Συγγραφέας του βιβλίου «Μη με ψάξεις στο Μπουένος Άιρες» – Εκδόσεις «Καστανιώτη»

Εκείνη, μια πολυσύνθετη προσωπικότητα με μυστηριώδες παρελθόν, ισχυρή γοητεία και προσωπικότητα. Εκείνος, έχει όλα τα προσόντα για μια καλή επαγγελματική σταδιοδρομία αλλά γοητεύεται από αυτό που βλέπει μέσα στα δυο υπέροχα πράσινα μάτια εκείνης. Οι δυο τους μας συνεπαίρνουν στο ιδιαίτερο συγγραφικό ταξίδι του Γιώργου Κλεφτογιώργου, στο Μπουένος Άιρες. Εκεί, μας υποδέχεται στο ξενοδοχείο που έμεινε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, μας κερνάει ζεστή σοκολάτα στο περίφημο καφέ «Τορτόνι», το στέκι του μεγάλου συγγραφέα και ποιητή Χόρχε Λουίς Μπόρχες και μας μιλά για τη Δανάη και τον Αλέξανδρο καθώς βαδίζουμε μαζί του στη μεγαλύτερη λεωφόρο του κόσμου την «9η Ιουλίου». Ένα υπέροχο ταξίδι που γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον από τη διαπίστωση πως «Όπου και να ταξιδέψεις στην Αργεντινή, η Ελλάδα σε περικυκλώνει». Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Τα ονόματα των ανθρώπων και των οδών συχνά σε ξαφνιάζουν και σε κάνουν να νιώθεις συγκίνηση, αλλά και υπερηφάνεια. Είναι ένα μήνυμα ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να μας ενώσει, ότι είναι ο πολιτισμός της οικειότητας».

Η ιστορία σας είναι σύγχρονη. Ο Αλέξανδρος έχει πτυχία, γνωρίζει τρεις γλώσσες και προσλαμβάνεται από μία μεγάλη εταιρεία ενδυμάτων. Όμως «Μάταια προσπαθεί να εφαρμόσει όσα έμαθε στις οικονομικές επιστήμες». Ο λόγος;
Ο λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργούσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις την εποχή που αναφέρεται το βιβλίο. Κάποιες έχτιζαν στο μέλλον και κάποιες, «οικογενειακές» κυρίως, ζούσαν τις τελευταίες στιγμές ενός ένδοξου παρελθόντος, αφού οι επιχειρηματίες δεν είχαν φροντίσει να οργανώσουν την επόμενη μέρα. Η εταιρία του βιβλίου ήταν υπαρκτή, μεσουράνησε στην ελληνική αγορά, πριν κλείσει, και όλα όσα αναφέρονται για τον τρόπο λειτουργίας της, όσο σουρεαλιστικά κι αν φαίνονται, όσο κι αν άπτονται του μαγικού ρεαλισμού, δεν απέχουν σχεδόν καθόλου από την αλήθεια.

Στην εταιρεία που δυστυχώς καταρρέει γνωρίζει τη Δανάη, η οποία δε μας είναι άγνωστη. Το πρώτο που μαθαίνουμε για κείνη είναι πως της αφιερώνετε το βιβλίο. Να σκεφτούμε, λοιπόν, πως διαβάζουμε μια αληθινή ιστορία;
Κάθε ιστορία, τη στιγμή που γίνεται μέρος μιας αφήγησης και αποτυπώνεται σε ένα βιβλίο, γίνεται αληθινή, αποκτά τη δική της υπόσταση, τη δική της αλήθεια, διαφορετικά θα διαβάζαμε μια ψεύτικη ιστορία. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν παύει να είναι προϊόν μυθοπλασίας, αν και όπως σας είπα στην προηγούμενη ερώτηση υπάρχουν στοιχεία του που βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά. Κάποια πρόσωπα, όπως η Δανάη ή κάποια περιστατικά λοιπόν μπορεί να είναι πραγματικά, αλλά η ιστορία είναι ο δικός μου δρόμος, ο δικός μου μύθος, ο δικός μου τρόπος να πω αυτά που ήθελα να διηγηθώ.

