Διηγήματα, εκδόσεις «ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ», Αθήνα, 2916, σελίδες 222.
Γράφει ο Σταύρος Κοσμά Σταυρίδης.

Πρόκειται για ένα κομψό, καλοτυπωμένο βιβλίο, σε σχήμα και μέγεθος “paperback” (τσέπης), που κρατά πολύ ευχάριστη συντροφιά στον αναγνώστη οπουδήποτε βρεθεί. Είχαμε επισημάνει το λογοτεχνικό ταλέντο και το προσωπικό ύφος της συγγραφέως, από μια σειρά διηγημάτων που δημοσίευσε στον τοπικό τύπο. Ένας αριθμός από τα διηγήματα εκείνα περιέχονται στα εικοσιένα αυτού του τόμου. H συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο της «Στους απανταχού της Γης κατατρεγμένους, που κάποιοι φρόντισαν να τους στερήσουν την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και το χαμόγελο». Με την εισαγωγική αυτή αφιέρωση δίνεται ευθύς εξαρχής η ανθρωπιστική διάσταση του έργου της και παράλληλα παίρνει θέση εναντίον των υπευθύνων, γνωστών και άγνωστων, που ανάλγητα προξενούν καταστροφές στον πλανήτη και αβάσταχτο πόνο σε ένα σημαντικό μέρος της ανθρωπότητας.
Την απασχολεί πρωτίστως το προσφυγικό ζήτημα, αλλά δεν αγνοεί το πλήθος των άλλων ανθρωπιστικών προβλημάτων που μας περιβάλλουν. Στρέφει το βλέμμα της με πολλή ευαισθησία στις μοναχικές υπάρξεις, στους πάσχοντες από ανίατες ασθένειες, τα γηρατειά και τη γεροντική άνοια και γενικώς τα βάσανα της ανθρώπινης μοίρας που σε τελική ανάλυση δεν εξαιρεί και δεν απαλλάσσει κανέναν από τον ψυχικό και σωματικό πόνο. Βαρύς ο πόνος των γονέων που κάποτε βλέπουν τα παιδιά τους να απομακρύνονται οριστικά, στο δρόμο της δικής τους μοίρας και χάνεται η επικοινωνία μαζί τους.
Η ευρύτατη θεματολογία μας δυσκολεύει να κατατάξουμε τα διηγήματα αυτά σε ένα είδος, αλλά με εξαίρεση δυο διηγήματα που αναφέρονται στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, στη ζωή στο χωριό, θα μπορούσαμε να κάνουμε τη γενίκευση ότι πρόκειται για σύγχρονα αστικά διηγήματα καθόσον πλεονάζουν οι μορφωμένοι χαρακτήρες, οι οποίοι είναι μεσοαστοί, ιδίως δάσκαλοι, καθηγητές φιλόλογοι και μαθηματικοί, των οποίων ο τρόπος ζωής και τα ενδιαφέροντα όπως τα ταξίδια, ο τουρισμός, ο έρωτας καθώς και η καθημερινή τους ρουτίνα όπως οι περίπατοι στην πόλη ή στην εξοχή, η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, οι επισκέψεις και οι κοινωνικές επαφές τους μας είναι όλα οικεία. Σημειώνουμε και την παρουσία πολλών νέων, μαθητών στην εφηβία ή νέων ερωτευμένων, των οποίων την ψυχολογία, τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά και τον τρόπο έκφρασης η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά, έχοντας αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη διδασκαλία, ως καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Αν και οι ιστορίες αυτές διαδραματίζονται στην πόλη, υπάρχουν συχνές ωραιότατες περιγραφές της φύσης, Διακρίνουμε επίσης και μια νοσταλγία για τη φυσική ζωή στο χωριό με τη συντροφιά των γειτόνων ακόμη και των ζώων την απλή ζωή με τις πολλές ανάγκες και κοπιώδεις εργασίες, σαν να προσιδιάζει καλύτερα αυτός ο τρόπος ζωής στη φύση μας. Καθώς αναφέρονται στις μέρες που ζούμε δε θα μπορούσε να λείπει η κριτική για την παρούσα κατάσταση τη χώρας μας, την οικονομική κρίση και την καταγγελία των πολιτικών μας που ευθύνονται γι’ αυτή. Στηλιτεύονται επίσης τα κακώς κείμενα στο δημόσιο τομέα, π.χ. στα νοσοκομεία, την ασυνέπεια και την αδιαφορία αυτών που οφείλουν να εξυπηρετούν τον πολίτη.
Νομίζω ότι οι επισημάνσεις αυτές αρκούν για να δικαιολογήσουμε την κατάταξη των αφηγημάτων αυτών στο σύγχρονο αστικό διήγημα και προχωρούμε στη διερεύνησή τους από λογοτεχνικά άποψη. Πρώτα- πρώτα θέλουμε να τονίσουμε την πυκνότητα ορισμένων διηγημάτων, μερικά εκ των οποίων αποτελούνται από δύο ή ακόμη και τρεις ιστορίες. Θωρούμε ότι το αφήγημα που φέρει τον τίτλο του βιβλίου είναι τρία διηγήματα σε ένα. Αν μάλιστα προσθέσουμε το ποίημα στο τέλος και τους στίχους του τραγουδιού που προηγούνται γίνεται σαφές ότι πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο μετα-μοντέρνας δομής. Γενικά παρατηρούμε τη σύνθεση δυο αντίθετων ή παράλληλων θεμάτων σχεδόν σε κάθε διήγημα, πράγμα που δηλώνει την πυκνότητα του περιεχομένου. Εντούτοις ενδέχεται μερικοί αναγνώστες να σχηματίσουν την εντύπωση ότι πρόκειται για πολύ απλές ιστορίες, λόγω του ανεπιτήδευτου ύφους και του γρήγορου ρυθμού της αφήγησης. Υπάρχει πλοκή και εξέλιξη, αλλά καθώς οι τόνοι είναι χαμηλοί και η αφήγηση, απαλή, φιλική σαν καθημερινή κουβέντα, δε δίνεται έμφαση στις ανατροπές. Η εκ πρώτης όψεως απλή ιστορία (μύθος) που αναπτύσσεται είναι ουσιαστικά μια απατηλή επιφάνεια, διότι υπάρχει πάντα η σύνθεση των αντιθέτων όψεων της ζωής, όπως αναφέραμε. Η αντιπαραβολή και η σύνθεση αυτών των αντιθέσεων, άλλοτε δίνουν την εντύπωση ότι έχουν μια μεταφυσική αφετηρία και αναμφίβολα διανοίγουν ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης που προσφέρεται για φιλοσοφική εμβάθυνση. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.

