Έρωτας σαν μουσική! της Ιουλίας Ιωάννου
Ημέρα των ερωτευμένων, μια μέρα που όλοι θέλουν κάποτε να γιορτάσουν αληθινά, ουσιαστικά, σε βάθος… όμως πόσοι λίγοι αλήθεια το έχουν καταφέρει;
Νομίζουμε πως ερωτευόμαστε, νομίζουμε πως βρίσκουμε τον πραγματικό σκοπό μας στη ζωή, ελπίζουμε να είναι αυτός ο ένας, ο μοναδικός, να είναι πάντα τα αισθήματά μας έτσι…
Στην αρχή όλα τα βλέπουμε ρόδινα, παντού κόκκινα τριαντάφυλλα και καρδούλες, ανθοστολισμένα όνειρα και γέλια και χαρές.
Όταν όμως η συνήθεια εγκλωβίσει στα σκοτεινά της μονοπάτια τον έρωτα, όταν χαθεί η επιθυμία, όταν δεν σε νοιάζει το τι αισθάνεται αυτός που κάποτε κρατούσες και την αναπνοή σου για να μην ταράξεις τη γαλήνη στο βλέμμα του…
Όταν έρχεται η στιγμή που σιχτιρίζεις την ώρα που ενέκυψες στις πιέσεις της καρδιάς, όταν προτιμάς να περάσεις μόνος με τον εαυτό σου το υπόλοιπο του βίου σου… τότε, κάτι έγινε λάθος…
Αν δεν καταλάβεις εγκαίρως ότι ο έρωτας θέλει και τονωτικές ενέσεις για να διατηρηθεί, αν δεν αμφισβητήσεις και λίγο τα δεδομένα και τα προσφερόμενα, αν δεν αντιπαραβάλλεις το θέλω με το επιθυμώ πραγματικά… τότε όλα καταρρέουν…
Πόσο δύσκολα η Μελίνα περνούσε, μόνο εκείνη το γνώριζε, μόνο μέσα της έκρυβε το θυμό για τη δειλία της, για το γεγονός ότι επιδίωκε πάντα να αρέσει στους γύρω της παρά να ευχαριστεί τις δικές της επιθυμίες…
Ο εφηβικός της έρωτας είχε προ πολλού περάσει για τον Χάρη, και δεν ήταν ότι έφταιγε κάποιος από τους δύο συγκεκριμένα… απλά, άφησαν να χαθούν όλα όσα τους ένωναν, όλα όσα κάποτε πότιζαν για να μην ξεραθούν, φρόντιζαν να μην χορταριάσουν…
Εικοσιπέντε χρόνια δεν είναι λίγα για να περάσεις δίπλα σε έναν άνθρωπο, είναι μια ολόκληρη ζωή, με εντάσεις, όμορφες και χαρούμενες στιγμές, προστριβές μα και πίκρες, αντιπαλότητες, αποδοχή και στο τέλος-τέλος, αδιαφορία!
Εκεί είχαν καταντήσει πια, να αδιαφορούν ο ένας για την ύπαρξη του άλλου, να μη νοιάζονται, να μην επιθυμούν, να μην προσπαθούν.
Αν πάψει η προσπάθεια, αν σταματήσει η ενέσιμη μορφή της ερωτικής διάθεσης, αν η εξωτερική πραγματικότητα διεισδύσει και στο εσωτερικό ενός σπιτιού… τότε… χάνονται όλα, χάνεται η επικοινωνία, καταστρέφεται η ηρεμία, επικρατούν οι καβγάδες, ξεχειλίζει η πίκρα…
Κοίταξε έξω από το παράθυρο τα γυμνά ακόμη κλαδιά της όμορφης κερασιάς που περίμενε υπομονετικά να ντυθεί με τα κάτασπρα άνθη της, σαν νυφούλα μέσα στο χιονιά που περιμένει τον καλό της. Πρόσεξε δυο σπουργίτια που ερωτοτροπούσαν από κλαδί σε κλαδί, φτερουγίζανε τριγύρω και διαλαλούσαν τον έρωτά τους.
Αχ, πόσο τα ζήλεψε! Πίστευε και κείνη κάποτε ότι θα κρατούσε αυτό το μοναδικό συναίσθημα, ο έρωτας! Όταν ήταν νέα ερωτευόταν με το παραμικρό, νόμισε πως κάθε τι ήταν ερωτεύσιμο, αγαπούσε τα πάντα, αγαπούσε τη ζωή!
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, τι είχε αλλάξει, πού είχε χαθεί εκείνο το ανέμελο κορίτσι των δεκαπέντε χρόνων που τριγυρνούσε από λουλούδι σε λουλούδι και έπινε το νέκταρ, που τραγουδούσε, χόρευε, διασκέδαζε, γελούσε; Γιατί πια σταμάτησε να χορεύει, γιατί σταμάτησε να γελάει; Πότε έχασε το χαμόγελό της, την επιθυμία της να αρέσει, να φροντίζει τον εαυτό της, να χαίρεται για το δώρο που της χαρίστηκε, την ίδια τη ζωή;
Από τη στιγμή που ο Χάρης έπαψε να ενδιαφέρεται για ό,τι κι αν εκείνη έκανε, από τότε. Από τη στιγμή που κάτι άλλο, πιο νέο, πιο δροσερό ακούμπησε την αδιάφορη καρδιά του. Που μπόρεσε να διεισδύσει και να ανακαλύψει όσα εκείνη πίστευε πως κατείχε, μα είχε παραδώσει άνευ όρων στη λήθη του χρόνου. Λησμόνησε πώς είναι να καρδιοχτυπάς, να λαχταράς, να νοιάζεσαι… αφέθηκε και κείνη όπως όλοι όσοι γνώριζε, έγινε ένα με την καθημερινότητα, με την συνήθεια. Μεγάλο πράγμα να μην αντιλαμβάνεσαι ότι όλα γύρω σου αλλάζουν και συ να μην κάνεις το παραμικρό να προσαρμοστείς…
Την ονειροπόλησή της διέκοψε ένα τραγούδι που ακούστηκε από το δρόμο. Πλησίασε να δει καλύτερα μα δεν μπορούσε να καταλάβει την πηγή της όμορφης μελωδίας. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε, η κιθάρα έπαιζε γλυκά ένα ρυθμό γνώριμο, ένα τραγούδι που αγαπούσε ιδιαίτερα, τα λόγια που πάντοτε την γυρνούσαν στις όμορφες ερωτικές στιγμές της νιότης της.
Ένας άγνωστος άντρας την κοίταζε ερευνητικά, είχε καρφώσει το κατάμαυρο βλέμμα του στο πρόσωπό της και συνέχιζε να παίζει με ένταση και πάθος με την κιθάρα του, ενώ δίπλα του ένα ραδιόφωνο είχε συντονιστεί μαζί του και ακουγόταν οι στίχοι που πάντοτε την συγκινούσαν…
…δε μου υπόσχεσαι ζωή και θαύματα δεν κάνω μα αν μου ζητάς λατρεία μου για σένα να πεθάνω και μία δεύτερη φορά σαν τον παλιό στρατιώτη θα πέθαινα αγάπη μου καλύτερα απ’ την πρώτη…
Ποιος ήταν, γιατί την κοιτούσε, τι ήθελε; Δεν της θύμιζε κάποιον, μα κατά βάθος της άρεσε αυτός ο πρωτότυπος τρόπος προσέγγισης.
Κι εκείνη, ήταν ανοιχτή σε οποιαδήποτε προσέγγιση, τι θα έπρεπε τώρα να κάνει;