Ν.Β.Καρατζένης Έκδοση Δήμου Βορείων Τζουμέρκων 2022 σελ.408-Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς

«Η Ελληνική γλώσσα είναι το αγκωνάρι του πολιτισμού μας και η μητρική γλώσσα του Δυτικού πολιτισμού. Είστε εγκληματίες όταν δεν δίνετε το θησαυρό της ελληνικής γλώσσας στα παιδιά σας»
Καναδός καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, Ζακ Μπουσάρ.

700 π.Χ. ο Ησίοδος, ποιητής, συγγραφέας, αφηγητής και βοσκός, μας δίνει λεπτομέρειες για την οικογένειά του, τις εμπειρίες του και τον τρόπο ζωής του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το πρώτο άτομο στην Ευρώπη και μακρινός λογοτεχνικός παππούς του Νίκου Β. Καρατζένη και όλων των συγγραφέων και ποιητών. Ο Ησίοδος διηγείται ότι ο πατέρας του μετανάστευσε από τη Μικρά Ασία στη Βοιωτία «δραπετεύοντας όχι ακριβώς από την αφθονία, την ευτυχία και τα πλούτη, αλλά από την ανέχεια». Με το χαρακτηριστικό του πικρό χιούμορ, διαμαρτύρεται για το ασήμαντο βρομιάρικο χωριουδάκι με το όνομα Άσκρη, βορειοδυτικά της Αττικής, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια, «χωριό μίζερο, κακό τον χειμώνα, σκληρό το καλοκαίρι και καλό ποτέ».


Περιγράφει πώς γεννήθηκε η ποιητική του κλίση. Ο Ησίοδος ήταν νεαρός βοσκός που περνούσε τις μέρες του στη μοναξιά του βουνού, όπου κοιμόταν καταγής μαζί με τα ζώα του πατέρα του. Καθώς περιδιάβαινε στα βοσκοτόπια το καλοκαίρι, δημιούργησε έναν φανταστικό κόσμο από στίχους, μουσική και λέξεις. Ένας εσωτερικός κόσμος ταυτόχρονα παραδεισένιος και επικίνδυνος. Μια μέρα, ενώ βοσκούσε το κοπάδι του στους πρόποδες του Ελικώνα, είδε ένα όραμα. Εμφανίστηκαν μπροστά του οι εννέα Μούσες, του έμαθαν ένα τραγούδι, του εμφύσησαν το χάρισμά του και έβαλαν στα χέρια του ένα κλαδί δάφνης…
Ο Ησίοδος το παιδί-ποιητής, περιστοιχισμένο από σιωπή, βελάσματα και σβουνιές, αποκαλύπτει εδώ την εμμονή του για τις λέξεις. Τις λέξεις που αγαπά κι εκείνες που τον τρομάζουν εξαιτίας της δύναμής τους, εξαιτίας της κακής τους χρήσης από τον άνθρωπο.
Στο «Έργα και Ημέραι», αυτός ο βοσκός ποιητής και συγγραφέας αφηγείται την εποποιία του καιρού του, όχι τα κατορθώματα του παρελθόντος, όπως ο Όμηρος. Περιγράφει ένα διαφορετικό είδος ηρωισμού: τον σκληρό αγώνα επιβίωσης κάτω από δύσκολες συνθήκες. Χρησιμοποιεί τον επίσημο εξάμετρο στίχο του Ομήρου για να μιλήσει για τη σπορά και το κλάδεμα, τον ευνουχισμό των προβάτων και το κράξιμο των γερανών, τα στάχυα και τα βελανίδια, τη βρόμικη γη, το κρασί που ζεσταίνει τις κρύες νύχτες της υπαίθρου. Επινοεί θρύλους, μύθους με πρωταγωνιστές ζώα και γνωμικά με μια ζοφερή επαρχιώτικη σοφία…
Οργισμένος και δύσθυμος απειλεί με θεία τιμωρία τις δικαστικές αρχές που, προκειμένου να γεμίσουν τις τσέπες τους ευνοούν πάντα τους ισχυρούς και λεηλατούν τους φτωχούς ποιμένες και χωρικούς.
Πολλοί Έλληνες της εποχής του επιθυμούσαν πιο δίκαια θεμέλια για τον κοινό βίο και πιο ισότιμη διανομή του πλούτου. Το βιβλίο «Έργα και Ημέραι» μιλούσε σε αυτούς τους ανθρώπους για την αξία της υπομονετικής και κοπιαστικής εργασίας για τον σεβασμό στον άλλο, για τη δίψα για δικαιοσύνη. Παρά τις προσβλητικές του λέξεις κατά των βασιλέων, το ποίημα έγινε απαραίτητο ανάγνωσμα και, εν συνεχεία, εντάχθηκε στη σχολική ύλη…
Εκεί στη φτωχική Άσκρη Αττικής γεννιέται η κοινωνική ποίηση…

Αυτά θυμήθηκα όταν ο Νίκος Καρατζένης μας διηγήθηκε πώς 14 χρονών παιδί, η μεγαλύτερη αδελφή του, του έδωσε την Οδύσσεια του Ομήρου να την διαβάσει το καλοκαίρι που θα φύλαγε στα Τζουμέρκα, τα πρόβατα του πατέρα του και μετά από 55 χρόνια σαν βοσκός, φιλόλογος, ποιητής, συγγραφέας και έχοντας εμμονή με τις λέξεις των ποιμένων, σαν ένας σύγχρονος Ησίοδος (χωρίς να του εμφανισθούν οι εννέα Μούσες, κόρες της θεάς Μνημοσύνης), έγραψε το αριστουργηματικό έργο «Ποιμένων Λόγος»…

Στο βιβλίο «Ποιμένων Λόγος» επιχειρείται μια ερμηνευτική, νοηματική και ετυμολογική προσέγγιση του λεξιλογίου και του γλωσσικού ιδιώματος των ποιμένων της Νότιας Πίνδου, από το Βαθύπεδο Βορείων Τζουμέρκων έως Θεοδώριανα και Μεσούντα Ανατολικών Τζουμέρκων. Στις 4.700 λέξεις και φράσεις που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, οι 2.500 αναφέρονται στην ειδική ποιμενική ορολογία και οι 2.200 χρησιμοποιούνται από το σύνολο των κατοίκων της εν λόγω περιοχής ως εκ τούτου το περιεχόμενο του βιβλίου τούτου δεν αναδεικνύει τον λόγο, δηλ. τη σκέψη, τη νοοτροπία και τη βιοθεωρία των ανθρώπων των κοπαδιών μόνο, αλλά ενσαρκώνει την εσωτερική ιστορία, δηλ. τις ιστορικές, πολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες της ζωής μιας ευρύτερης κοινότητας ανθρώπων, αυτής των Τζουμέρκων της Νότιας Πίνδου και τεκμηριώνει την παρουσία τους στον τόπο και στον ιστορικό χρόνο.