Το τελευταίο διήγημα της συλλογής επιγράφεται «Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ» (σελ.200-222). Είναι φαινομενικά ένα από τα απλούστερα της συλλογής. Δίνει την εντύπωση ότι ο τίτλος αναφέρεται στο πρώτο-πρώτο αεροπορικό ταξίδι της αφηγήτριας στην Κύπρο. Παρά την αρχική ανησυχία για την αεροπορική πτήση, τελικά όλα βαίνουν καλώς, χάρις στη φιλική συνταξιδιώτισσα που παρουσιάζεται σαν από μηχανής θεός και την εμψυχώνει. Όμως όλα όσα ακολουθούν, είναι εμπειρίες που η αφηγήτρια ζει επίσης για πρώτη φορά: Τα ιστορικά μέρη που επισκέπτεται, τα ιερά προσκυνήματα, ο παραδοσιακός γάμος στον οποίο παρευρέθηκε, οι φιλόξενοι κάτοικοι, κάθε τί το βιώνει για «πρώτη φορά». Μια σημειολογική έρευνα και εμβάθυνση στην επιμονή αυτή της αφηγήτριας στην έννοια της πρώτης φοράς, μας οδηγεί σε μια γενίκευση μήπως εννοεί ότι η ζωή μας ολάκερη συνίσταται εξ’ολοκλήρου από στιγμές που τις βιώνουμε για πρώτη φορά, εάν η διάθεσή μας κι η ματιά μας στη ζωή παραμένει αγνή, ανόθευτη, παρθένα. Στην περίπτωση αυτή μπαίνουμε στα χωράφια της φιλοσοφίας της υπόστασης, ( οι διάφοροι υπαρξισμοί) όπου η πρωταρχική αναζήτηση του ανθρώπου ως ύπαρξης, είναι η βίωση του αυθεντικού. Αυτή ακριβώς η αναζήτηση της αυθεντικότητας στη ζωή είναι διάσπαρτη σε όλο το βιβλίο και πάντα την ανακαλύπτουμε σε καταστάσεις όπου έχουμε την προαναφερθείσα σύνθεση των αντιθέσεων.

Στο πρώτο διήγημα έχουμε επίσης ένα ταξίδι για πρώτη φορά, αυτή τη φορά στην Λευκάδα. (ΤΑ ΚΡΙΝΑΚΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, σελ. 9-17) Η ευαισθησία και ο οίκτος για τα είδη υπό εξαφάνιση που αρχικά περιγράφεται, καταλήγει με ειρωνικό τρόπο στην εκκεντρική αστική νοοτροπία (μήπως φταίει ο έρωτας, που τα θέλει όλα δικά του;), να αναβάλει η αφηγήτρια τον γάμο της με σκοπό να εντυπωσιάσει με μια ανθοδέσμη από αυτά τα σπάνια και προστατευόμενα κρινάκια.