«Η ομορφιά της ήταν ένας στρατός που με νίκησε πριν δώσω μάχη», ομολογεί ο Αλέξανδρος. Ήταν μόνο τα πράσινα μάτια της και το υπέροχο κορμί της που έκαναν την καρδιά του να χτυπά πάνω κάτω «όπως τα μπαλάκια στην κληρωτίδα του Λαϊκού Λαχείου»;
Η Δανάη είναι μια πολυσύνθετη ηρωίδα με ένα μυστηριώδες παρελθόν, με εξαιρετικές ικανότητες, ισχυρή γοητεία και δυνατή προσωπικότητα που ακόμα κι αν δεν υπήρχαν τα πράσινα μάτια και το υπέροχο κορμί, θα προκαλούσε τα ίδια συναισθήματα στον Αλέξανδρο. Αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι ο Αλέξανδρος δεν γοητεύεται τόσο από τα πράσινα μάτια της, αλλά αυτό που βλέπει μέσα τους.

Γι αυτά τα δυο πράσινα μάτια, ο Αλέξανδρος θα ταξιδέψει στην Αργεντινή. Μάλιστα, όπως γράφετε, «θα μπορούσε να πάει και περπατώντας ακόμα!». Τελικά ο έρωτας νικάει τα πάντα;
Δυστυχώς έχουμε δει τον έρωτα να νικιέται πολλές φορές από τις αντιξοότητες της ζωής, από συντηρητικές αντιλήψεις, από στερεότυπα και φοβίες. Αν νικούσε πάντα δεν θα υπήρχε τόση δυστυχία και κατήφεια στη γη, αλλά αν η νίκη του ήταν δεδομένη, δεν ξέρω πόση αξία θα είχε. Δεν ξέρω πάντως αν είναι ο έρωτας που νικάει ή εμείς που νικιόμαστε από τον έρωτα γιατί αυτό μας κάνει να θέλουμε να ζήσουμε. Το σίγουρο είναι ότι χωρίς τον έρωτα ούτε αυτό το βιβλίο, ούτε τίποτα στη ζωή δεν θα είχε νόημα

Και μέσα από τα δικά του μάτια οι αναγνώστες θα γνωρίσουμε την όμορφη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Κατά την ανάγνωση του βιβλίου θα συναντήσουμε την έκφραση «Μη με ψάξεις στο Μπουένος Άιρες», που επιλέξατε ως τίτλο;
Ναι είναι μια φράση που θα τη συναντήσετε στο βιβλίο και είναι η φράση που δίνει όλο τον δραματικό τόνο στην ιστορία. Τη γράφει η Δανάη στον Αλέξανδρο προσπαθώντας να τον αποτρέψει ώστε να την αναζητήσει. Από την απόφασή του να υπακούσει στη φράση ή στην καρδιά του καθορίζεται όλη η εξέλιξη της ιστορίας.

Οι λεπτομέρειες στην περιγραφή του Μπουένος Άιρες δίνουν την εντύπωση πως ξέρετε καλά το «Παρίσι της Νότιας Αμερικής». Έχετε καθίσει κι εσείς στο φημισμένο καφέ «Τορτόνι», έχετε περπατήσει δίπλα στα επιβλητικά αρχοντικά και την πλατύτερη λεωφόρο του κόσμου «9η Ιουλίου»;
Έχω επισκεφτεί το Μπουένος Άιρες, έχω καθίσει στο καφέ Τορτόνι, έχω φίλους εκεί με τους οποίους επικοινωνώ συχνά και μαθαίνω τα νέα της πόλης. Όμως έχω ρουφήξει κυριολεκτικά και το Μπουένος Άιρες πίσω από τη βιτρίνα, στην Μπόκα, στο λιμάνι με τους πορτένιος και στις γειτονιές. Είναι μια πόλη που σε σημαδεύει και που την παίρνεις μαζί σου φεύγοντας. Η περιήγηση στους δρόμους της μέσα από το βιβλίο είναι ακριβώς αυτά που γνώρισα και βίωσα και ένιωσα την ανάγκη να τα μεταφέρω και σε άλλους.

