Υπάρχουν μυθιστορήματα που από τον τίτλο τους και μόνο σε πιάνει μια νοσταλγία, μια μελαγχολία και λες «αυτό θέλω να το διαβάσω»! Ίσως γιατί σου θυμίζει κάτι απροσδιόριστο… ίσως πάλι γιατί βαρέθηκες να διαβάζεις συνεχώς για αποτυχημένους έρωτες και ανομολόγητα πάθη και θες να πιάσεις στα χέρια σου κάτι διαφορετικό!
Ε λοιπόν σ’ αυτό το κάτι διαφορετικό συγκαταλέγεται και το «Η πόλη έχει ρεπό»! Και δεν είναι διαφορετικό μόνο γιατί είναι παρωδία αστυνομικού μυθιστορήματος, που ξέρεις ότι θα γελάσεις, μπαίνοντας στη διαδικασία να κυνηγάς κι εσύ το δολοφόνο με το αστυνομικό σου δαιμόνιο…
Είναι γιατί το υπέροχο ομότιτλο τραγούδι σε προδιαθέτει να το τραγουδήσεις, να πάρεις στα χέρια σου ένα τσιγάρο και να απολαύσεις κάθε στιγμή, κάθε ρουφηξιά, όπως θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας με την ίδια τη ζωή, μα κάπου στο δρόμο χαθήκαμε και τα κάναμε όλα λάθος…
Ο Πασχάλης Πράντζιος καταφέρνει κάτι το μοναδικό με αυτό το μυθιστόρημα. Να περάσει τα προβλήματα που βιώνει ο νεοέλληνας τα τελευταία χρόνια με τόσο ωραίο τρόπο, να καταθέσει την άποψή του, τους προβληματισμούς του μέσα από σαρκασμό και χιούμορ, να μιλήσει για τις σχέσεις των ανθρώπων, για τη μοναξιά, τον έρωτα, το συμφέρον και πάνω απ’ όλα, τη φιλία!

Γράψατε ένα χιουμοριστικό βιβλίο. Θεωρείτε ότι το χιούμορ μπορεί να κάνει τα προβλήματά μας να φαντάζουν λιγότερο αγχωτικά; Οι άνθρωποι σήμερα, μεγάλοι και νέοι, χάνουν την ουσία της ζωής τρέχοντας να προλάβουν κι αν τους ρωτήσεις θα δεις πως βλέπουν τα πράγματα απαισιόδοξα. Πιστεύετε ότι αν ο καθένας κατάφερνε να δει με χιούμορ τα προβλήματά του, θα ένιωθε καλύτερα;

Το χιούμορ είναι στάση ζωής. Έτσι το βλέπω. Το να γράφει κανείς χιουμοριστικά ή το να βλέπει την καθημερινότητα μέσα από αυτό το πρίσμα, δεν σημαίνει πως δεν αντιμετωπίζει τη ζωή σοβαρά. Ο Ιονέσκο είχε πει πως η άλλη όψη του σπαραχτικού είναι η κωμωδία. Όλα είναι θέμα οπτικής. Δεν ξέρω αν το χιούμορ λειτουργεί ως αντίδοτο του άγχους μέσω του γέλιου που προκαλεί. Πιθανόν να είναι και έτσι. Για μένα πάντως στο βιβλίο «η πόλη έχει ρεπό» αποτέλεσε το αφηγηματικό κλειδί παρουσίασης της υπόθεσης. Αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο που να εξιστορεί όλα αυτά που περνά σήμερα ο νεοέλληνας και να κάνω τον αναγνώστη να συμμετέχει στην ιστορία μου χαμογελώντας. Όλοι έχουμε ανάγκη το γέλιο. Κι όσο ο άνθρωπος γελά, υπάρχει ελπίδα.

