Kim Hye – Jin Ν.Κορέα
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Μετφρ: Αμαλία Τζιώτη

Θα γεφυρωθεί κάποτε το χάσμα των γενεών ή θα συνεχίζεται η διαμάχη των νέων – που λατρεύουν τις αλλαγές – με τους ώριμους συντηρητικούς που πάντα θα δυσπιστούν για ό,τι έρχεται σε αντίθεση με όσα εκείνοι γνώρισαν και δημιούργησαν με κόπο;
Μια διαπεραστική ματιά στο άλυτο ζήτημα της κατανόησης μεταξύ των γενεών είναι το θέμα του πρώτου βιβλίου της Νοτιοκορεάτισας Κιμ Χίε-Τζιν που τιμήθηκε με Βραβείο Λογοτεχνίας το 2018 στη χώρα της.


Η συγγραφέας μελέτησε βαθιά, στοχαστικά τους χαρακτήρες της ιστορίας της – σε σχέση με την αγάπη για την οικογένεια, τις παραδοσιακές αξίες, την φροντίδα των ηλικιωμένων, τον ακτιβισμό ως καθήκον και τα ζητήματα της ομοφυλοφιλίας – μέσα από το αγωνιώδες βλέμμα μιας συντηρητικής χήρας μητέρας που δεν γνωρίζει πώς να αποδεχτεί- διαχειριστεί την κουΐρ (queer) σχέση της κόρης της.
Πρόκειται για μια δυνατή ιστορία γυναικών των οποίων οι περίπλοκες ζωές σμίγουν από ανάγκη οικονομική, οι οποίες διαφωνούν έντονα, εκρήγνυνται, αλληλοφροντίζονται, συμμαχούν και υψώνουν τη φωνή τους ενάντια στην κοινωνική προκατάληψη.
Μια ανώνυμη μητέρα, η αφηγήτρια, μεγαλώνει την κόρη της με θυσίες και την προικοδοτεί με αξίες και ευγενή ιδανικά για την διαμόρφωση ενός σωστού χαρακτήρα όπως τον εννοεί η συντηρητική της φύση. Όταν η Γκριν ενηλικιώνεται, εγκαταλείπει την μητέρα και το πατρικό της, σπουδάζει μόνη και γίνεται λέκτορας στο πανεπιστήμιο. Οι διαλέξεις όμως για κάποιο λόγο αραιώνουν και έτσι, όντας απλήρωτη υποχρεώνεται να ζητήσει χρήματα από τη μητέρα της η οποία επίσης βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση.

Μη μπορώντας η μάνα να αρνηθεί την βοήθεια στο παιδί της και μη έχοντας χρηματικό περίσσευμα, της προτείνει να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι. Όταν όμως η Γκριν φέρνει μαζί της “εκείνο το κορίτσι” χωρίς πολλές εξηγήσεις, η μητέρα καταρρακώνεται και πανικοβάλλεται μπροστά στο “ακατανόητο” και “παράλογο” αυτής της σχέσης. Ντρέπεται κι αγχώνεται για το πώς θα κρίνουν οι άλλοι την κόρη της και την ίδια και φοβάται ότι η Γκριν με την επιλογή της δεν θα αποκτήσει οικογένεια και παιδιά και θα καταλήξει σε μεγάλη ηλικία να είναι μόνη. Μόνη όπως η Τζεν, η πρώην βραβευμένη φιλάνθρωπος και ακτιβίστρια της οποίας έχει την αποκλειστική φροντίδα – πάσχει από άνοια – στο γηροκομείο που δουλεύει και την οποία δεν επισκέπτεται κανείς.
Ταλαιπωρείται η μητέρα από την εσωτερική πάλη ανάμεσα στις προκαταλήψεις και την αγάπη για την κόρη της, αντιμετωπίζει σιωπηρά τις πρωτόγνωρες, σοκαριστικές αλήθειες και οδηγείται συχνά σε έντονα ξεσπάσματα για τα οποία μετανιώνει αργότερα.

<<Τι νομίζουν αυτά τα παιδιά ότι είναι ο κόσμος; Πιστεύουν πραγματικά ότι είναι κάτι μαγικό κι εξαίσιο που έχουν διαβάσει σε κάποιο βιβλίο; Πιστεύουν ότι είναι κάτι που όταν μερικοί άνθρωποι ενώσουν τις δυνάμεις τους μπορούν να το σηκώσουν και να το αναποδογυρίσουν;>>