Στην ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ (σελ.18-26), μια εκνευριστική καθυστέρηση στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου, καταλήγει στην ευχάριστη επανασύνδεση δυο παλαιών φιλενάδων. Δυο ερωτευμένοι νέοι γίνονται μάρτυρες μιας τραγωδίας δυο προσφύγων, πατέρα και κόρης, που εξελίσσεται μπροστά τους και τα ωραία αισθήματά τους, αποκτούν απρόσμενα ένα βάθος μπροστά στην πολυπλοκότητα της ζωής που μόλις ανακαλύπτουν. Και τα παραδείγματα της σύνθεσης των αντιθέσεων δεν απουσιάζουν από κανένα διήγημα, αντιθέτως παίρνουν τη μορφή μοτίβου, πράγμα που εντείνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά και του δημιουργεί την διάθεση για φιλοσοφική διερεύνηση στο πλαίσιο που ορίσαμε προηγουμένως.
Τέλος, θα κλείσουμε με μια αναφορά στη χρήση συμβόλων- αντικειμένων, που επίσης συναντούμε συχνά και είναι αυτή η συχνή χρήση και η επίμονη αναφορά τους που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για σύμβολα. Σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, τα εν λόγω αντικείμενα γίνονται σύμβολα στοργής, προσφοράς αγάπης και θυσίας εκ μέρους του δωρητή. Η μαντανία στο ομώνυμο διήγημα, σύμβολο της μητρικής στοργής που αρνείται επίμονα να αποχωριστεί ένας ηλικιωμένος άνδρας, ερχόμενος μάλιστα σε σύγκρουση με την σύζυγό του για το θέμα αυτό, έρχεται η στιγμή που αυθόρμητα τη δωρίζει ο ίδιος σε μια οικογένεια προσφύγων που θα ταξιδέψει μέσα στο χειμώνα σε αναζήτηση νέας πατρίδας. Το δαχτυλίδι κειμήλιο μιας μητέρας που το δωρίζει στον ξενιτεμένο της γιο είναι τόσο πολύτιμο γι’ αυτή, που αν το εκτιμήσει ο γιος της σίγουρα δε θα την λησμονήσει εκεί στα ξένα που ζει, ενώ η χτένα που αγοράζει μια κόρη, για να χτενίσει τον πατέρα της και να του δώσει μια τελευταία ευχαρίστηση στο κρεβάτι του πόνου, δε θα προλάβει να την χρησιμοποιήσει, αφού θα την προλάβει ο θάνατος. Τέλος το μοναδικό σπάνιο κρινάκι που θα κόψει και θα προσφέρει ένας ερωτευμένος στην αγαπημένη του, το ερμηνεύει και ο ίδιος σαν σύμβολο της μοναδικότητάς της, αλλά θα προσθέταμε και σύμβολο της ιερότητας του αληθινού έρωτα, αφού πρόκειται για κρινάκι της Παναγιάς.
Αυτά αρκούν για να δείξουμε την ύπαρξη ενός δεύτερου επιπέδου ανάγνωσης που ενυπάρχει στα διηγήματα αυτά, καθώς και την υποβόσκουσα έντονη συγκίνηση που έντεχνα υποκρύπτει η συγγραφέας και ακριβώς γι’αυτό όταν την ανακαλύπτει ο αναγνώστης τη νοιώθει πιο έντονη από ότι θα την απέδιδε η περιγραφή της.
Η γλώσσα, όπως αναμένεται από μια φιλόλογο που δίδαξε λογοτεχνία, είναι όμορφη, απλή, δουλεμένη, ακριβής και συνοπτική. Κάνει το λόγο της να ρέει αβίαστα και να εξασφαλίζει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.
Εν κατακλείδει το βιβλίο αυτό της Αγρινιώτισσας λογοτέχνιδας Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου είναι ένα αξιόλογο λογοτεχνικό έργο και η συγγραφέας της αναδεικνύεται ως έμπειρη και συνάμα ταλαντούχα πεζογράφος. Την ευχαριστούμε για την προσφορά της στην λογοτεχνική παραγωγή της πόλης μας και περιμένουμε με ενδιαφέρον τις νέες της δημιουργίες.

Στ. Κ Σταυρίδης.*
*(Του ιδίου κυκλοφορούν: «Η Συμμαχία των Αθώων», νεανικό μυθιστόρημα, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, τιμή 10 Ευρώ και «Το Πέτρινο προσωπείο», ιστορικό μυθιστόρημα, εκδ. ΧΡ.ΔΑΡΔΑΝΟΣ, νέα τιμή 8 Ευρώ).