«Ο δωδεκάλογος του Γύφτου» αποτελεί για τους γνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας ένα μεγαλόπνοο ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά που, συνεχώς αναπτυσσόμενο, -κάτι σαν ημερολόγιο ψυχής που, οιονεί, αναζητεί ένα στέρεο σημείο αναφοράς-, δημοσιεύτηκε, εν τέλει, ολοκληρωμένο το 1907. Επεκτάθηκε, τελικώς, σε δώδεκα μέρη (εξ ου και το «δωδεκάλογος»), και ως άξονα έχει ένα συμβολικό πρόσωπο, -τον αμφισβητία – αρνητή Γύφτο-, συνείδηση και ενσάρκωση της βαθιάς επιθυμίας για μια νέα αναγεννημένη πατρίδα: μακριά από την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό που έφερε για τους Έλληνες η μεγάλη χρεοκοπία του 1893 και, επιφαινόμενα, ο «ατυχής πόλεμος» του 1897 που ρήμαξαν καθολικά τον τόπο. Σύμφωνα με το σκεπτικό του έργου, οι Έλληνες πέρασαν από πολλές δοκιμασίες, έχουν πλέον εξιλεωθεί και, ως εκ τούτου, είναι ώρα να διαφύγουν της παρακμής και να ευοδώσουν με επιτυχία τις προσδοκίες για ένα λαμπρό μέλλον (σύμφωνα με τους οραματισμούς του Παλαμά)…
Εκείνο που σήμερα (όπως και τότε άλλωστε), μπορεί να ξενίσει και να ενοχλήσει τον αναγνώστη είναι η επιλογή ενός… «Γύφτο» ως κεντρικού ήρωα του έργου. Ωστόσο, στον πρόλογό του ο Παλαμάς θέλησε να εξηγήσει με ενάργεια τους λόγους που τον οδήγησαν στην επιλογή αυτή: αφενός, πρόκειται για μια προβολή του εαυτού του (πώς αισθάνεται δηλαδή αυτός, – ένας δεινός στοχαστής και δημιουργός του Λόγου σε μια ολότελα παρακμιακή βίωση), και αφετέρου, ομοιάζει να «στεγάζει» σιωπηρώς τον Ζαρατούστρα*, τον άμεσο και αδιαμφισβήτητο (πνευματικό) πρόγονο του Γύφτου. Όπως και να έχει, εκείνο που διαφαίνεται με σαφήνεια από ένα σημείο και μετά, αυτό – τούτο το μείζον έργο του Παλαμά φαίνεται να ακουμπά τη διαχρονία του σύγχρονου ελληνισμού: αν και γράφτηκε σε άλλους καιρούς και αφορά μια άλλη εποχή (πολύ πιο δύσκολη από τη δική μας όσον αφορά τα εργαλεία κατανόησης), εν τούτοις, αντιστοιχίζεται αυθεντικά με τις εσωτερικές και εξωτερικές παραστάσεις των σύγχρονων Ελλήνων που, όλως συμπτωματικώς, και τότε και σήμερα ομοιάζουν με… γύφτους που, ματαίως, αναζητούν στον ήλιο μοίρα. Ενώ, υποτίθεται, έχουν όλα τα προαπαιτούμενα (sic), να αφήσουν πίσω την κακοδαιμονία, την παρακμή και την σύγχυση, βρίσκονται ακριβώς στο σημείο που, επουδενί, θα ήθελαν να βρίσκονται: εκεί που «η φωτιά λιώνει ακέρια το νου και την ψυχή»: εκεί που το όποιο αχνόφεγγο του μέλλοντος χάνει ολότελα την όποια δύναμη και ισχύ του…
Όθεν, η παρακμιακή καταιγίδα που βιώνει σήμερα ο Τόπος (σε όλα, δυστυχώς, τα επίπεδα της ζωής), δεν είναι κάτι άγνωστο για τους Ρωμιούς: ως «φαινόμενο» πάει και έρχεται, αείποτε, στον χώρο και το χρόνο μας – μέχρι του σημείου της πλήρους απαξίωσης και κατάρρευσης. Πλην, όμως, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ του «τότε» και του «σήμερα» που δύναται (υπό προϋποθέσεις) να είναι και το καταλυτικό σημείο για το μέλλον του ελληνικού λαού. «Τότε» υπήρχε ο Κ. Παλαμάς (και όχι μόνο, – βλ. και τους σύν – χρονους, σχεδόν, του Παλαμά, Αγγ. Σικελιανό και Ν. Καζαντζάκη), που μπορούσε να σταθεί με αρετή και υψηλοφροσύνη απέναντι σ’ αυτά και με το επιτηδευμένο λόγο του να συμπυκνώσει όλα όσα οραματίζεται και επιθυμεί ένας λαός που δυστυχεί και χάνεται – να του δώσει, εκ νέου, κουράγιο και, έστω, την έσχατη στιγμή, να τον εμπνεύσει και να τον ανυψώσει από την καταστροφή…
«Σήμερα» που η κοινωνία μας -βαθιά αποδομημένη και αποσαρθρωμένη στις βασικές της καταστατικές συνθήκες-, δεν είναι ικανή να γεννήσει και να αναδείξει τον δικό της Παλαμά, έστω, ένα ανάλογο μέγεθος που να μπορεί να συμπυκνώσει με τον δικό του… Γύφτο το «τις πταίει» και το «πώς θα βγούμε από το «καμίνι» που καίει», τα πράγματα εξελίσσονται, ασφαλώς, πολλαπλώς επί τω χειρότερω. Απουσιάζει, είναι σαφές, η ικανή αυτογνωσία και η, εξίσου, ικανή θεώρηση αυτής – τούτης της αυτογνωσίας, έτσι, ώστε, να υπάρξει η ζωτική όσο και αναγκαία ανάλυση και θέαση για το αύριο. Καθώς ο χρόνος πάλι τρέχει στο γνωστό χώρο του, ομοιάζουμε εντελώς ανερμάτιστοι και ανίκανοι να σταθούμε απέναντι στο παρόν μας: ακόμη περισσότερο απέναντι στο μέλλον μας που διαγράφεται τόσο μαύρο και νοσηρό. Η απουσία, τελικά, αυτής της Θεώρησης και αυτού του Λόγου ίσως, να είναι και ο τελικός λογαριασμός μας με την ιστορία. Εκεί που ο «δωδεκάλογος» του Γύφτου δεν θα είναι πια δωδεκάλογος, (σαν όρος για την τελική λύτρωση και επιβίωση), αλλά, μια τέλεια έκπτωση που θα σημάνει γνήσια και αυθεντικά τον θλιβερό …«αφανισμό του Γύφτου»…
*Ο γνωστός ήρωας από το ομώνυμο έργο του Φρ. Νίτσε (Βλ. και Μάριο Βίττι : « Η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»).
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.