«Πόσο χρόνο χρειάζεται κανείς για να φτάσει στα έσχατα του κόσμου; Πού είναι το τέλος του; Είναι διαφορετικό από το τέλος του χρόνου; Φτάνει μια ζωή για να δεις ολόκληρο τον κόσμο; Πόσο διαρκεί ένας πλήρης κυματισμός;»
«Πίσω του το φωτισμένο φρούριο του λιμανιού μικραίνει. Πουθενά η Δέσποινα του Λόφου. Το βλέμμα της χάθηκε. Οι αγαπημένοι με τα μαντίλια χάθηκαν. Το αίμα χάθηκε. Είναι μόνοι. Άνθρωποι, θάλασσα και χρόνος. Μυρίζει ιωδιούχα η αύρα του νερού. Η σήψη και η ανθοφορία ανήκουν σε άλλο σύμπαν

Ένα βιβλίο βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει και τον ίδιο το συγγραφέα. Και στον «ωκεανό» του Μιχάλη Κατράκη, ένιωσα ότι τον είχα απέναντί μου και μου εξιστορούσε την ίδια του τη ζωή, τις σκέψεις, τα συγκλονιστικά γεγονότα που έζησε ως παιδί και που προσπάθησε ως ενήλικας να αποκρυπτογραφήσει, καθώς η αναπόφευκτη θύμηση του πατέρα, του ανθρώπου που λάτρευε αλλά και μισούσε για την απουσία του, είναι αυτό που κουβαλάει σε όλα τα κύτταρά του.

«Κάποια στιγμή μέσα στα χρόνια, είχαν γυρίσει όλα ανάποδα. Η θάλασσα ήταν η πατρίδα, η λαμαρίνα το σπίτι. Και η στεριανή ζωή ένα άγνωστο και επικίνδυνο ταξίδι

Δεν είναι μόνο ένα βιβλίο που αφηγείται τη ζωή των ναυτικών, τα ναυάγια που έζησαν σε στεριά και θάλασσα, είναι και η προσπάθεια κατανόησης των συναισθημάτων όσων έμεναν πίσω. Μεγαλώνοντας ένα παιδί σε μια ναυτική οικογένεια, έχει συνηθίσει στην ιδέα της απουσίας, έχει ρίξει τις ευθύνες που θεωρεί ότι αναλογούν στον απόντα πατέρα και περνάει από πολλά στάδια, από άρνηση και θυμό έως μίσος για όλα όσα δεν έζησε κοντά του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα στα κεφάλαια δείχνει τον πόνο, την ανασφάλεια, την έλλειψη αυτή, αλλά μεγαλώνοντας προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει και την ανάγκη του πατέρα που πάντα έφευγε, καθώς έτσι είχε μάθει να κάνει από μικρό παιδί. Αλλά και η στάση της μητέρας είναι τόσο συγκινητική, δείχνει τον βαθύ πόνο, την αγωνία για το αν θα ξαναδεί τον άνθρωπό της, τον τρόπο που προσπαθεί να σταθεί σαν μάνα και πατέρας στα παιδιά της, να μην αισθανθούν αυτή την απουσία, κάτι, που όμως είναι αδύνατον, ειδικά για το γιο!


«Όχι πατέρα. Δεν έχει σημασία που γύριζες πάντα. Σημασία έχει ότι πάντα ήταν ο θάνατός σου μία βεβαιότητα…»

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που δεν μπορεί παρά να προκαλέσει στον αναγνώστη δέος για τον τρόπο που οι ναυτικές οικογένειες περνούσαν τη ζωή τους, αυτών που πάντα ταξίδευαν, έχαναν όλες τις σημαντικές στιγμές της οικογένειά τους, τις γιορτές των παιδιών τους, το πιο απλό, να τα βλέπουν να μεγαλώνουν… και αυτών που έμεναν πίσω και πάντα τους περίμεναν. Που σε κάθε ταξίδι τους δεν ήξεραν αν θα ξαναδούν τον άνθρωπό τους, που η ζωή τους κυλούσε μόνο με γράμματα, με αβεβαιότητα και τεράστια έλλειψη! Είναι τόσες πολλές οι αναφορές από διάφορους ναυτικούς που μπλέκονται μέσα στην ιστορία του «ωκεανού» που όμως, είναι απόλυτα σχετικές με όλα τα καράβια που ταξίδεψαν, με όλα τα αμέτρητα ταξίδια που έκαναν.

«Φέρνει απόγεια αύρα το πούσι του πελάγους, μα πού να ξέρουν οι στεριανοί;
Στενάζουν ανέγγιχτοι από τη θάλασσα, οι ανόητοι. Η ανάγκη σε φέρνει κοντά της. Η αγάπη σε κρατάει. Δεν έχουν σωτηρία οι κολασμένοι.
»

Όσα και να γραφτούν για τον «ωκεανό» το σίγουρο είναι ότι ο Μιχάλης Κατράκης θα αισθάνεται τουλάχιστον δικαιωμένος, γιατί κατάφερε να μυήσει όλους εμάς που δεν γνωρίζαμε τόσες πολλές λεπτομέρειες για τις ναυτικές οικογένειες, και να μας κάνει κοινωνούς μιας μοναδικής ιστορίας, που όσο και αν έχει στοιχεία φαντασίας, είναι μια αληθινή κατάθεση ψυχής!