Πολλές φορές ακούμε ένα τραγούδι και μας φέρνει συνειρμικά σκέψεις από κάτι που έχουμε ως απωθημένο μέσα μας, ίσως μια παλιά αγάπη, μια ευκαιρία που δεν εκμεταλλευτήκαμε… Τι «είπε» σε σας το «πρωινό τσιγάρο» με το στίχο του «η πόλη έχει ρεπό» και αποφασίσατε να το κάνετε τίτλο βιβλίου;

Ήταν σαν να άκουσα πρώτη φορά το στίχο «η πόλη έχει ρεπό». Συμβαίνει μερικές φορές. Να έχεις ακούσει ή να έχεις δει κάτι πολλές φορές και ξαφνικά σε μια απροσδιόριστη στιγμή να φωτίσει το μυαλό σου μια ιδέα από κει που δεν το περιμένεις. Μέσα από κάτι που το είχες δει ή ακούσει χίλιες φορές. Κάπως έτσι γίνανε τα πράγματα. «Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό» και μένα το μυαλό μου σταμάτησε στο δεύτερο μέρος κι ο στίχος ξεκίνησε να μιλά. Η πόλη έχει ρεπό κρύβει μέσα της το όνειρο. Το χρώμα. Την επιθυμία. Όλα αυτά που θες να έχεις και δεν έχεις. Το άπιαστο, το φευγαλέο. Κρύβει μέσα της τη λαχτάρα να αλλάξει μέσα σου κι η δική σου ζωή. Κρύβει το παραμύθι της ελπίδας. Τη γιορτή της ανθρώπινης σκέψης. Τη βαθιά επιθυμία να γίνουν όλα, όπως τα θες.

Η πόλη έχει ρεπό, παρότι είναι ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα, κρύβει μηνύματα φιλοσοφικής φύσεως και εσωτερικής αναζήτησης. Περάσατε κατά κάποιον τρόπο μέσα από το συγγραφέα-αφηγητή της ιστορίας σας τις προσωπικές σας ανασφάλειες, όσα απασχολούν εσάς προσωπικά;

Παρουσίασα κυρίως την οπτική μου απέναντι στα πράγματα σήμερα μέσα από τους ήρωές μου. Δεν έχει σημασία αν είμαι εγώ ή κάποιος άλλος κρυμμένος πίσω από την ιστορία μου. Θα μπορούσε εξάλλου να είναι ο οποιοσδήποτε κι αυτό το καταλαβαίνει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο. Αισθάνομαι πως είναι δευτερευούσης σημασίας για τον αναγνώστη, αν ο συγγραφέας μιλά καθαρά μέσα από τα δικά του βιώματα και πρωταγωνιστεί σε κάθε σελίδα. Μέχρι τώρα πάντως δεν έχω αισθανθεί την ανάγκη γράφοντας να παρουσιάσω κομμάτια που αφορούν τις προσωπικές μου εμπειρίες. Στα βιβλία μου υπάρχει η φιλοσοφία της δικής μου κοσμοθεωρίας, όχι όμως η ζωή μου.

Η ιστορία σας διαδραματίζεται σε δύο πόλεις που γνωρίζετε πολύ καλά, τη Θεσσαλονίκη και τα Χανιά. Στη μεν πρώτη ζήσατε ως φοιτητής στη δε δεύτερη επιλέξατε να περάσετε την ωριμότητά σας, εκεί που έχετε πλέον εγκατασταθεί. Να ρωτήσω αν ξεχωρίζετε κάποια, ποιαν αγαπάτε περισσότερο και γιατί;

Οι δύο αυτές πόλεις μοιάζουνε μεταξύ τους, παρότι η κάθε μία χαρακτηρίζεται από τη δική της αισθητική. Δεν αγαπώ μονάχα αυτές τις δύο πόλεις, όπως δεν αγαπώ και μονάχα δύο ανθρώπους. Από κει κι έπειτα όπου και να πάει να ζήσει ο άνθρωπος, τον εαυτό του κουβαλά και τον εαυτό δεν τον ορίζει η πόλη. Έχω επιλέξει να ζω στα Χανιά, παρότι βρέθηκα τυχαία, λόγω του διορισμού μου σε σχολείο πριν έξι χρόνια. Το σημαντικό είναι να μπορεί να επιλέγει κανείς κι όχι η επιλογή που κάνει. Είναι πολυτέλεια στις μέρες μας η επιλογή.

