Στις 18 Οκτωβρίου κυκλοφορεί η πρωτότυπη βιογραφία της μεγαλύτερης εν ζωή ερμηνεύτριας από τον συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη.
Το νέο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη είναι η ιστορία μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη.

Μια μεγάλη ερμηνεύτρια, που διεκδικεί δικαιωματικά τον τίτλο του «θρύλου», γίνεται αφορμή για ένα βιβλίο που εξιστορεί μέσα από πολύμηνες μεσημεριανές συζητήσεις όλη της τη ζωή και παρουσιάζει το απόσταγμα μιας καριέρας σχεδόν εβδομήντα χρόνων διαρκούς παρουσίας. Η διαφορά από μια συνεπή βιογραφία είναι πως η Μαρινέλλα σε αυτή την περίπτωση είχε απέναντί της τον Γιάννη Ξανθούλη ως αντίστιξη στην αφήγηση της ζωής της.

Έτσι, εδώ μιλά για ολόκληρη την πορεία της, από τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’40 μέχρι το πέρασμά της από διάφορες φάσεις της νυχτερινής διασκέδασης και τη γνωριμία της με άντρες, όπως ο μέγιστος Καζαντζίδης, που την καθόρισε ως τραγουδίστρια, ώστε να συναντήσει αργότερα τον θρίαμβο ως η απόλυτη σολίστ.

Η Μαρινέλλα, περνώντας λοξά από την ιστορία της Ελλάδας, συζητά ανοιχτά για όλες τις προκλήσεις που αντιμετώπισε στην υπερφωτισμένη λεωφόρο της επιτυχίας. Μια γυναίκα που σήμερα, κατά την ένατη δεκαετία της ζωής της (γεννημένη το 1938), ξεδιπλώνει τον χρόνο με τα θετικά και τις αντιφάσεις του, έχοντας για συνομιλητή έναν συγγραφέα που παίζει συνειδητά τον «δικηγόρο του διαβόλου», αλλά που ταυτόχρονα την αντιμετωπίζει σαν μια προσωπικότητα πολύ πιο πάνω από την τραγουδιστική της υπόσταση, που δεν μένει στο εκτόπισμά της στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού με τις κοινωνικές παραμέτρους του.

Γιάννης Ξανθούλης
Photo credit © Γιώργος Οικονομόπουλος

Ο Γιάννης Ξανθούλης, αν και στενός φίλος της ερμηνεύτριας, ρίχτηκε στην περιπέτεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, ακριβώς επειδή έβλεπε εξαρχής τη Μαρινέλλα σαν ηρωίδα ενός μυθιστορήματος που γράφεται, ξαναγράφεται και συνεχίζει να κάνει το ίδιο κόντρα στις χρονικές προσδοκίες της κοινής λογικής. Ο συμβολισμός του τίτλου είναι προφανής. Μια γυναίκα που διέσχισε ατέλειωτες νύχτες με υπόκρουση έναν ωκεανό χειροκροτημάτων τώρα μπορεί να συνδιαλέγεται ανθρώπινα χωρίς απωθημένα υπό το μεσημεριάτικο φως. Οι κουβέντες και τα γεύματα έλαβαν χώρα μεσημέρια, ακολούθησαν οι τρυφερές ώρες του καφέ και η συγκίνηση των απογευματινών ωρών, συχνά με γέλια και όλες τις αισθηματικές εκδρομές στα τοπία της νοσταλγίας, όταν αυτό χρειάστηκε.

Η ηρωίδα και ο συγγραφέας βρήκαν κοινές αφορμές στις αναμνήσεις τους, ανακάλυψαν συμπτώσεις και συγκινήσεις σε πράγματα απρόσμενα και εντέλει δημιούργησαν ένα πρωτότυπο ύφος, πετυχαίνοντας μια χρυσή τομή στην ισοτιμία των αισθημάτων τους.


Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Θα έπρεπε να γράψετε ένα βιβλίο για τη μαμά». Κουβέντα από την Τζωρτίνα στα γενέθλια της Μαρινέλλας, πριν από χρόνια.
Το άκουσα, το ξέχασα. Δεν το πήρα αψήφιστα, αλλά ήξερα πως είμαι ακατάλληλος για βιογράφος, εξαιτίας του ύφους που γράφω. Καλώς ή κακώς. Από αλλού ξεκινώ και αλλού βρίσκομαι, παρεμβαίνει το θυμικό μου, νευριάζω με τους ήρωές μου, κάνω αυτά που κάνω, ώστε να μη συμπεριλαμβάνομαι στους τρέχοντες κολοσσούς της λογοτεχνίας. Δεν παραληρώ για τα αποδεκτά «πολιτικώς ορθά» και de facto απυρόβλητα μείζονα θέματα.

