανήγυριν επεσκέφθη το Λειβάρζιον και εφιλοξενήθη εις την οικίαν του Άρχοντα .Εκεί εγνώρισε την Ελένην και τρωθείς υπό των θελγήτρων της νεράϊδας αυτής συχνάκις έκτοτε επισκέπτεται το Λειβάρζιον. Καθήμενος δε εις το μαγαζί , κείμενον πλησίον του πύργου , έπαιζε ταμπουρά και ετραγούδα περιπαθώς.
Η δε Ελένη ,ανταποκριθείσα εις τον έρωτά του , μετέβαινε δήθεν για εργασίαν εις την θείαν της Γιαννού, διερχομένη εκ του μαγαζιού και κατερχομένη του πύργου κρυφίως εν καιρώ νυκτός συνηντάτο μετά του Ελμάζ. Τούτο εγένετο αντιληπτόν και δριμέως παρετηρήθη υπό του πατρός και άλλων συγγενών της.
Αλλ΄ ο έρωτας δεν έχει όρια και είναι ανίκητος. Μιαν δε εσπέραν οι ερασταί αλληλοαπήχθησαν και κατέφυγαν έφιπποι εις Μοστενίτσαν.
Ο γέρων Κυρ-Χριστόδουλος κατέφυγε τότε εις τον Πασάν της Τριπόλεως και κατήγγειλε το σκάνδαλο. Ούτος απέστειλε επί τόπου τον Κατήν να εκδικάση την υπόθεσιν, όστις ήλθεν εις Τριπόταμα, εις τα όρια της Αρκαδίας παρά τα Μαγαζιά του Λιμάζαγα , υπό την μεγάλην εκεί πλάτανον, ένθα ενώπιον και του Κυρ-Χριστόδουλου ενήργησε ανακρίσεις. Η δε Ελένη κατέθεσεν ότι η απαγωγή ήτο εκούσια και αποτεινόμενη προς τον γέροντα πατέρα της είπεν αφελέστατα το θρυλικό καταστάν : «άνδρα χρώσταγα , άνδρα πήρα».
Ανόητη, γλωσσού, φαντασμένη ή απλώς ερωτευμένη ; Μπορούμε άραγε ν΄ ακούσουμε τα λόγια της Ελένης σαν μια επαναστατική δήλωση χειραφέτησης; Αν και αγνοούμε τον χαρακτήρα της, μια τέτοια κουβέντα ενώπιον του άρχοντα-πατέρα είναι εξαιρετικά βαριά, αφού αψηφά κάθε κοινωνική σύμβαση.
Περιττή πλέον ήτο πια η διαδικασία και ο Κατής εξέδωσε την απόφασίν του : Οι αγαπώμενοι να παίρνονται , έστω και Τούρκος με Έλληνα.
Ο δύστηνος πατήρ σύρας την μακράν γενειάδα του απήλθε περίλυπος και μετά της μητρός , της έδωκαν την λεγόμενην κατάρα των γονιών, ήτις δεν εβράδυνε να επιπέσει επί της κεφαλής των…
Κι από εκεί αρχίζει μια μεγάλη περιπέτεια για την ίδια ,τον Ελμάζ και τα παιδιά της , με φόντο κατ΄ αρχήν την ίδια την επανάσταση. Και μόνο από το παρατσούκλι των παιδιών που κάποια στιγμή βρίσκουμε στην Πάτρα ως Τουρκοχριστόδουλο και Τουρκομαρία αντιλαμβανόμαστε πως κουβαλούσαν βαριά κληρονομιά …
Ο δε Λιμάζαγας ωδήγησεν την Ελένην εις το τζαμί της Μοστενίτσας να προσκυνήση…
Στις 16 Μαρτίου του 1821 ,ο διάσημος εκ Λειβαρτζίου , οπλαρχηγός Δημήτριος Παπαδόπουλος ,ο φερόμενος εις την ιστορίαν με το επώνυμον Ινταρές, θέλων να εκδικηθεί τον απαγωγέα της πολυθρύλητης δια την ομορφιά της πρωτοεξαδέλφης του Ελένης Παπαδοπούλου ,Λιμάζαγα Μοστενίτσης, κατήρτισε δικό του σώμα. Με τούτο προσέλαβε τη Μοστενίτσα (τσιφλίκι του απαγωγέως) και εξανάγκασε τούτον να φύγη πανικόβλητος εις Λάλα. Ακολούθως έκαυσε τους πύργους του και απεκόμισε πολλά λάφυρα για τον αγώνα του 1821.
Τραγουδισμένο το «Λενάκι» διασώζεται ηχογραφημένο από τον Σίμωνα Καρά το 1975 , με τη φωνή του Αχαιού Αγγελή Βέρα. Παρά τη συνοδεία οργάνων ,αναδεικνύεται εξαιρετικά το κατανυκτικό κλίμα που χαρακτηρίζει το καθιστικό δημοτικό τραγούδι.