Οι λέξεις και οι φράσεις του λόγου των ανθρώπων της Νότιας Πίνδου, δεν είναι απλώς λεκτικοί τύποι που σταχυολογήθηκαν σε ένα λεξικό για να προφυλαχθούν από την αδυσώπητη λήθη, έχουν ειδικό βάρος, γιατί είναι εμποτισμένες με εικόνες, βιώματα, μνήμες, ηθικούς κώδικες, ευαίσθητες εμπειρίες, συναισθήματα και αποτυπώνουν αδρά το ύφος ζωής και το ήθος της αγροτοποιμενικής κοινωνίας και ειδικότερα αυτό των ανθρώπων της ορεινής μικρής πατρίδας. Το γεγονός ότι στον λόγο των κατοίκων των ορεινών περιοχών της Πίνδου επιβίωσαν λέξεις, που οι ετυμολογικές τους ρίζες ανάγονται στα Ομηρικά έπη, στην ελληνική κλασσική αρχαιότητα στους ελληνιστικούς και στους μεσαιωνικούς χρόνους, αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι που έζησαν και εξακολουθούν να ζουν σε αυτές έχουν εγγράψει στην γλωσσική τους μνήμη τον λόγο των μακρινών τους προπατόρων και ένα τέλει οι λέξεις συνδέουν στους αιώνες τις γενεές των ανθρώπων. Οι ποιμένες χωρίς να «ξέρουν γράμματα», μας άφησαν μνημεία πολιτισμού, λέξεις, φράσεις, παροιμίες, τραγούδια, τα οποία ο πετροκαταλύτης χρόνος δεν κατόρθωσε να αφανίσει. Στις οχτακόσες (800) παραπομπές στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια διαφαίνεται η αδιάσπαστη συνέχεια του λόγου των Τζουμερκιωτών από την ομηρική εποχή έως το σήμερα, ενώ στους στίχους των δημοτικών τραγουδιών, τα περισσότερα των οποίων είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό, αποτυπώνεται ο λαϊκός πολιτισμός των ανθρώπων της ελληνικής περιφέρειας. Οι λέξεις αυτές παραμένουν ίδιες εδώ και 4.000 χρόνια ,από τις πρώτες γραπτές πινακίδες της ελληνικής σε γραμμική Α΄ και Β΄ ή είναι παράγωγα αυτών. Για την ερμηνεία ορισμένων ποιμενικών φράσεων και όρων ο συγγραφέας στηρίχτηκε στων νομάδων τις ιδέες στις οποίες δεν κατέληξαν αυθαίρετα αλλά από παρατηρήσεις της συμπεριφοράς των ζώων και κυρίως της συναισθηματικής νοημοσύνης αυτών την οποία οι ποιμένες εξαίρουν ιδιαίτερα. Οι ποιμενικές αυτές λέξεις παράγονται από τους ήχους της φύσης και από τη συμπεριφορά των ζώων. Στο βιβλίο αυτό έχουν συμπεριληφθεί ιδιωματισμοί και λέξεις της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων, συγκεκριμένα των χωριών: Βαθυπέδου, Συρράκου, Καλαρρυτών, Ματσουκιού, Πραμάντων, Μελισσουργών, Αγνάντων, Καταρράκτη, Βουλγαρελίου, Αθαμανίου, Μεσούντας, Θεοδωριάνων και Νεράϊδας.


«Καλότυχά ’ ναι τα βουνά…». Κι εμείς καλότυχοι που ζούμε στον πανέμορφο αυτό τόπο με τα ψηλά και τα απειθάρχητα βουνά, τους απροσκύνητους όγκους, τις καλογραμμένες βουνοκορφές, τις χιονισμένες ακρώρειες, τους ουρανοκρέμαστους γκρεμούς, τα απύθμενα βάραθρα, τις μακρόσυρτες πλαγιές, τις αιώνια παγωμένες ορθοπλαγιές, τις πηγές τις λαλαίουσες, τους λιοπερίχυτους Πινδικούς λειμώνες, τα σμαραγδένια οροπέδια, τα αφρισμένα ποτάμια, τις πλατανόφιλες ρεματιές, τα καταράχια, τα διάσελα, τις λαγκαδιές, τους καταρράκτες (τις σούδες, τα υδάτινα στολίδια της φύσης), τα ελατοδάσση, τα βοσκοτόπια, τις πανέμορφες λάκκες και τις βαθιές χαράδρες. Οι στάνες, τα βοσκοτόπια και τα χωριά μας είναι φωλιές που κρέμονται στα πλάγια της χιοσκέπαστης οροσειράς της νότιας Πίνδου. Τόπος με έντονες πτυχώσεις, τραχύς και δύσκολος στην προσέγγιση και στο διάβα του. Ήταν επιτακτική η ανάγκη για τους προγόνους μας να υπερνικήσουν κάθε εμπόδιο και τα κατάφεραν δημιουργώντας εκπληκτικά μονοπάτια, λαξεμένα σκαλοπάτια, ένα πολύπλοκο σύστημα γάιδαρο-μουλαρόδρομων που απλώνεται σα δίχτυ και δρασκελίζει κορυφογραμμές και πλαγιές διασχίζοντας απέραντα δάση.


Ο συμπατριώτης μας Νίκος Καρατζένης μας οδηγεί με το βιβλίο του «Ποιμένων Λόγος» σε έναν κόσμο… φτωχοπλούσιο, δηλαδή στερημένος από τα πλέον στοιχειώδη βιοποριστικά είδη αλλά σε ένα κόσμο πάμπλουτο από παραδόσεις, ήθος, φρεσκάδα των ανθρώπων και αδιατάρακτες λειτουργίες της φύσης, όπου βασιλεύει η στωικότητα, η γαλήνη, η αρμονία ,ο καθαρός νους, όπου η μυρωδιά από έλατα, ρίγανη, θρούμη, βαθυπράσινο χορτάρι, βρεγμένο χώμα, κατάλευκο χιόνι και αγριολούλουδα αποκτά μια διάσταση μαγική, παραπέμποντάς μας σε ένα επίγειο, ξεχασμένο από όλους Παράδεισο. Δίνει ο συγγραφέας με το έργο του ένα ανεπανάληπτο μωσαϊκό της ζωής της υπαίθρου, όπου περιγράφει τη σκληρότητά της, την πείνα, τις κακουχίες, τη φτώχεια, τις αναποδιές, τις ομορφιές της.