Οι Αργεντίνοι θαυμάζουν και αγαπάνε τους Έλληνες, γνωρίζουν καλά τους αρχαίους κλασικούς φιλοσόφους και δίνουν σε δρόμους αρχαία ελληνικά ονόματα. Μία πληροφορία που προκαλεί μεγάλη ικανοποίηση. Εσείς εισπράξατε κάτι τέτοιο στα ταξίδια σας;
Όπου και να ταξιδέψεις στην Αργεντινή, η Ελλάδα σε περικυκλώνει, για να παραφράσουμε τον γνωστό στίχο του ποιητή. Και όχι μόνο στην Αργεντινή, αλλά και στη γειτονική Ουρουγουάη, θα έλεγα, αλλά και σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής. Τα ονόματα των ανθρώπων και των οδών συχνά σε ξαφνιάζουν και σε κάνουν να νιώθεις συγκίνηση, αλλά και υπερηφάνεια. Είναι ένα μήνυμα ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να μας ενώσει, ότι είναι ο πολιτισμός της οικειότητας. Αν πας για πρώτη φορά στην Αργεντινή θα αισθανθείς ότι βρίσκεσαι σε ένα «οικείο» περιβάλλον.

«Ξενοδοχείο Καστελάρ». Πώς είναι να μένεις στο ξενοδοχείο που έμεινε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Μπουένος Άιρες το 1933;
Νοιώθεις πως είσαι κι εσύ μέρος μια μεγάλης κοινότητας, αυτής που ίδρυσαν οι ποιητές και οι καλλιτέχνες, όπως ο Λόρκα για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Αρχίζεις και βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα δικά τους μάτια, βιώνεις το περίγυρο μέσα από τη δική τους εμπειρία στον ίδιο χώρο που έζησαν, στα ίδια έπιπλα που κάθισαν, έστω για λίγο. Νοιώθεις «συγκάτοικος» με έναν άνθρωπο που ύμνησε την ωραιότητα, τον έρωτα, το πάθος και δεν μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος από αυτό. Αλλά δεν μπορείς να διώξεις και τις σκέψεις για τον τραγικό του θάνατο και να μην προβληματιστείς για το πώς ακυρώνουν αυτή την ωραιότητα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Καφέ «Τορτόνι». Μύριζε φρέσκο ζεστό καφέ και ποιήματα. Ήταν το στέκι του μεγάλου συγγραφέα και ποιητή Χόρχε Λουίς Μπόρχες, διαβάζω. Η διαδρομή σας στην ελληνική δισκογραφία είναι γνωστή όπως και η στιχουργική που υπηρετείτε εδώ και χρόνια. Σας ενέπνευσε στιχουργικά αυτό το καφέ ή κάποια άλλη γωνιά του Μπουένος Άιρες;
Η έμπνευση πηγάζει από πολλά ερεθίσματα που μας προκαλούν οι εικόνες γύρω μας, αλλά δεν είναι μια μεμονωμένη λειτουργία. Πολλές φορές έρχεται χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε την πηγή της αφού αποτελεί ένα συνολικό επιστέγασμα των ερεθισμάτων μας. Έτσι και το καφέ Τορτόνι μπορεί να ενυπάρχει στην έμπνευση που μπορεί να μου δώσει αντίστοιχα ένα καφενείο στην Αθήνα και το αντίστροφο. Με λίγα λόγια δεν έχω γράψει τραγούδι για το καφέ Τορτόνι, αλλά σίγουρα η ατμόσφαιρά του, χωρίς να το επιδιώξω, πιθανόν να υπάρχει σε πολλά τραγούδια μου.

Λένε πως το χιούμορ είναι ο πιο σύντομος δρόμος που φέρνει κοντά έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο. Μιας και δείχνει να έχει μια ιδιαίτερη θέση στο γράψιμό σας, πιστεύετε πως κάνει τη σχέση σας με μας τους αναγνώστες πιο άμεση;
Το χιούμορ είναι από τα στοιχεία που με συνοδεύουν σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Χωρίς αυτό δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορούσα να επικοινωνήσω με τους φίλους μου και με τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους, πόσο μάλλον με τους αναγνώστες. Είναι ένα στοιχείο απαραίτητο, αλλά όχι βέβαια και το μοναδικό. Θέλω να ελπίζω ότι και τα σημεία, στα οποία δεν υπάρχει, βοηθούν το ίδιο στη δημιουργία μιας άμεσης σχέσης με τους αναγνώστες. Άλλωστε δεν είναι σίγουρο ότι έχουν όλοι οι αναγνώστες χιούμορ, ώστε να στηριχτεί η σχέση μας σε αυτό.