Ενώ η παρουσία των κοριτσιών στο σπίτι είναι πολύ διακριτική και συμμετοχική στις ανάγκες της καθημερινότητας, η μάνα μη αντέχοντας να βλέπει κατάματα τη νέα πραγματικότητα, αποφασίζει να διαμείνει προσωρινά στο γηροκομείο με το πρόσχημα της εντατικής επίβλεψης της Τζεν, της οποίας η κατάσταση χειροτερεύει. Όμως και στη δομή συμβαίνουν πράγματα που υπερβαίνουν τα ηθικά της όρια καθώς έχουν αποφασιστεί μέτρα περιορισμού της δαπάνης στα αναλώσιμα και στην ποιότητα της φροντίδας των υπερηλίκων για λόγους οικονομίας. Κι εδώ ο λόγος της μάνας δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα.
Παράλληλα στο πανεπιστήμιο που δουλεύει η Γκριν συνεχίζουν να ακυρώνονται οι διαλέξεις όσων από τους λέκτορες είναι ομοφυλόφιλοι και αρχίζουν οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στις οποίες πρωτοστατεί η κόρη της. Εν μέσω όλων αυτών των εκρηκτικών καταστάσεων η μάνα υποφέρει σιωπηλά νιώθοντας ντροπή κι ενοχή για τον τρόπο που ανέθρεψε το παιδί της αλλά και ψήγματα συμπάθειας για “εκείνο το κορίτσι”.

<<Όταν κλείνω τα μάτια μου, με ανατριχιάζει ο ήχος του χρόνου που περνάει…>>

Η απόδοση των συναισθημάτων της από τη συγγραφέα είναι αριστοτεχνική καθώς αυτά χρωματίζονται με τις στακάτες, σύντομες και ηχηρές ή σιωπηλές εκφράσεις που χρησιμοποιεί.
Στο υπέροχα απεικονιστικό κείμενο της κορεάτικης κουλτούρας διακρίνεται ξεκάθαρα η αντίθεση ανάμεσα στο “να μιλάς” και “να μη μιλάς” που οδηγεί σε εύλογο προβληματισμό, Η Γκριν εκφράζεται φωναχτά ενάντια στην αδικία ενώ η μητέρα της προτιμά να σιωπά και να μην παίρνει θέση στα προβλήματα των άλλων αφού έτσι μεγάλωσε.
Αν και οι απόψεις τους δεν συγκλίνουν ποτέ, κάποια στιγμή θα αρχίσουν να αλλάζουν στο επίπεδο της αλληλοκατανόησης και της διαχείρισης των προβλημάτων τους οδηγώντας την σχέση τους σε επίπεδα ωρίμανσης.

Ένα μικρό βιβλίο 178 σελίδων που στοχεύει στο μυαλό και το συναίσθημα χωρίς να το εκβιάζει με περιττά λογοτεχνικά στολίσματα και πλατειασμούς. Το κείμενο έχει ενδιαφέρουσα δομή και ροή αφήγησης, με γραφή λιτή όπως αρμόζει στην ανατολικοασιατική αισθητική και διαπεραστική όπως η φωνή της νεολαίας κάθε εποχής.

▪️Έχει ειπωθεί ότι ένα βιβλίο μπορεί να κερδίσει ακόμη και με μία του “πρόταση-βόλι” την καρδιά του αναγνώστη. Στην περίπτωσή μου συνέβη:
<<Μια μέρα θα αφήσει την τελευταία της πνοή ξαπλωμένη σε εμβρυική στάση κοιτάζοντας την πόρτα.>> (αναφέρεται στην ανοϊκή Τζεν…)

◾Βιογραφικό
Η Kim Hye-Jin (Κιμ Χιε-Τζιν) γεννήθηκε στην πόλη Ντέγκου της Νότιας Κορέας το 1983. Το 2012 έκανε το ντεμπούτο της με το διήγημα “Chicken Run”, το οποίο κέρδισε τον ετήσιο διαγωνισμό λογοτεχνίας για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς της εφημερίδας Ντονγκ-Α. Το 2013 κέρδισε το Λογοτεχνικό Βραβείο της εφημερίδας ΤζούνγκΑνγκ για το μυθιστόρημά της Joongang Station.
“Η Κόρη μου” (Ίκαρος, 2023) κυκλοφόρησε το 2017 στη Νότια Κορέα, έγινε bestseller και μέχρι στιγμής έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκατέσσερις γλώσσες. Το βιβλίο τιμήθηκε το 2018 με το Λογοτεχνικό Βραβείο εις μνήμην του ποιητή Σιν Ντονγκ-Γιοπ.
Το 2020 η συγγραφέας κέρδισε το Λογοτεχνικό Βραβείο ΝτέΣαν για το μυθιστόρημά της Worker No.9 και το 2021 το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη. Η Kim Hye-Jin κατοικεί στη Σεούλ της Νότιας Κορέας.
(Πηγή: “Εκδόσεις Ίκαρος”, 2023)