Γλώσσα επεξεργασμένη και αυθεντική, πλούσια και με αυθεντικότητα στο αίσθημα. Ωμή δυνατή γλώσσα. Εικονοποιητική γραφή. Μια γλώσσα μάγισσα γεμάτη μνήμες, με έντονα ιδιωματικά και βιωματικά στοιχεία, ξεκολλά ολάκερες τούφες χιονιού από τις πλαγιές, αποκαλύπτοντας πείνα, φτώχεια, στάνες, γρέκια, τρόμους και φανερώσεις. Ψήνει ο συγγραφέας καλά τις φράσεις και τις λέξεις, να μη χυλώνουν, να μη τρίβονται. Θέλει να μυρίζουν οικειότητα, να σε κρατάνε. Να είναι σαν να σε ζεσταίνουν από μέσα, από το στομάχι. Να σου αρέσουν επειδή είναι απλές, να νομίζεις πως κάπου μέσα σου την ξέρεις τη συνταγή ή πως μπορείς να τη μαντέψεις. Ζωές θνητές, στριμωγμένες σε λέξεις.

Ένα βιβλίο καμωμένο από γη, ανθρώπους και ζώα, γεμάτο εκκωφαντική λύπη, μα και βουβή απαντοχή. Στο βιβλίο αυτό συνυπάρχουν πολλά και αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία: μνημονικά κάδρα, αδρές περιγραφές του ηπειρώτικου τοπίου, πρωτότυπες φωτογραφίες, ποιήματα, δημοτικά τραγούδια, ντοπολαλιές και τοπωνύμια, παπαδιαμαντική μιμική, ποιήματα και τραγούδια. Βάζει μουσική στα κείμενά στις λεζάντες των φωτογραφιών του, η ποίηση ενεδρεύει σε κάθε λέξη και έννοια. Υπάρχουν λέξεις στο βιβλίο που στη συνείδηση των ανθρώπων ζυγίζουν όσο ένα φτερό από την κοιλιά μιας σουσουράδας, μα υπάρχουν και λέξεις που ζυγίζουν όσο ένα βουνό. Λέξεις που βαραίνουν στο νου και στην καρδιά και αφήνουν σημάδι ανεξίτηλο στη ζωή των ανθρώπων. Λέξεις σκονισμένες, σκόρπιες, θαμπές. Λέξεις πνιγμένες στην αγάπη και την προσμονή. Περίεργες λέξεις. Πότε ανάλαφρες και πότε ασήκωτες που δένουν με την ντοπολαλιά .Στέρεες κι ανθεκτικές στην κίνηση των αιώνων. Κάθε λέξη και ένα βήμα ιστορίας. Λέξεις με διαφορετική καταγωγή, στρογγυλεμένες και χρηστικές, για να χωρέσουν, να σφηνώσουν, να ισορροπήσουν με ακρίβεια. Λέξεις με ειδικό βάρος, αστραπές στις πρώτες βροχές του χειμώνα. Λέξεις κοφτερές. Λέξεις και σπαραγμοί, μεγαλειώδεις στιγμές αλλά και βαθιάς περισυλλογής. Οι λέξεις των νομάδων της Πίνδου σε ζαλώνουν στοργικά στον ώμο και σε ταξιδεύουν στη χιονισμένη αέναη Ήπειρο στην κατάλευκη Ν.Πίνδο. Ωδίνες μακρόσυρτες, μελωδικές ξεγεννούν λέξεις παλιές, αρχαϊκές, γιαγιαδίστικες, ρέουν όπως το γάργαρο νεράκι απ΄ τις πηγές των ψηλών βουνών και κυλούν με τρυφεράδα σαν νανούρισμα στις ρούγες των έρημων οικισμών, ανασταίνοντας ιστορίες με νεράϊδες και ξωτικά, αερικά, τελώνια της φύσης, στοιχειά και λαϊκές φαντασίες, που στοιχειώνουν και εξαχνίζουν συνάμα τον τόπο. Ωδή στη φύση, τους ποιμένες και τα ζώα, οι λέξεις του Νίκου Καρατζένη, τεμαχίζουν την πατρίδα των Αθαμάνων σε χίλια κομμάτια ξανά σε μια ολόφωτη ολότητα.


H ποιμενική ζωή δεν είναι απόμακρη μελωδία μιας φλογέρας, δεν είναι οι ψηλές ραχούλες και οι πανώριες βοσκοπούλες, ούτε τα ζηλεμένα άλογα των τσελιγκάδων, ούτε τα περήφανα γκεσέμια με τους κύπρους και τις κουδούνες. Οι μοναχικοί άνθρωποι, όπως είναι και οι ποιμένες, είναι χειρότεροι από τους μοναχικούς λύκους. Όπως το κοπάδι των ποιμένων της Ν. Πίνδου αφήνει πίσω του τις ίδιες ομοιόμορφες πατημασιές που χάνονται με την πρώτη βροχή, έτσι και οι άνθρωποι αφήνουν παντού τα ίδια εύθραυστα χιονισμένα χνάρια. Η τζομπάνικη ζωή είναι μόχθος αδυσώπητος για το ψωμί κάτω από πιεστικές συνθήκες. Η τροφή των ποιμένων στα βουνά είναι μια και μοναδική εις τους αιώνας των αιώνων το ψωμί: ψωμί με γάλα, ψωμί με τυρί, «τυρί με ψωμί». Ψωμί και τυρί, ψωμοτύρι φράσεις φορτισμένες συναισθηματικά και φορτωμένες ένδεια, ανέχεια, έλλειψη, ξηροφαγία, εφ΄ όσον το τυρί ήταν το προσφάι του φτωχού εις τους αιώνας των αιώνων.
Η ιστορία του γάλατος και του τυριού συμπορεύεται με αυτήν της Ευρώπης. Πρώτη μαρτυρία διατροφής με γάλα μηρυκαστικού είναι αυτή της ελληνικής μυθολογίας, όταν ο Δίας κυνηγημένος από τον πατέρα του τρέφεται με γάλα από την κατσίκα Αμάλθεια. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει λεπτομερώς τον βοσκό και τυροκόμο Πολύφημο, που λάτρευε τα ζώα του και προτιμούσε να φάει τους συντρόφους του Οδυσσέα παρά τα πρόβατά του. Εκεί ο επικός Όμηρος περιγράφει τα τυριά που ωρίμαζαν μέσα στη σπηλιά. Αναφέρει επίσης ότι πριν βγουν στη μάχη οι ήρωες του πολέμου, έπιναν τον περίφημο κυκεώνα, ένα ποτό για το οποίο αναμίγνυαν κρασί, αλεύρι, τριμμένο τυρί και βότανα όπως δυόσμο και μάραθο. Ο Αριστοτέλης και ο Διοσκουρίδης έδωσαν τις πρώτες συνταγές για την παραγωγή τυριού.


