«Σαν κύμα του Βοσπόρου ήρθε να ξεψυχήσει ήρεμα στην άκρη του μυαλού του η νοσταλγία. Όχι, δεν έχουν θέση στη ζωή του τώρα παλιές θύμησες. Εδώ στην πατρίδα τις εικόνες της παλιάς ζωής του θα διαδεχθούν καινούριες».

«Γεννημένη στον Βόσπορο, από γονείς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη με τις απελάσεις του 1964, μεγάλωσα μέσα στις μνήμες τους, έφτιαξα εικόνες για τα πρόσωπα των οποίων τις ζωές είχα κάνει με τον χρόνο δικές μου.
Ταξιδεύουμε, λοιπόν, στον Βόσπορο και στο ιστορικό Πέρα και ανακαλύπτουμε μαζί τους τα σοκάκια, τους ναούς, τα ξύλινα αρχοντικά. Αφήνουμε την ψυχή μας να παρασύρεται από τα ιδιόμορφα νερά, που αλλάζουν συνεχώς κατεύθυνση. Παίρνουμε ανάσες για να γεμίσουν τα πνευμόνια μας με τις μυρωδιές από τους ολάνθιστους κήπους, μα και από τους γεμάτους επικίνδυνη γοητεία ανέμους της θάλασσας».
Μαίρη Μαγουλά

Είναι πάρα πολλά τα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για την Πόλη, και πάρα πολλοί εκείνοι που λατρεύουν να τα διαβάζουν…
Το μυθιστόρημα της Μαίρης Μαγουλά «Κύματα του Βοσπόρου» με το υπέροχο εξώφυλλο και τον τίτλο του σε παραπέμπει εκεί ακριβώς που θες να πας, να κρυφοκοιτάξεις κι εσύ ο αναγνώστης τη ζωή που ζούσαν… τη ζωή που έχασαν για πάντα… σου δίνει τη δυνατότητα να το πετύχεις και με το παραπάνω!
Παρά το γεγονός ότι η συγγραφέας καταθέτει την πρώτη της συγγραφική απόπειρα, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι σου αφήνει την αίσθηση πως έχει ζήσει όλα όσα περιγράφει… Μα, κάπως έτσι δεν συμβαίνει; Ο συγγραφέας ζει πρώτα από όλους ο ίδιος τα όσα καταγράφει και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κυρία Μαγουλά έχει και το πλεονέκτημα ότι έχει μνήμες, αισθήσεις, μυρωδιές από κείνο τον τόπο. Οι περιγραφές της δεν είναι απλές περιγραφές ενός ανθρώπου που έχει διαβάσει ή έχει ταξιδέψει σε κείνα τα μέρη, στα σοκάκια και τα ξύλινα αρχοντικά, που έχει αντικρίσει απλά τα ιδιόμορφα νερά του Βοσπόρου.
Οι μνήμες που κουβαλάμε μέσα μας φτάνει η στιγμή που ζητούν να καταγραφούν, να μας απαλλάξουν από το βάρος ότι τις κρατούσαμε καταχωνιασμένες στα μυστικά κουτάκια του μυαλού μας.
Έτσι λοιπόν κι εκείνη, καταθέτει τα βιώματά της, τα δικά της και των προγόνων της μέσα από τις εκπληκτικές, γοητευτικές αφηγήσεις της.

-Κυρία Μαγουλά, τι αισθανθήκατε όταν ολοκληρώσατε το έργο σας, όταν καταθέσατε την ψυχή σας, τα βιώματά σας και σταθήκατε έπειτα στην άκρη, άδεια από όσα κουβαλούσατε μα τόσο γεμάτη από το γεγονός ότι καταφέρατε να το φέρετε εις πέρας;