Μαζεύονται πολλά ερωτήματα :
Είναι η Τουρκομαρία του Μανζάρ κόρη της Ελένης ;
Ποιος είναι ο αστυνόμος Ντάνογλης που παντρεύτηκε τη δικιά μας Μαρία ;
Υπήρξαν απόγονοι από τον γάμο της με τον Ντάνογλη ;
Τι απέγινε η Ελένη ;
Υπήρξε θύμα της εκδίκησης των Λειβαρτζινών ή διέφυγε μαζί με τον Ελμάζ και τα παιδιά ;
Έφτασε μαζί του έως την Πάτρα ή κάπου στην πορεία απέκλινε ;
Συνέχισε έως τη Βέροια και τη Βάρνα ή εγκατέλειψε ;
Ή μήπως είχε λυγίσει προ πολλού από το βάρος της κατάρας , ακόμη και καταφεύγοντας σε κάποιο μοναστήρι για να εξιλεωθεί προσευχόμενη και για τη σωτηρία των αγαπημένων της ;
Τραγουδιέται σήμερα το τραγούδι του Λιμάζαγα στο χωριό ;
Θυμάται κανείς τους πλήρεις στίχους;
Έχει επιβιώσει εδώ το όνομα του «γαμπρού» ;
Ποιος είναι σήμερα ο απόηχος της ρήξης της Ελένης ;
Γιατί το χωριό δεν απέδωσε μέχρι σήμερα κάποια ιδιαίτερη τιμή στον οπλαρχηγό του Δημητράκη ,ενώ όλα τα χωριά πετούν τη σκούφια τους για τιμές στο ένδοξο παρελθόν τους;
Και γιατί το κάψιμο του πύργου του Ελμάζ απ ΄τους Λειβαρτζίνους του Δημητράκη δεν συμπεριλαμβάνονται στα αξιομνημόνευτα προεπαναστατικά επεισόδια ;
Στη διεξοδική ανασκαφή του, ο Δημήτρης Ινδαρές , σαν επίμονος ντετέκτιβ , ξεχωρίζει με προσοχή τα στρώματα του θρύλου από τα στρώματα της ιστορίας, τις φήμες , που εισχωρούν και σε ορισμένες παραλλαγές από τις εξακριβωμένες ειδήσεις . Συμπάσχει με τους ήρωές του και παθιάζεται ,χωρίς αυτό να τον απομακρύνει από τους όρους της αυστηρής έρευνας. Με τον τρόπο της γραφής , τον τρόπο του 21ου αιώνα , παραδίδει ένα ντοκιμαντέρ συνδεδεμένο με λέξεις ,όχι με εικόνες. Και ανασταίνει ευαίσθητα τον χαμένο πια κόσμο της προφορικότητας. Τότε που τα τραγούδια διέσωζαν τις ωραίες αλλά και τις βαριές στιγμές του ανθρώπινου βίου μάλλον αποτελεσματικότερα απ΄ ό,τι σήμερα οι πολλές φωτογραφίες και τα απανωτά βίντεο.
Ακολουθώντας τον συνειρμό της σκέψης του Δημήτρη Ινδαρέ ,η ζωγράφος Λυδία Βενιέρη, μαγεύτηκε και αυτή από την ιστορία της Ελένης και του Ελμάζ. Είδε σε ενόραση τη σκέψη του και συνάντησε τα φαντάσματά της. Μεσολάβησε ,χαρίζοντας τις 110 εικόνες της, για την άφεση της προγονικής βεντέτας. Οι ζωγραφιές αυτές συνιστούν μια παράλληλη αφήγηση που αναδεικνύει κάποιους συνειρμούς οι οποίοι μας συνδέουν μαγικά με καταβολές ,μνήμες και σύμβολα που μας ζεσταίνουν και μας παρηγορούν…
Η Ελένη και ο Ελμάζ ελεύθεροι πια από τα δεσμά του χρόνου και της εποχής τους , ξανακούνε το τραγούδι τους χάρη στη φωνή που του έδωσε ο Δημήτρης Ινδαρές.
Πρόκειται για Αριστούργημα .Διαβάστε το.
Ο Δημήτρης Ινδαρές γεννήθηκε στην Πάτρα, τον Απρίλιο του 1964. Σπούδασε πολιτική επιστήμη και διεθνείς σχέσεις στην Πάντειο (1987) και σκηνοθεσία στη Σχολή Λυκούργου Σταυράκου (1987). Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη κοντά στους Παντελή Βούλγαρη, Nίκο Περάκη, Φρίντα Λιάππα, Διαγόρα Χρονόπουλο. Ως διευθυντής παραγωγής στην ταινία “Λευτέρης Δημακόπουλος” του Περικλή Χούρσογλου. Σκηνοθέτησε τις ταινίες μικρού μήκους: “Η Κυρία Έρση”, 1987, “Το κυνήγι της πάπιας”, 1991 (Α’ Βραβείο ταινίας μικρού μήκους στο 32ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), τα ντοκιμαντέρ “Περί χαρακτικής”, 1996, “Μια ταινία για την ταινία “Προστάτης Οικογενείας” του Νίκου Περάκη (Making of)”, Mega Channel, 1997, “Πάτρα, μια περιπλάνηση”, 1999, και τις ταινίες μεγάλου μήκους “Ο τσαλαπετεινός του Wyoming”, 1995 (Βραβεία καλύτερης ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και ήχου στο 36ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), και “Γαμήλια νάρκη”, 2003 (Βραβεία ερμηνείας β’ ανδρικού ρόλου, για τον Αλέξανδρο Λογοθέτη, και σεναρίου για τπν Δημήτρη Ινδαρέ, στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του 44ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και Πλατινένιο βραβείο για την καλύτερη κωμωδία στο WorldFest/Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Χιούστον, 2004).
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.