Οι νομάδες δεν είχαν να αναμετρηθούν μόνο με τις φυσικές δυνάμεις, όπως την ασταμάτητη βροχή, τις επιθετικές καταιγίδες, τις παρατεταμένες παγωνιές, τους φονικούς κεραυνούς, τις άσπονδες χιονοθύελλες, τα οργισμένα και θολά ποτάμια, τους χολωμένους και μανιασμένους ανέμους, τις αγέλες των πεινασμένων λύκων, τα ανυπόφορα κάματα, τις παρατεταμένες ανομβρίες, τον αποπνικτικό κουρνιαχτό, το μαρτύριο της λασπουριάς, τις εξουθενωτικές νυχτοπορίες, την αγρύπνια, την αναλλαξιά, τα φίδια, τους σκορπιούς, τους ψύλλους, τα τσιμπούρια, τη δίψα και την πείνα. Συχνά οι άνθρωποι των κοπαδιών έρχονται αντιμέτωποι με τους ζωοκλέφτες, τους ληστές, τους αγροφύλακες, τους δασικούς, τους χωρικούς, τους χωραφάδες… αλλά και με την αβάσταχτη προκατάληψη της «καλής» κοινωνίας για τους «βλάχους» και τη βλαχοζωή γενικότερα που τους ζεμάτιζε την ψυχή…
Παραθέτουμε ένα πολύ μικρό δείγμα των ποιμενικών λέξεων του βιβλίου:


αρμπελαϊά, η: η απέραντη ερημιά που βίωναν οι νομάδες στις μεγάλες εκτάσεις των λιβαδιών, όπου η ανθρώπινη παρουσία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Προέρχεται από το αχώριστο μόριο αρχι, με ρίζα από αρχ. ελλ. ρ. άρχω και την αρχ. Ελλ. λέξη πέλαγος.
αφρύ γάλακτος. Το αφρύ, ουδέτερο γένους είναι ο ζεστός αφρός του γάλακτος μόλις αυτό αρμέγεται. Από αρχ. ελλ. λ. ο αφρός «μόλις απαρμέξαμαν χύθ(η)καν τα λιανουπαίδια στα καρδάρια να φαν΄αφρύ». Ομ. Ιλ. Φ.325. «ποταμός μαρμύρων αφρώ τε και αίματι: ποτάμι χοχλάζοντας αφρό και αίμα».
βελάζω, βέλασμα, βελατό. Από την ομηρική λέξη βληχή: βέλασμα, προέκυψε το ρ. βληχώμαι και με κατ.-άζω-βληχάζω. Από βληχάζω-βεληχάζω, συγκεκομμένος τύπος βελάζω και εξ αυτού βέλασμα, βελατό.Ομ.Οδ.μ.266. «μυκηθμού ήκουσα βοών οιών τε βληχήν: άκουσα μουγκρητά βοδιών και βελάσματα προβάτων».
γέρνουν, έγειραν. ανεβαίνουν σε ψηλό σημείο και κατεβαίνουν την αντίθετη πλευρά του, χάνονται από το οπτικό πεδίο. Από ομηρ. ρήμα εγείρω-γέρνω -γέρου-γέρμα. «τώρα ο ήλιος έγειρε (έδυσε) κι ο σταυραϊτός κουρνιάζει», γέρνω: ξαπλώνω, «να γείρω ν΄αποκοιμηθώ, ύπνο γλυκό να πάρου», γέρνει: κλίνει προς τα κάτω, «βαΐζει», «τα΄γειρε το μουλάρι και έπεσαν οι μεριές», έγειραν: χάθηκαν από τα μάτια μας «τα γίδια έγειραν στον αυχένα…» Ομ.Οδ.ο.44. «ατάρ ο Νεστορίδην εξ ήδέος ύπνου έγειρε: όμως αυτός σήκωσε από τον γλυκό ύπνο τον γιο του Νέστορα».
Λεζάντα από φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα. Οι γυναίκες και τα παιδιά κλαίνε και οδύρονται. Τη φωτογραφία αυτή την πήρα σε κάποιο χωριό, ακριβώς τη στιγμή που ξεψυχούσε η αγελάδα μιας οικογένειας. Την είχαν πάρει από την Αγροτική Τράπεζα, αλλά αυτή έπαθε τυμπανισμό. Βρέθηκα ακριβώς πάνω σ΄ αυτή τη στιγμή και μου είπε η γυναίκα: «έχω εφτά παιδιά, με την αγελάδα τα ζούσα όλα. Αν μου πέθαινε ένα παιδί, δεν θα μου ήταν το ίδιο ελλειμματικό, όσο που έχασα την αγελάδα. Πώς θα τα ζήσω τώρα; και χρωστάω και στην τράπεζα!!!»
γκβιντιάζ(ει) η φουτιά. Οι φλόγες της φωτιάς βγάζουν ήχο. Από το μεσαιων. ουσιαστικό κομβέντος: συνομιλία-κομβέντα -κοβέντα-κουβέντα -κουβεντιάζω-γκουβεντιάζω-γκβιντιάζου. η βρέμουσα φλόγα κατά τον Αλ.Παπαδιαμάντη: η ομιλούσα φλόγα. Συναφής και η λ. conventus: συνέλευση, της λατινικής.
γόα -γόα επιφώνημα ισχυρό των ποιμένων απευθυνόμενο προς την γίδα τη στιγμή που την αρμέγουν προκειμένου να είναι ήρεμη και υπομονετική. από ομηρ. ρ. γοάω: θρηνώ με κραυγές.Ομ.Οδ.ω.190. «ου γαρ ίσασι φίλοι κατθέμενοι γοάοιεν: γιατί δεν έφτασε είδηση στους δικούς μας για να μας θρηνήσουν πεθαμένους».
δεν είδα, δεν ξέρω, δεν έχω… στερεότυπη απάντηση των νομάδων προς αγροφύλακες, δασικούς ιδιοκτήτες λιβαδιών, όταν εκείνοι ζητούσαν πληροφορίες για άλλους ποιμένες, των οποίων τα κοπάδια προξενούσαν ζημιές στα σπαρτά και στα απαγορευμένα.
