Οι επαγγελματίες διακοναραίοι, ο «Τζιριτόκωστας» και τα σημερινά λαμόγια…

Ο σπουδαίος κλασσικός της ελληνικής πεζογραφίας Ανδρέας Καρκαβίτσας (γιατρός, ταξιδιωτικός αφηγητής, λαογράφος και διηγηματογράφος), κάθισε κι έγραψε το μακρινό 1897 –μετά το τέλος ακριβώς του «ατυχούς πολέμου» δηλαδή, μια ηθογραφική νουβέλα με τίτλο «Ο ζητιάνος». Το συγκεκριμένο έργο (που είναι η λογοτεχνική συνέχεια κάποιων άρθρων του Καρκαβίτσα στην μεγάλη, τότε, σε απήχηση «Εστία», και τα οποία τον έφεραν αντιμέτωπο με Ναυπάκτιους φοιτητές στην Αθήνα που, ναι μεν, κατά τον ίδιον του έκαναν… «ρεκλάμαν μεγάλην», αλλά, εκείνοι απαιτούσαν σώνει και καλά για λόγους τιμής… απόδοση δικαιοσύνης δια μονομαχίας…), πραγματεύεται την συμπεριφορά ενός επαγγελματία διακονιάρη από κάποιο χωριό των Κράβαρων (ορεινή Ναυπακτία), που φημίζονταν όπως γράφει ο ίδιος… «όχι τόσο δια την παραγωγήν γεωργικών προϊόντων όσο δια την εξαγωγήν διακοναραίων». Μάλιστα, πάλι κατά τον ίδιον… «όλοι οι κάτοικοι εκεί, ανεξαιρέτως φύλου και ηλικίας, εκπαιδεύονται να εξασκούν το έντιμον τούτο επάγγελμα εις τα τετραπέρατα του κόσμου κάνοντας περιουσίες»!

Ο ζητιάνος, λοιπόν, της υπόθεσης – ο πολύς και σοφός Κραβαρίτης «Τζιριτόκωστας», εισέρχεται με τον βοηθό του –επίσης επαγγελματία υπενοικιασμένο διακονιάρη-, σε ένα Καραγκούνικο χωριό της Θεσσαλίας που δεν είχε και πολλά χρόνια απελευθερωμένη και, χωρίς καμία συμπόνια και έλεος, γεμίζει τα σακούλια του με όλα τα καλά. Μπουκάρει με ανείπωτη επιτηδειότητα σε όλα τα σπίτια και κερδοσκοπεί επί παντός χωρικού και χωρικής, εκμεταλλευόμενος τις δεισιδαιμονίες των νεοελλήνων και, ασφαλώς, τις φαύλες κακοδαιμονίες της διοίκησης που τού ήταν γνωστές απ’ έξω και ανακατωτά. Και, εφόσον, τους «γδύνει» όλους κανονικά, στο τέλος καταστρέφει με μοναδική κιόλας υπομονή και ψυχραιμία το χωριό (γιατί κάποιοι τον αντιμετώπισαν με ρατσιστική βιαιότητα), παραδίδοντάς το στους φυσικούς δημίους του: στους άρχοντες και τους τσιφλικάδες της εποχής που ενώ είχαν φύγει οι Τούρκοι πήραν την θέση τους και θεωρούσαν ακόμη την περιοχή και τους ανθρώπους ολότελα δικά τους εργαλεία δουλειάς και εκμετάλλευσης. Και ενώ κείνοι, λοιπόν, καταστρέφονται σχεδόν απόλυτα για μια… «εξέγερση» που ποτέ δεν οργάνωσαν και ποτέ δεν έκαναν αλλά την έχτισε βήμα – βήμα, εκείνος –ο φοβερός και τρομερός «Τζιριτόκωστας», χαλαρά και χωρίς ίχνος ενοχής και τύψεων απαγκιστρώνεται καπάτσα από την κατάσταση και παίρνει τον δρόμο (ντυμένος σαν καπετάνιος τούτη τη φορά), για την επόμενη κερδοφόρα αποστολή του.

Όντως, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο «ζητιάνο» του, ιχνηλατεί τις βαθύτερες αιτίες της εξαθλίωσης της εποχής του και το ρόλο που έχουν σε αυτό το γεγονός οι λογής – λογής πονηροί, επιτήδειοι και αδίστακτοι. Κατακεραυνώνει την αγυρτεία «από τα κάτω» και την αγυρτεία «από τα πάνω». Για τούτο, άλλωστε, πέραν από την «ρεκλάμα» που του έκαμαν οι Ναυπάκτιοι της Αθήνας, «ο ζητιάνος» τον έκανε διάσημο και αναγνωρίσιμο σε όλη την ελεύθερη, τότε, Ελλάδα. Στενός φίλος του Κώστα Χατζόπουλου ο Καρκαβίτσας, συντάσσεται με τους πρωτοπόρους δημοτικιστές του τέλους του 19ου αιώνα και προτάσσει μια λογοτεχνία «Δημιουργούμε και πλάθουμε για την νέα πατρίδα», κόντρα στον εκλεκτισμό και την υποκρισία της προγονοπληξίας: την ψευδαίσθηση των «αρχαίων», των «μαρμάρων» που έκρυβαν περίτεχνα την πραγματική κατάσταση που βρίσκονταν και ζούσε καθημερινά ο απλός λαός και η χώρα.

Το παράδοξο με το έργο του Καρκαβίτσα (και εδώ βρίσκεται ο συσχετισμός με το σήμερα), είναι ότι ψυχαναλύει τόσο ολιστικά και αυθεντικά τους χαρακτήρες της Ελλάδας που παρουσιάζει, ώστε, βρίσκει αναφορές και απεικονίσεις και στο σήμερα. Βέβαια, οι καιροί μπορεί να έχουν αλλάξει και η ανέχεια και η εξαθλίωση της εποχής του Καρκαβίτσα να αποκρύβεται από την τεχνολογία και τα επιτεύγματα των ανθρώπων των σύγχρονων κοινωνιών. Ωστόσο, στη βάση τους οι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτό τον τόπο παραμένουν ίδιες. Μπορεί, δηλαδή, σήμερα να μην υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που βγάζουν διακοναραίους ή δήθεν διακοναραίους τύπου «Τζιριτόκωστα» (χωρίς και να το αποκλείουμε ασφαλώς), αλλά, λόγω εκσυγχρονισμού και μεταμοντέρνας – μεταβιομηχανικής εποχής, η άγνοια ή η δήθεν άγνοια των ανθρώπων καθώς και οι ιδεοληψίες, οι δεισιδαιμονίες και τα συμπλέγματα της εποχής, ο τόπος να παραγάγει, πλέον, εκλεπτυσμένα και μεγάλα λαμόγια (που ο τρομερός «Τζιριτόκωστας να ωχριά μπροστά τους), τα οποία κλέβουν και λεηλατούν μέχρι μυελού των οστών ό,τι έχει μείνει για πάρσιμο από αυτό τον τόπο…


Ο Σπύρος Χ.Τάγκας είναι Αρθρογράφος. Σύμβουλος Πολιτικής & Επικοινωνίας.