Η θάλασσα πιστεύετε ότι επηρεάζει την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων; Τώρα που είστε πλέον μόνιμος κάτοικος ενός νησιού, πώς βιώνετε τη διαφορά, την καθημερινότητα, σε σχέση με τους στεριανούς;

Εγώ μεγάλωσα στον κάμπο της Θεσσαλίας. Σ’ ένα χωριό της Καρδίτσας, την Ανάβρα, που είναι χτισμένο κάτω από τους πρόποδες ενός βουνού. Θαλασσινός δεν θα γίνω ποτέ, όσο κι αν αγαπάω τη θάλασσα. Έχω τη χαρά να ζω σ’ ένα μικρό σπίτι που βλέπει την πιο ωραία γωνία των Χανίων, το φάρο και τη θάλασσα να βρέχει πέρα ως πέρα την πόλη. Έχω δει τα πιο ωραία χρώματα της θάλασσας και του ουρανού από το μπαλκόνι μου και κάθε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, κάθε φορά που κοιτάς, αν έχεις την ιδιοσυγκρασία τη δική μου, γοητεύεσαι. Όλα είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Σε κάποιον άλλον άνθρωπο, μπορεί όλο αυτό να μην έλεγε τίποτα.

Πόσο εύκολα μπορούμε να μπλέξουμε τη φαντασία με την πραγματικότητα, τα κρυμμένα θέλω μας και να παρουσιάζουμε άλλο πρόσωπο από αυτό που είμαστε πραγματικά;

Αυτό για μένα ευσταθεί μονάχα στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Στην πραγματική ζωή δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να είσαι κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό σου. «Να είσαι ο εαυτός σου. Όλοι οι άλλοι ρόλοι είναι πιασμένοι». Δεν θυμάμαι πού το διάβασα αυτό. Όλα τα άλλα είναι ματαιοδοξίες. Όλοι στο ίδιο δάσος καιγόμαστε στο τέλος. Είναι σημαντικό να φτάνεις στο τέλος και να μην είσαι ρόλος, να μην έχεις περάσει τη ζωή σου μέσα από ένα ρόλο, να είσαι ο εαυτός σου.

Πόσο αισιόδοξος είστε όταν σκέφτεστε τη νέα γενιά των παιδιών; Ο δρόμος που τους άφησαν οι μεγαλύτεροι για να περπατήσουν είναι στραβός, δεν νομίζετε;

Είναι επιλογή για μένα η αισιοδοξία ως στάση απέναντι στα πράγματα, δεδομένου ότι με την απαισιόδοξη οπτική δεν κερδίζει κανείς απολύτως τίποτα, παρά μονάχα στενοχώρια. Κοιτώντας τη νέα γενιά οφείλω να είμαι αισιόδοξος. Όλοι μας οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι απέναντι στα νιάτα, γιατί η ελπίδα για τη συνέχεια του κόσμου βρίσκεται εκεί. Έχουν δύναμη τα νιάτα κι αυτό είναι από μόνο του αισιόδοξο. Όσο για το δρόμο που μας αφήσανε να περπατάμε, αυτό που έχω να πω είναι πως η ζωή δεν χαρίστηκε σε καμιά γενιά ανθρώπων. Είναι στο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης η λέξη πρόβλημα. Γι’ αυτό, όσο μπορούμε, ας χαμογελάμε.

prantzios

Λίγα λόγια για τον ίδιο
Ο Πασχάλης Πράντζιος γεννήθηκε στην Ανάβρα Καρδίτσας το 1971. Είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ και εργάζεται ως φιλόλογος καθηγητής στο 7ο Γυμνάσιο της πόλης των Χανίων. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα τον Ιούνιο του 2006 με το βιβλίο του «Και πάντα με χείλη κόκκινα» από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Στις ίδιες εκδόσεις εκδόθηκαν και τα επόμενα μυθιστορήματά του, το «περί ανέμων και γάτων» το 2009, το «λιωμένο μολύβι» το 2012 και «η πόλη έχει ρεπό» το 2014. Την άνοιξη του 2013 συμμετείχε στην έκδοση του ηλεκτρονικού βιβλίου «ιστορίες από ένα παγκάκι» με το διήγημά του «Νέες εποχές – νέα παγκάκια». Συνεργάζεται από το 2011 με το λογοτεχνικό περιοδικό «Κλεψύδρα» που εκδίδεται στην Αθήνα, δημοσιεύοντας άρθρα λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Επίσης, συμμετέχει ως συντάκτης στη λογοτεχνική ιστοσελίδα literature και δημοσιεύει κείμενά του, άρθρα, δοκίμια και διηγήματα. Η λογοτεχνική του παρουσία παρουσιάζει εξέλιξη χρόνο με το χρόνο, ενώ οι κριτικές που έχει εισπράξει για το έργο του είναι αξιοπρόσεκτες.

h-poli-exei