είνορο ή εινόρτο. όνειρο .Προέρχεται από την αρχ. ελλ. λ. όναρ, γεν. του ονείρου με αντιμετάθεση των δυο πρώτων συλλαβών. «κ(οι)μήθκα πουλύ βαριά απόψι κι ήγλιπα κάτ(ι) παλιουεινόρτα, ούλου μι πεθαμέν(ου)ς είχα να κα΄μου».
έπεσε ζουλάπι. Εκδηλώθηκε επίθεση αρκούδας ή λύκων στο κοπάδι, προφ. έπισι ζλαπ΄.
έπεσε το ποτάμι. πέρασε η κατεβασιά, χαμήλωσε η στάθμη του νερού, οπότε μπορούν τα πρόβατα να διαβούν αντίπερα.
έπιασε καιρός. άρχισε κακοκαιρία. έπαισε χορτάρι ο τόπος: έβγαλε ικανή ποσότητα χορταριού. Το ρήμα πιάνω προέκυψε από τον δωρικό τύπο «πιάζω» του αρχ. ελλ. ρήματος πιέζω: αδράχνω.
Λεζάντα φωτογραφίας. Το καλοκαίρι διάβηκε και τα βουνά ανταριάζουν, χιόνια πέφτουν στις κορυφές, νερόχιονο στα πλάια, άγρια φυσάει στα διάσελα, βουίζουν τα λαγκάδια και οι βλάχοι ξεκινήσανε στα χειμαδιά να πάνε. Νύχτα φορτώνουν τ΄ άλογα, νύχτα τα ξεφορτώνουν, φεύγουν κοπάδια πρόβατα, φεύγουν κοπάδια γίδια, φεύγουν τα λάια πρόβατα με τα χοντρά κουδούνια.
ζυγουρομήλιωρα, η. η προβατίνα που έκλεισε τα δυο χρόνια ηλικίας, και η οποία αφήνει το στάδιο της ζυγούρας και μπαίνει σ΄ αυτό της μηλιώρας. Από τις λ. ζυγούρα και μηλιώρα. μηλιώρα από αρχ. ελλ. λέξη μήλον: πρόβατον. μήλον-μηλιόριον-μηλιόρι-μηλιόρα, μπλιόρα στους ποιμένες.Ομ.Οδ.ρ.246. «μήλα φθείρουσι κακοί νομήες: οι κακοί βοσκοί καταστρέφουν τα πρόβατα».
Λεζάντα φωτογραφίας Β.Γκανιάτσα. Ο περπατητής των απόκρημνων Τζουμέρκων, ο αιγοβοσκός Γιάννης Σκέντος (1944-1997) από τους Μελισσουργούς άφησε την τελευταία του πνοή γκρεμοτσακισμένος στο βάθος αβυσσαλέας χαράδρας. Τον άτυχο Γιάννη Σκέντο τον έκλαψαν οι ραχούλες όλες, τον θρήνησαν οι ρεματιές, οι πηγές θόλωσαν τα νερά τους, τον μοιρολόγησαν τα δέκα τζομπανόσκυλά του, μαυροφόρεσαν για χάρη του τα τετρακόσια τριάντα γίδια του και λυποκρατούν ακόμη για τον χαμό του όλες οι πλαγιές ,τα ξάγναντα και οι κορυφές της Πίνδου που τον είχαν στολίδι και καμάρι τους.
θρούμπη, η .αρωματικό βότανο με μυρωδιά που προσδίδει ιδιαίτερο άρωμα στο κρέας, που προορίζεται για ψήσιμο. Τα βουνά των Τζουμέρκων είναι κατάφυτα από θρούμη. Από λέξη της αρχαίας ελλ. Θύμβρα – θύμβη με μετάθεση του ρ- θρούμβη-θρούμη. Στα Πράμαντα μαρτυρείται η παροιμιώδης και αινιγματική ωστόσο ρήση «θρούμη και αγριορίγανη κι ένα άλλο βοτάνι , που, αν το ήξεραν οι μανάδες, θα τα βαναν φυλαχτό στα παιδιά τους ,να μην παθαίνουν τίποτε».
κεντάω τα πρόβατα .παρακινώ τα πρόβατα που είναι στη στρούγκα να περάσουν ένα-ένα από τους αρμεχτάδες, ενίοτε τα αγγίζω με την κλίτσα στα νώτα τους (τα κεντάω ανάλαφρα).Από το ομηρικό κεντέω-νεοελλ. κεντάω-κεντώ και κεντίζω – κεντιστής: ο στρουγκάρης.Ομ.Ιλ.Δ.391. «οι δε χολωσάμενοι Καδμείοι , κέντορες ίππων: οι Καδμείοι εξοργίστηκαν, αυτοί που κεντούν με τα σπιρούνια τα άλογα για να καλπάσουν». «ανέβα την αγρίαν αραβικήν φοράδα νίκησον εις το τρέξιμον και τους ανέμους /την φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε , οθωμανέ» Ανδρέας Κάλβος , εις δόξαν.
κινός, ο. το ξεκίνημα. Από αρχ. ελλ. κινέω-ώ, ομηρικό κίνυμαι: θέτω σε κίνηση, πορεύομαι. είμιστι ξεκιν(η)μένοι: βρισκόμαστε στην αρχή της μετακίνησης προς βουνά ή χειμαδιά .κίντσαν (κίνησαν) τα κονάκια: άρχισε η πορεία του νομαδικού καραβανιού από κάποιον σταθμό της διαβατάρικης πορείας του.
κλαφουνάει το σκυλί. αλυχτάει χαμηλότονα και με διακοπτόμενο γάβγισμα .η λέξη είναι ηχομιμητική από τους ήχους φωνής «κλαφ-κλαφ» του σκυλιού.
κόκκιω, η. η γίδα κοκκινωπού χρώματος.
κονάκια, τα. τα αχυροσκέπαστα νομαδικά καλύβια .πιθανή προέλευση από τη βυζαντινή λ.κονάκιν-κονεύω: διανυχτερεύω. κονάκια: ο ποιμενικός καταυλισμός ,κονάκι: η πορεία του νομαδικού καραβανιού και των προβάτων μια μέρα. «Από την Πράμαντα ως την Άρτα θα κάνουμε πέντε κονάκια». συναφές και το τουρκ.konak:οίκημα. «μαύρο χαμπέρι έφεραν απόψε στα κονάκια, τον Κατσαντώνη πιάσανε ξαρμάτωτον στο στρώμα/τα παλικάρια τον θρηνούν κι οι όμορφες τον κλαίνε κι αυτά τα λάια πρόβατα βουβαίνουν τα κουδούνια/ λεροφορούν οι βλάχισσες κι όλοι οι τσελιγκάδες, λυποκρατεί κι η κλεφτουριά σ΄ Άγραφα και Τζουμέρκα»
λημεριάζουν τα πρόβατα . τα πρόβατα κατά το μεσημέρι κυρίως σταμάτησαν να βόσκουν και έπεσαν να κοιμηθούν μια-δυο ώρες περίπου. Από το ολήμερος-ολημερίζω-λημεριάζω.