«Η θάλασσα φουσκώνει, ο «Ωκεανός» κουράστηκε να προσπαθεί να κερδίσει το κύμα και ξαπλώνει σιγά σιγά στο πλευρό του…»

Θερμά συγχαρητήρια στο συγγραφέα, που όσο και αν πόνεσε το να καταγράψει αυτή την ιστορία, θέλω να πιστεύω ότι άλλο τόσο τον δικαίωσε η αγάπη που εισπράττει για το εκπληκτικό αποτέλεσμα! Και φυσικά θα ήταν παράλειψη, να μην αναφερθώ στον εξαιρετικό πρόλογο της συγγραφέα Τέσυ Μπάιλα που με το λόγο της αναδεικνύει αυτό το σπουδαίο βιβλίο!
Ξεκουράσου «ωκεανέ» στα 87 μέτρα βάθος του απύθμενου Ωκεανού που σε περικλείει… αυτό το ταξίδι της ανάγνωσης, ήταν ένα αξέχαστο ταξίδι!
Θα ήθελα να κλείσω αυτές τις λίγες σκέψεις με αυτό το υπέροχο απόσπασμα, ένα από τα πάρα πολλά που με συγκλόνισαν…


«Και κύμα στο κύμα, έφτασε ο πόνος να γίνει προσευχή, ζωγραφιστά τα υδάτινα πλάτη στα μέτρα που μέσα μας χωρούσαν και τα κύματα τόσα όσα αντέχαμε από τσιγάρο σε τσιγάρο, από γράμμα σε γράμμα, από λιμάνι σε λιμάνι μέχρι να φτάσει ένα, το τελευταίο, να μας ξεβράσει μόνους και ξεχασμένους πίσω στην ακτή μας, χωρίς κανείς να μας γνωρίζει, τραχιά, σκληρά τα πρόσωπά μας, αγριεμένα, χωρίς κανείς να μας θυμάται, ξεπλένει ο χρόνος τις μορφές μας, τις αλλάζει κι από όλη τη χρωματιστή ουσία και τις λεπτές διαβαθμίσεις των χρωμάτων μας δεν έμεινε παρά μόνο ένα χοντρό, μουτζουρωμένο περίγραμμα. Κανείς δεν μας ήξερε. Κι όποτε τολμούσε κάποιος να μας μάθει ή να θυμηθεί μια παλιά μας εκδοχή σε κάποια εκδρομή στο βουνό ή στο καφέ της πλατείας, επέστρεφαν τα κύματα και μας άρπαζαν μακριά. Αυτά τα κύματα. Τα ίδια. Πάνω στα οποία γυρίσαμε ολόκληρο τον κόσμο και κράτησαν τον πόνο μας κρυφό από ανθρώπων μάτι. Είναι αυτά που μας καλούν απόψε κοντά τους. Έφτασε, φωνάζουν, η ώρα της πληρωμής.»

Οπισθόφυλλο
«Στις 4 Αυγούστου 1991, το ελληνικό κρουαζιερόπλοιο «Ωκεανός» απέπλευσε με 571 επιβάτες από το λιμάνι του Ιστ Λόντον της Νοτίου Αφρικής με προορισμό το Ντέρμπαν. Όμως δεν έφτασε ποτέ.

Μια θύελλα του Ινδικού, με δώδεκα μέτρα κύμα, άνοιξε ρήγμα στην πρύμνη του πλοίου ρίχνοντάς το σε ακυβερνησία. Έμεινε στην επιφάνεια μέσα στη θύελλα δεκατέσσερις ώρες μέχρι να βυθιστεί.

Τις θυμάμαι αυτές τις δεκατέσσερις ώρες. Τις θυμάμαι καλά. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και έβλεπα στην τηλεόραση το πλοίο να βυθίζεται και τους επιβάτες να προσπαθούν να σωθούν πάνω στο κατάστρωμα.
Μα εγώ δε νοιαζόμουν για κανέναν από τους επιβάτες. Κανέναν εκτός από έναν: τον πατέρα μου.
»

Ένα από τα πιο τρομακτικά ναυάγια του προηγούμενου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, η ελληνική ναυτική ζωή των τελευταίων εξήντα χρόνων, το άγνωστο δράμα της ζωής των ναυτικών, συγκλονιστικές μαρτυρίες και αφηγήσεις βγαλμένες από τα βάθη του “ωκεανού” σε ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει ιστορική έρευνα, προσωπικά βιώματα και λογοτεχνική μαεστρία για να διερευνήσει τη σχέση πατέρα-γιου και τον ήχο που κάνουν οι οικογενειακοί δεσμοί όταν σπάνε.