Με τέτοιον χαρακτήρα πώς να αναλάβω μια Μαρινέλλα, με την οποία ναι μεν μας συνδέουν μερικές ενδιαφέρουσες δεκαετίες, αλλά δεν θα μου προέκυπταν φωτοστέφανα και θαυμαστικές κορόνες για τον μελωδικό κόσμο της νύχτας.
«Ξέρετε, εγώ…» Έφερνα αντιρρήσεις, ξέροντας τον χαρακτήρα μου. Η άλλη πλευρά επέμενε: «Κάνετε λάθος…». «Μα είμαι ολόκληρος ένα κινούμενο λάθος», απαντούσα. Τελικά, ο βιογράφος «εάλω»…
«Εσύ με ξέρεις» ― η Μαρινέλλα.
«Εγώ σ’ αγαπώ, αλλά φοβάμαι ότι εσύ δεν με ξέρεις», απαντούσα.
Τσούλησε ένα διάστημα με «σε ξέρω», «δεν με ξέρεις», ώσπου να το πάρουμε απόφαση και να ξεκινήσουν τα μεσημεριανά συμπόσια εις μνήμην του Πλάτωνα και άλλων συγγενών ανάλογων συμποσιακών εμπειριών.
Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με μυθιστόρημα δικό μου.


Aπόσπασμα από το βιβλίο:

ΒΡΑΔΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΤΟΥ 1980, στο κέντρο «Νεράιδα» στο Καλαμάκι. Βρίσκομαι εκεί για να της πάρω συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία. Εντολή της διεύθυνσης. Ψαρωμένος στα τραγουδιστικά αυτού του τύπου —προφανώς κάτι με τρόμαζε εξαιτίας της κοσμικής της δημοφιλίας—, προετοιμασμένος ωστόσο να αντιμετωπίσω το θηρίο. Παίρνω μάλιστα για παραθάρρια μαζί μου κι έναν φίλο, περπατημένο στη νυχτερινή Αθήνα. Είχα τρακ, λες και πήγαινα για οντισιόν στα Ελευσίνια Μυστήρια.

Να πω ότι ήμουν θαυμαστής των τραγουδιών της; Θα πω ψέματα. Σχεδόν τα αγνοούσα — κι ό,τι ήξερα ήταν κομματιαστά, από τα ραδιόφωνα των ταξί, παρόλο που το όνομά της έπαιζε σε πολλά και διαφορετικά ταμπλό. Ο Μίνως Βολανάκης, για παράδειγμα, κορυφαίος σκηνοθέτης, ήθελε να ανεβάσει μαζί της την Κάρμεν του Μπιζέ, ο Κάρολος Κουν ενδιαφερόταν να της αναθέσει ρόλο κορυφαίας σε τραγωδία, όπως άκουγα. Άλλωστε ήδη το προσωνύμιό της ήταν συνυφασμένο κατά κάποιον τρόπο με τον Ευριπίδη. Δηλαδή Μαρινέλλα ίσον «Εκάβη του τραγουδιού».

Σημασία είχε πως βρισκόμουν ανήσυχος στην παραλιακή «Νεράιδα», κατάμεστη από ένα καλοντυμένο κοινό, αφού αποτελούσε σημείο αναφοράς στη διασκέδαση των Αθηναίων και όχι μόνο. Ψίθυροι, γέλια, ευχάριστη αναμονή, οι μουσικοί είχαν πάρει θέση, ενώ από τη θάλασσα με ανακούφιζε ένα αλμυρό αεράκι.
Καθίσαμε κάπου διακριτικά κι ύστερα… μα δεν υπάρχει ύστερα, γιατί σταμάτησε ο χρόνος. Αναβόσβησαν τα φώτα για να μας προετοιμάσουν πως θα μας επιτεθεί —έτσι το ένιωθα—, η ορχήστρα ζωντάνεψε επικίνδυνα, κάνοντας εισαγωγή σε ρυθμό ντίσκο στο τραγούδι της Βέμπο «Σβήσε το φως»… κι ύστερα όρμησε στη σκηνή, διατάζοντας μέσα σε μια απόλυτα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα: «Σβήσε το φως κι έλα γείρε κοντά μου…».

Τολμώ να πω ότι το πήρα προσωπικά. Γνώριζα πως εκείνο τον καιρό μόλις είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος της με τραγούδια της θρυλικής Σοφίας, αλλά εδώ συνέβαιναν άλλα πράγματα. Το σοκ που υπέστην ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ηλεκτρική εκκένωση. Δεν μπόρεσα να μετρήσω τα λεπτά που ιερουργούσε σε ένα χιλιοακουσμένο τραγουδάκι. Θυμάμαι πως, όταν κατάλαβα ότι έπρεπε να χειροκροτήσω, έψαχνα να βρω τις παλάμες μου…