ξαστοχάω. αορ. ξαστόησα, λησμονώ. από προθ. εκ και αστοχώ -μεσαιων. εξαστοχώ-ξαστοχώ. αστοχώ, α στερ. και αρχ. ελλ. λ. στόχος. παρ. ομηρ. ρ. στείχω: βαδίζω εναντίον κάποιου. «είνι τέτοιους πέτακας (αβυσσαλέος γκρεμός) π΄ ξαστουχάς να τράξεις (κοιτάξεις) κάτ(ου). Ομ.Οδ.ι.444. «ύστατος αρνειός μήλων έστειχε θύραζε: έφτασε τελευταίο από τα πρόβατα στην πόρτα το κριάρι».
παράωρα ή πάρωρα. επίρρ. σε ώρα προχωρημένης νύχτας, πολύ αργά. παρά +αρχ. ελλ. λ. ώρα. «και μη στεργιώστε ορφανό, μη ξένο , μη διαβάτη παρά του Πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα /πο΄ ρχεται αργά τ΄ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».
παρέδου. επιρρ. πιο κοντά .προθ. παρά+ επιρρ. εδώ.
πάτησε ο λύκος. χτύπησε ο λύκος πρόβατο. κατά τους ποιμενόβιους , όταν ο λύκος χτυπούσε με τα πόδια του πρόβατο στην κοιλιά ,το χτύπημα ήταν θανατηφόρο, το ζώο χανόταν από εσωτερική αιμορραγία.
Λεζάντα φωτογραφίας. Η ανοδική πορεία των ποιμένων το χάραμα για τις κορυφές που γρεκιάζουν τα κοπάδια τους τα κραταιά βουνά με τις ευθυτενείς κορυφές τους, τα έλατα που σημαδεύουν τους αιθέρες και γενικά αυτή η ανορθωτική τάση των φυσικών στοιχείων, έχουν διαμορφώσει το ήθος των ποιμένων και έχουν ενσταλάξει σ΄ αυτούς τις αξίες της περηφάνιας, της λεβεντιάς, της αυτογνωσίας και προπάντων της αξιοπρέπειας.
ριζά, τα. υπώρειες βουνών, χαμηλώματα .από λ. αρχ. ελλ. ρίζα, ης: η αρχή παντός πράγματος. «έπιασε καιρός(κακοκαιρία) και τα πρόβατα έφυγαν μόνα τους από τα ψηλώματα και χαμήλωσαν στα ριζά».
ριχτού, το. προφ. τουρχτού με επιρρ. σημασία: εσπευσμένα, γρήγορα και αγχωτικά. από ρ. αρχ. ελλ. ρίπτω-μεσαιων. ρίκτω-ρίχνω, αορ. έρριξα-το ριχτό, του ριχτού είναι το εφιαλτικό και εξουθενωτικό επίρρημα για τις γυναίκες των ποιμένων, οι οποίες εκτελούν ασθμαίνοντας όλες τις εργασίες του νοικοκυριού και ευρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα για τις ποιμενικές : τουρχτού να ζυμώσουν και να ρίξουν (ψήσουν) το ψωμί, τουρχτού να κουβαλήσουν νερό με τη βαρέλα, τουρχτού να μαζέψουν ξύλα για τον γάστρο και τη φωτιά, τουρχτού να πλύνουν τα μάλλινα στο ρέμα ή στο πηγάδι, τουρχτού να «βαρέσουν» το γινωμένο (μπρούσκο) γάλα για να βγει το βούτυρο και το ξινόγαλο, τουρχτού να πάνε να μαζέψουν λάχανα (άγρια χόρτα) , να τα πλύνουν, να τα βράσουν …
σε κόβει η νήλα. έκφραση που αναφέρεται σε ανθρώπους, που βιώνουν τραγικές καταστάσεις, οι οποίες προκαλούν οίκτο, κόβω: από ομηρ. ρ. κόπτω, νήλα, από ομηρ.επιθ.νηλεής,ές.Ομ.Οδ.ι.272. «Κύκλωψ αμείβετο μ΄νηλέϊ θυμώ: ο Κύκλωπας μου απάντησε με τη σκληρή καρδιά του».
Λεζάντα φωτογραφίας . Τα πρόβατα κατάκοπα από την οδοιπορία αραδιάζουν ένα-ένα στη ρούγα του δύστροπου αυχένα «Σταυρός». Οι ποιμένες από αρχαιοτάτων χρόνων έστησαν στον Σταυρό έναν πέτρινο πύργο αφιερωμένο στον Δία των Άκρων να τον εξευμενίσουν για να τους επιτρέπει να τον διαβαίνουν χωρίς απώλειες αλλά και για να μνημειώσουν στο διηνεκές τη σταύρωσή τους στο «ποιμενικό πάθος»…
τσαντίλα, η . υφαντό ,αραιοπλεγμένο μάλλινο ύφασμα με το οποίο στραγγίζουν το γάλα και το τυρί, από σλαβ.tsedilo. «έχω τα πρότα (πρόβατα) ανάρμιγα , τα γίδια μεσ΄ τη στρούγκα και την τσαντίλα το τυρί στο δέντρο κρεμασμένη./- λύκος να φάει τα πρόβατα και τσιάκαλος τα γίδια και την τσαντίλα το τυρί ,αητός να σου την πάρει».
τσιουγκανιάζονται τα τραϊά. αποσύρονται σε απάτητους γκρεμούς και ζουν απόβοσκα χωρίς επιτήρηση των ποιμένων.