Αρχικά το να γράψω ένα βιβλίο, ήταν μόνο μια ιδέα. Ξεκίνησε την πορεία της μέσα στο μυαλό μου, μπερδεύτηκε το πραγματικό με το φανταστικό, έγινε σκέψεις, λέξεις, προτάσεις, συναισθήματα και βγήκε στο χαρτί. Ολοκληρώνοντας αυτή τη διαδρομή ένιωσα όπως κάθε φορά που τελειώνει ένα ταξίδι. Μαγεμένη αλλά και κερδισμένη από τη γνώση. Αναρωτιέμαι όμως. Τελειώνει πραγματικά ένα βιβλίο όταν ο συγγραφέας βάζει απλά την τελευταία τελεία; Θα απαντούσα πως όχι. Πιστεύω ότι αυτό γίνεται μόνο όταν το βιβλίο μελετηθεί από τους αναγνώστες, όταν δημιουργός και αναγνώστες ενωθούν με μια αόρατη γραμμή ώστε μέσα από αυτή την αμφίδρομη σχέση ο πρώτος να αποκτήσει δύναμη κι ο δεύτερος την ψυχική επαφή μαζί του.

Η κουλτούρα που είχαν εκείνη την εποχή που περιγράφετε, αλλά και νωρίτερα στην Πόλη οι άνθρωποι, ήταν κάτι το αξιοθαύμαστο, κάτι που δεν υπάρχει πια στις μέρες μας. Πού το αποδίδετε αυτό;

Εκείνοι που καθόρισαν την εμφάνιση της Πόλης του χθες είναι οι μεγάλοι απόντες του σήμερα. Την εποχή εκείνη την Πόλη κατοικούσε μια πανσπερμία εθνών. Εθνών ανακατεμένων με τέτοιο τρόπο ώστε την αυγή του προηγούμενου αιώνα να θεωρείται από πολλούς αδιανόητος ο χωρισμός τους. Με τον εικοστό αιώνα να περνά σαν θύελλα αφανίστηκε κι αυτός ο πολιτισμός. Κανείς δεν αμφισβητεί πως στη διαμόρφωση εκείνης της κουλτούρας η συμμετοχή όσων έφυγαν υπήρξε καθοριστική στην αρχιτεκτονική, στην κουζίνα, στη μουσική αλλά και στα ήθη. Ακόμα και πολλοί Τούρκοι της παλιάς αστικής τάξης παραδέχονται σήμερα πως οι εξόριστοι γηγενείς, πήραν μαζί τους φεύγοντας τον χαρακτήρα και την κουλτούρα της Πόλης του χθες. Αυτό πάντως που έμεινε και ξεχωρίζει την Πόλη του σήμερα από την Πόλη του χθες είναι η κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στον άψυχο κόσμο των κτιρίων και σ’ αυτούς που τα κατοικούν. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι της Πόλης μπορεί να είναι απόντες αλλά η αρχιτεκτονική τους κληρονομιά εξακολουθεί να παραμένει σε περίοπτη θέση.

– Όσοι έχουν προγόνους ή ακόμη καλύτερα και βιώματα όπως εσείς από την Πόλη, έχουν μέσα τους πίκρα για τους Τούρκους; Αισθάνεστε ότι εκείνοι φταίνε για όσα ανήκαν κάποτε στους Έλληνες, μα τώρα πια όχι; Από την άλλη, υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα ανθρώπων διαφορετικών θρησκειών, κουλτούρας, ιδεολογιών που συνυπάρχουν αρμονικά όπου κι αν ζουν. Μήπως λοιπόν το πρόβλημα δεν αγγίζει τους μικρούς κρίκους της αλυσίδας αλλά είναι πρωτίστως εθνικό;