«Οι γυναίκες ζητάνε να τις καταλαβαίνουμε. Αυτό είναι αδύνατο. Υποχρέωσή μας δεν είναι να τις καταλαβαίνουμε, αλλά να τις αγαπάμε», του είπε ένας συνεργάτης και ο Αλέξανδρος φάνηκε να συμφωνεί. Να κρατήσουμε αυτό από την όμορφη συνομιλία μας;
Είναι η φράση ενός από τους ήρωες του βιβλίου. Προφανώς είναι και φράση του συγγραφέα που την έβαλε στο στόμα του ήρωα.. Δεν ξέρω όμως αν είναι και η φράση που αντιπροσωπεύει όλους τους άντρες και το πώς αισθάνονται ή συμπεριφέρονται απέναντι στη γυναίκα. Θα το ευχόμουν και φυσικά συμφωνώ απόλυτα να κρατήσουμε αυτό από τη συνομιλία μας, που και για μένα ήταν όμορφη και σας ευχαριστώ.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στην ανατολή του 21ου αιώνα ο Αλέξανδρος, ο ήρωας του βιβλίου, προσλαμβάνεται από μία μεγάλη εταιρεία ενδυμάτων που καταρρέει. Μάταια προσπαθεί να εφαρμόσει όσα έμαθε στις οικονομικές επιστήμες. Την ίδια στιγμή, όμως, μπαίνει στη ζωή του ένας μεγάλος έρωτας, η Δανάη. Καλείται να τη διεκδικήσει στην άλλη άκρη της Γης, στο Μπουένος Άιρες, όπου κατέφυγε ξαφνικά για οικογενειακούς λόγους. Παίρνει το πρώτο αεροπλάνο και τρέχει πίσω της. Θα μπορούσε να πάει και περπατώντας ακόμα! Θα καταφέρει να αντέξει στις νέες συνθήκες, αναγκασμένος να υποστεί στερήσεις και ταπεινώσεις μέχρι να κερδίσει τον έρωτα της ζωής του; Θα αντέξει μέσα στις φλόγες και στα πάθη της Λατινικής Αμερικής χωρίς να καεί; Πολλά από τα πρόσωπα που συναντάει παραπέμπουν σε ήρωες του μαγικού ρεαλισμού ή εμπλέκονται σε ενδιαφέρουσες σουρεαλιστικές ιστορίες.
Στο βιβλίο εναλλάσσεται ο παθιασμένος έρωτας με το ανατρεπτικό χιούμορ. Ένας έρωτας που μηδενίζει τις αποστάσεις και τον χρόνο. Ποιος μπορεί, όμως, να τρέξει πιο γρήγορα από τη μοίρα του;

Βιογραφικό
Ο Γιώργος Κλεφτογιώργος γεννήθηκε στην Αμφιλοχία, μεγάλωσε στο Αγρίνιο όπου διατηρεί πολύ στενούς δεσμούς και ζει στην Αθήνα.
Ασχολήθηκε με τη στιχουργική διανύοντας σημαντική διαδρομή στην ελληνική δισκογραφία, με περισσότερα από τριακόσια τραγούδια.
Συνεργάστηκε με κορυφαίους τραγουδιστές, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Στράτος Διονυσίου, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Ελένη Βιτάλη, η Γλυκερία, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, ο Μανώλης Λιδάκης, η Λίτσα Διαμάντη, η Πίτσα Παπαδοπούλου, η Μελίνα Κανά, ο Σταμάτης Κόκοτας, ο Πασχάλης Τερζής, η Χριστίνα Μαραγκόζη κ.ά., και επίσης, με κορυφαίους συνθέτες όπως ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Σωκράτης Μάλαμας, η Σοφία Βόσσου, ο Αντώνης Βαρδής, ο Νίκος Κυπουργός, ο Φίλιππος Πλιάτσικας, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Διονύσης Τσακνής, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Πέτρος Βαγιόπουλος, ο Μιχάλης Τερζής, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Χρυσόστομος Καραντωνίου κ.ά.
Στον κινηματογράφο συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη γράφοντας στίχους για την ταινία «Όλα είναι δρόμος».