τυρί, το: από μυκην. λ. τυρός-υποκ. τυρίον- μεσαιων. τυρίν-τυρί. Η λ. τυρός μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1200 π.Χ. σε πύλινη πινακίδα μυκηναϊκής Γραμμικής Β΄ γραφής. Ο Όμηρος περιγράφει σκηνή οργανωμένης τυροκόμησης στην περίφημη σπηλιά του Πολύφημου: «ήμισυ μεν θρέψας λευκοίο γάλακτος πλεκτοίς εν ταλάροισιν αμησάμενος κατέθηκεν, ήμισυ δ΄ αύτ΄ έστησεν εν άγγεσιν, όφρα οι είη πίνειν αινυμένω: μισό από το άσπρο γάλα , αφού το έπηξε, το μάζεψε και το έβαλε μέσα σε πλεκτά καλάθια και το άλλο το μισό το φύλαξε σε καρδάρες για να πίνει απλώνοντας το χέρι του » Ομ.Οδ.ι.246-249. Το τυρί, ο «λευκός χρυσός» για τους ανθρώπους των κοπαδιών . Ο άνθρωπος μάλλον έφτιαχνε τυριά από τα πανάρχαια χρόνια, αφού αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί μια αξιόλογη ζωική τροφή σ΄ εποχές χωρίς ψύξη. Ο Όμηρος αναφέρεται στο τυρί στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια και μάλιστα στον «αίγιον τυρόν», δηλαδή το κατσικίσιο τυρί.
Το τυρί είναι το προϊόν που προέρχεται απ΄ τη συγκέντρωση με κάποια μέθοδο των στερεών του γάλακτος με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να διατηρηθεί στον χρόνο χωρίς να χάσει κανένα απ΄ τα θρεπτικά του συστατικά.
Το τυρί είναι τροφή ισορροπημένη, νόστιμη, θρεπτική. Έχει πρωτεΐνες, λίπος, νερό, βιταμίνες (Α,Β,Ε,D), ιχνοστοιχεία και σάκχαρα, αλάτι. Ό,τι δηλαδή χρειάζεται ένας οργανισμός για να τραφεί και να κατακτήσει τη ζωή. Ένα ελάττωμα έχει μόνο, η ζωή του είναι πολύ μικρή (λίγες ημέρες).Για τους Έλληνες το τυρί δεν είναι συμπλήρωμα φαγητού, είναι φαγητό. Αν ψάξετε τις συνήθειες των λοιπών Ευρωπαίων, θα διαπιστώσετε ότι το τυρί τρώγεται κατά παράδοση μετά το κύριο φαγητό. Στο τυρί η ποιότητά του ξεκινάει από το λιβάδι. Στην Ελλάδα φύονται απάνω από 3.500 φυτά, πολλά από τα οποία είναι ενδημικά και δίνουν στο γάλα ειδικά αρώματα και προσόντα. Μεγάλη σημασία για τη γευστικότητα του τυριού παίζει και η φυλή των αιγοπροβάτων. Στην Ήπειρο έχουν καταμετρηθεί πάνω από 20 εγχώριες φυλές. Μεγάλη σημασία στην τυροκόμηση παίζει η πυτιά (στομάχι νεαρού ζώου γάλακτος). Η Ήπειρος και τα Τζουμέρκα είναι πλούσια και έχουν σπάνια χλωρίδα και πανίδα, στην οποία έχουμε σημαντική παραγωγή προϊόντων γάλακτος, τυριών, βουτύρου και γιαουρτιού. Και τα τυριά είναι πολλά και κάθε είδους: σκληρά, ημίσκληρα, μαλακά και κρεμώδη.
Το γάλα εδώ μοσχοβολάει, καθώς τα ζώα τον περισσότερο καιρό βόσκουν ελεύθερα τρώγοντας χορτάρι, φύλλα από τα δέντρα και αυτοφυή βότανα του βουνού. Και όλα αυτά τα αρώματα εγκλωβίζονται στη γεύση των τυριών. Η τυροκομία ξεκίνησε σιγά και σταθερά εδώ και εκατοντάδες χρόνια στα σπίτια και τους μπάτζους (άτυπος συνεταιρισμός).
Λεζάντα φωτογραφίας. Οι λύκοι είναι ευφυέστατοι κυνηγοί και όταν επιτίθενται ως αγέλη στα κοπάδια, εφαρμόζουν την τακτική του αντιπερισπασμού. Ένα δύο μέλη της ομάδας φροντίζουν να γίνουν αντιληπτά από τα τζομπανόσκυλα , τα οποία τρέχουν προς αντιμετώπισή τους απομακρυνόμενα από το κοπάδι, οπότε οι άλλοι ορμούν από άλλα σημεία στα πρόβατα αρπάζοντας όσα μπορέσουν. Κυρίως επιδιώκουν να προγγήσουν τα πρόβατα , να τα βγάλουν έξω από το μαντρί ή το γρέκι , να τα διασκορπίσουν και εν τέλει να τα ρημάξουν…
χούνη, η .στενή λαγκαδιά ,που έχει σχήμα χωνιού ή στενό πέρασμα ανάμεσα στα βουνά. χέω-χοάνη-χώνη-χούνη. Χούνη: όνομα θερινού λιβαδιού στα Θεοδώριανα Ανατολικών Τζουμέρκων.Ομ.Ιλ.Σ.470 «Ως ειπών Ήφαιστος βη δ΄επί φύσας. φύσαι δ΄εν χοάνοισιν εείκοσι πάσαι εφύσων: έτσι ,αφού μίλησε ο Ήφαιστος , πήγε στα φυσερά του. Όλα τα φυσερά ήταν είκοσι και φυσούσαν μέσα στις χοάνες».