Ήμουν πολύ μικρή στις απελάσεις του ’64 και αγέννητη στα γεγονότα του ’55, ωστόσο η γνώμη μου διαμορφώθηκε από μαρτυρίες ανθρώπων που βίαια και αναίτια απομακρύνθηκαν από την πατρίδα τους καθώς και από μελέτη βιβλιογραφίας ως αναγνώστριας και όχι βέβαια ως ειδικού. Πέρα από την στάση των επισήμων όπως διατυπώθηκε στον τύπο της εποχής αν θελήσουμε να δούμε αυτή των μαζών, θα είχαμε να παρατηρήσουμε δυο πλευρές. Από τη μία άνθρωποι λαϊκών τάξεων στην επικοινωνία τους με Ρωμιούς της Πόλης να εκφράζουν τη λύπη τους γιατί τα γεγονότα δεν πήραν μεγαλύτερη έκταση και να απειλούν ότι την άλλη φορά θα είναι πιο αποτελεσματικοί κι από την άλλη Τούρκους να ντρέπονται για όσα έγιναν. Δεν μπορώ να πω αν η λύπη τους για τις ζημιές της μειονότητας ήταν ειλικρινής ή αν είχε να κάνει με τον διεθνή διασυρμό που υπέστη η πατρίδα τους. Ωστόσο δε θα ήμουν «έντιμη» αν δεν ανέφερα ότι την ίδια κρίσιμη ώρα που Τούρκοι υποκινούσαν τις ορδές να στραφούν εναντίον των Ρωμιών υπήρξαν κι εκείνοι που επέδειξαν δείγματα ανθρωπιάς και προσφέρθηκαν να τους διασώσουν. Γιατί μην ξεχνάμε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι συμβίωναν για πολλά χρόνια ειρηνικά παρά τις όποιες θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορές τους. Τώρα όσον αφορά τα συναισθήματα που υπάρχουν σήμερα σε μας διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και από γενιά σε γενιά. Πίκρα, νοσταλγία, θυμός σίγουρα υπάρχουν, ο στόχος όμως της προσπάθειας των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης δεν είναι η καλλιέργεια της εχθρότητας ανάμεσα στους δύο λαούς, αλλά η γνώση του παρελθόντος που αποτελεί ασφαλή πυξίδα για την ειρήνη στο μέλλον. Αισιόδοξο μήνυμα αποτελεί η αφύπνιση της νέας γενιάς των Τούρκων που μόλις τώρα μαθαίνει την σύγχρονη ιστορία της πατρίδας τους και εκφράζονται επικριτικά για όσα έγιναν και για τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Αντικρίζοντας λοιπόν το παρελθόν με τόλμη και χωρίς ίχνος εθνικισμού, χωρίς να λησμονούμε τα τραγικά γεγονότα και τις συνέπειες που είχαν στους προγόνους μας, ίσως θα έπρεπε να αφήσουμε αυτή την ιστορική περίοδο να κάνει τον κύκλο της ώστε να περάσει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ιστορικών για να υπάρξει στο μέλλον μια μεγαλύτερη «αντικειμενικότητα» ως προς τα αίτια, πράγμα βέβαια δύσκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι τα ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις εντάσσονται αναπόφευκτα σε μια πολιτική γραμμή.

– Στις μέρες μας δυστυχώς, ακόμη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο διωγμός των αθώων θυμάτων ενός πολέμου από τη μητέρα γη είναι φαινόμενο που έχει πάρει τρομακτικές διαστάσεις. Η μόνη διαφορά του τότε με το τώρα, είναι ότι τότε δεν υπήρχαν τα μέσα για να δείξουν όλη αυτή την δυστυχία και την απανθρωπιά όπως συμβαίνει τώρα σε καθημερινή βάση. Υπάρχει ελπίδα να αλλάξει κάτι;

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, μέσα σε μια ήδη τεταμένη πολιτική και οικονομική κατάσταση. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «ανεπιθύμητου».
Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι απελαθέντες του ’64, που δεν ήταν πρόσφυγες πολέμου αλλά θύματα πολιτικών χειρισμών. Δεν μπορώ να μην επισημάνω την πίκρα αυτών των ανθρώπων αλλά και ειδικότερα των γονιών μου στο άκουσμα της λέξης «Τουρκόσποροι» και στην πραγματικότητα που έπρεπε να αποδεχτούν ότι «οι Τούρκοι τους έδιωξαν ως Έλληνες και οι Έλληνες τους υποδέχτηκαν ως Τούρκους».
Σήμερα το προσφυγικό έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Οι πολιτικές της Ευρώπης αλλά και της Δύσης γενικότερα μαζί με Η.Π.Α, Αυστραλία, Καναδά τις τελευταίες δεκαετίες στις χώρες της Μέσης Ανατολής, του Ιράκ και του Αφγανιστάν είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυση των χωρών αυτών και την επικράτηση ακραίων στοιχείων οδηγώντας σε απελπισία το λαό που προσπαθεί με κάθε τρόπο να διαφύγει. Αν δεν αντιμετωπιστεί το θέμα με σοβαρότητα και στη βάση του θα συνεχίσει να υπάρχει και να διογκώνεται.