Μέσα σε αυτό το βιβλίο σπουδάζεις τα βουνά. Μαθαίνεις την γλώσσα τους, την ορθογραφία τους, τα δεκαπεντασύλλαβα παράπονά τους, ακούς τα μαλώματά τους και τα αστροπελέκια, νιώθεις την οργή τους ,ψηλαφείς τις «νυχιές του χρόνου» στα πλευρά τους ,αποστηθίζεις τα ρεκάσματα των αέρηδων, συλλαβίζεις την ομορφιά τους. Κι είναι σαν να κόβεις τυρί και καλαμποκίσιο ψωμί στο μεσοστράτι, να κυνηγάς λύκους, να αναμετριέσαι με τους αετούς , να φοράς τις χιονοθύελλες κατάσαρκα , να παίζεις φλογέρα ,να τρως βραστογαλιά στο φτερό του κοπαδιού. Ο Νίκος Καρατζένης χρησιμοποιεί λέξεις που μοιάζουν με γκεσέμια και συρτάρες γίδες , οι εικόνες έρχονται η μια μετά την άλλη σαν άλογα κανταριασμένα που κουβαλούν ποικίλο συναισθηματικό φορτίο, ενώ οι τσοπάνικες εκφράσεις ξεπετιούνται σαν γκρεμολίθια και καταραχιάδες. Λόγος ορμητικός και παραστατικός έτσι που να ακούγεται πότε το φυσομάνημα , πότε πετροκότσυφες και πέρδικες και θροΐσματα αγριοκερασιάς, πότε το κατρακύλημα λιθαριών, το σπάσιμο των δέντρων, το μένος των ανεμοστροβίλων. Λες κι όλα αυτά ήρθαν μόνα τους και εγκαταστάθηκαν στις σελίδες του λεξικού του, άλλα τυλιγμένα σε καταχνιά κι άλλα κάτω από καθάριο ουρανό…
Στις 200 και πλέον φωτογραφίες , που είναι όλες τραβηγμένες στο ποιμενικό πεδίο απεικονίζονται ποιμενικές σκηνές και όλες οι ποιμενικές εργασίες : άρμεγμα προβάτων, γέννος, κούρος, βόσκηση, πότισμα, σκάρος, εαρινές μετακινήσεις στα καλοκαιρινά βοσκοτόπια της Ν. Πίνδου και φθινοπωρινές μετακινήσεις κοπαδιών και νομαδικού Καραβανιού στα χειμερινά βοσκοτόπια της Ακαρνανίας, της Άρτας, της Πρέβεζας, άλογα της Πίνδου, τζομπανόσκυλα , κατοικίες ανθρώπων και ζώων: καλύβες, μαντριά, στρούγκες, αρχαϊκά τυροκομεία, στα οποία γίνεται η τυροκόμηση. Από τα συνοδευτικά κείμενα των φωτογραφιών (λεζάντες) καθώς και από τις φωτογραφίες , πέρα από τα ιστορικά , ανθρωπολογικά και λαογραφικά στοιχεία, αναδύονται η ποίηση και ο παλμός της σκληρής αλλά και « μαγευτικής» ενίοτε ποιμενικής περιπέτειας, μα προπαντών αποκαλύπτεται η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητα της νομαδικής κτηνοτροφίας.
Το βιβλίο αυτό διαφέρει από τα συνήθη λεξικά στη δομή , στο περιεχόμενο και στο ύφος. Πέρα από την ερμηνευτική και ετυμολογική προσέγγιση του λεξιλογίου, ο συγγραφέας επιχειρεί μια σύνθεση ιστορικών , ηθογραφικών και κοινωνικών στοιχείων στα οποία αποτυπώνεται το αξιακό και πολιτισμικό υπόβαθρο των ανθρώπων της Ν. Πίνδου με λογοτεχνική γραφή και πλούσια εικονογράφηση. Οι φωτογραφίες συμβάλλουν με καθοριστικό τρόπο , ώστε να μην είναι το βιβλίο αυτό λεξικό με την επιστημονική αυστηρότητα του όρου, αλλά να αποτελέσει εικονογράφημα της νομαδικής ζωής.
Ο Νίκος Καρατζένης αποτελεί αυθεντικό εκπρόσωπο της Λογοτεχνικής λαογραφίας (συνεύρεση της επιστημονικής λαογραφίας και της φυσιολατρικής λογοτεχνίας).Ο Νίκος Καρατζένης είναι μια νηφάλια και ταυτόχρονα κοφτερή φωνή του πνεύματος και της τέχνης. Αριστερός διανοούμενος και πολιτικοποιημένος από τα νιάτα του. Πολυεπίπεδος, εμπνευσμένος ευαίσθητος, πρωτοπόρος ,με αστείρευτο κέφι, με λατρεία στη ζωή, τη γνώση, τις ιδέες και τους νέους. Ο Νίκος Καρατζένης θέλει να αλλάξει τον κόσμο, όπως πολλοί της γενιάς του. Θέλει όμως να τον αλλάξει με τα βιβλία, γιατί πιστεύει ότι τα βιβλία είναι σαν τα ρόδια. Τα ανοίγεις και ξεπηδούν ιδέες και συναισθήματα. Τα βιβλία είναι πόρτες για να ανοίξεις και να δεις τον κόσμο. Όλη του η ζωή είναι ευθυγραμμισμένη σε αυτή την ιδέα. Τον ενδιαφέρει πώς τα βιβλία, η ανάγνωση, οι ιδέες και ο πολιτισμός θα φτάσουν εκεί που συνήθως δεν φτάνουν. Στις μειονεκτούσες περιοχές και στα ευάλωτα στρώματα…
Το έργο του Νίκου Καρατζένη, είναι ένα έργο πνοής για όλη τη Νότια Πίνδο και την Ήπειρο, καθώς ανυψώνει το πολιτισμικό υπόβαθρο της περιοχής, καθώς τέτοιες αξιόλογες πνευματικές εργασίες γίνονται κοιτίδες της τοπικής μας πολιτιστικής ανάπτυξης κρατώντας άσβηστη τη φλόγα της παράδοσης. Του ευχόμαστε να μείνει αιώνιος εραστής της αναρρίχησής του στις κορφές της δημιουργίας και να μας ραντίζει πάντα με τα έργα του από την πηγή με το αθάνατο νερό, το ατόφιο μαργαριτάρι της ψυχής του, για ν΄ αντέξουμε στη σκληρή άνυδρη εποχή μας.
Επειδή στη βιβλιογραφία της Ηπείρου δεν υπάρχει άλλη εργασία που να πραγματεύεται την ποιμενική ορολογία, ούτε βρίσκονται στο διαδίκτυο οι ποιμενικές λέξεις, η παρούσα συγγραφή συνιστά την πρώτη απόπειρα καταγραφής και ετυμολόγησης του λεξιλογίου των ποιμένων.
Τον συγγραφέα απασχολούσε η αδυνατότητα του τέλειου ,λες και το τέλειο είναι κατά βάση πέραν του ανθρώπινου επιτεύγματος. Όμως ο Νίκος Καρατζένης πέτυχε το τέλειο, γράφοντας αυτό το βιβλίο .
Πρόκειται για Αριστούργημα.


Η πρωτοβουλία του Δημάρχου Βορείων Τζουμέρκων Γιάννη Σεντελέ, να κυκλοφορήσει αυτή την άριστη έκδοση, είναι αξιέπαινη, τόσο για το αρχικό κίνητρο όσο και για το τελικό ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Ο Νίκος Καρατζένης γεννήθηκε το 1952 στο χωριό των Τζουμέρκων, Πράμαντα. Μεγάλωσε σε ποιμενικό περιβάλλον ακολουθώντας τα κοπάδια της οικογένειά του και των άλλων νομάδων από τα βουνά στα χειμαδιά. Το 1975 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων και από το 1978 εργάστηκε ως καθηγητής μέσης Εκπαίδευσης στη Φιλιππιάδα Πρέβεζας. Σήμερα είναι συνταξιούχος.