-Αν είχατε τη δυνατότητα να ζήσετε στα μέρη που περιγράφετε, να αντικρίζετε να νερά του Βοσπόρου… τι θυσία θα ήσασταν διατεθειμένη να κάνετε προκειμένου να τα καταφέρετε;

Δεν τίθεται θέμα θυσίας γιατί δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση. Την Πόλη που γεννήθηκα την «έμαθα» και την αγάπησα μέσα από την έρευνα για το βιβλίο μου και τις πολλές επισκέψεις μου εκεί τα τελευταία χρόνια. Ήμουν βλέπετε πολύ μικρή όταν η οικογένειά μου απελάθηκε το ’64. Άλλωστε η σημερινή εικόνα της Πόλης διαφέρει τόσο από εκείνη που εγκαταλείψαμε βίαια τότε.
Θα συνεχίσω να την επισκέπτομαι, όχι βέβαια σαν τουρίστας και πάντα με έντονα συναισθήματα. Θα αφήνω την ψυχή μου να παρασύρεται από τα ιδιόμορφα νερά του Βοσπόρου, θα απλώνω τα χέρια για να δώσω τροφή στους γλάρους, θα γεμίζω τα πνευμόνια μου μυρωδιές απ’ τους ολάνθιστους κήπους και ίσως περνώντας από το Μπεμπέκι και το Μέγα Ρεύμα συναντήσω και κάποιον απ’ τους ήρωες μου…

Έχετε σκεφτεί για τη συνέχεια με τι θέμα θα θέλατε να συνεχίσετε την συγγραφική σας πορεία; Θέλετε να ασχοληθείτε ξανά με αναφορές στην ιστορία ή να δοκιμάσετε και κάτι διαφορετικό;

Υπάρχουν διάφορες ιδέες στο μυαλό μου και ίσως αυτή που θα ωριμάσει περισσότερο ξεκινήσει τη διαδρομή της… Σίγουρα θα είναι ένα βιβλίο που θα απαιτεί έρευνα στο χώρο και στο χρόνο γιατί αυτό με γοητεύει και μου δίνει όρεξη και δύναμη να το προχωρήσω. Ο μυθιστοριογράφος δεν πιστεύω ότι είναι ιστορικός. Αν το πραγματολογικό υλικό που θα επιλέξει για να υφάνει πάνω του τη μυθοπλασία απαιτεί και κάποιο ιστορικό γεγονός αυτό πρέπει να γίνεται με απόλυτο μέτρο και σεβασμό.

Σας εύχομαι καλή συνέχεια, καλοτάξιδο το μυθιστόρημά σας και κάθε επιτυχία σε όλα τα επίπεδα!

KUMATA VOSPOROU
Λίγα λόγια για την ίδια

Η Μαίρη Μαγουλά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στο Δημόσιο για τριάντα χρόνια. Ζει στο Πόρτο Ράφτη. Τα Κύματα του Βοσπόρου είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ
Στίχοι-μουσική: Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Κάτι μας δένει, μέσω ενός
ενός ομφάλιου λώρου,
με τ’ αφρισμένα κύματα,
κύματα του Βοσπόρου
και της Αγιά-Σοφιάς ηχούν
στ’ αφτιά μας οι καμπάνες,
παιδιά που κλαίνε και χαρο-
χαροκαμένες μάνες.

Της Πόλης κάθε ρούγα της,
κάθε της καλντερίμι,
όλοι μας ολοζώντανα
φυλάμε μες στην μνήμη
κι ακούμε ακόμα τις ιαχές,
θαρρείς, του Παλαιολόγου,
πάνω στη σέλα του λευκού,
κατάλευκού του αλόγου.

Όμως, επιστροφή καμιά,
καμιά πια δεν υπάρχει,
ας η σεπτή του Σέργιου
μορφή, του Πατριάρχη,
σ’ ενός εκάστου μας, περνά,
περνά τον προμαχώνα,
της Παναγιάς στα χέρια του
βαστώντας την εικόνα.