ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΜΠΟΥΚΗ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΦΗ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ

Με σπουδές στην Ιατρική, ο κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας του 19ου αιώνα γράφει μία εμβληματική νουβέλα το 1888, η οποία θεωρείται κατά κάποιον τρόπο αυτοβιογραφική, μετά από ένα ταξίδι του ιδίου στη βόρεια ακτή της Αζοφικής θάλασσας το 1887.

Στις μόλις 156 σελίδες πραγματεύεται μία ουσιώδη ιστορία με δυναμική και στόχο και αποδεικνύει άλλη μία φορά την κλασική “στόφα” του δημιουργού, που δεν θεωρεί απαραίτητο ένα πολυσέλιδο αφήγημα για να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του. Είναι συμβολικά η πνευματική πορεία ενός μικρού παιδιού προς την ενηλικίωση. Το εντυπωσιακό οδοιπορικό αυτού του παιδιού διαμέσου της στέπας είναι ένα εμπειρικό ταξίδι γνώσης. Φέρνει στο νου του αναγνώστη τη γνωστή ευχή στην “ΙΘΑΚΗ” του Καβάφη να “είναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις” πριν τον τελικό προορισμό.

Ο Τσέχοφ σκόπιμα δεν καθορίζει συγκεκριμένο τόπο και χρόνο που διαδραματίζεται η μυθιστορία. Σημασία έχει η διαδρομή και η μετουσίωση της σε μία πνευματική περιπέτεια. Ανεξάντλητες οι πηγές απόκτησης γνώσης κατά την εξέλιξη της διαδρομής και λυτρωτικό το τέλος της. Ο αναγνώστης τοποθετείται νοερά σε μία σοφά επιλεγμένη ατμόσφαιρα, στην τοποθεσία Ν του νομού Ζ, κάπου στο τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα, όπου “συναντάει” τον εννιάχρονο Εγκόρουσκα – χαϊδευτικά στα ελληνικά “Γιωργάκης”. Τον ορφανό αυτόν από πατέρα εμπιστεύεται η μητέρα του στα χέρια του αδελφού της να αναλάβει να τον συνοδεύσει με ασφάλεια σε έναν άλλο μακρινό τόπο για να συνεχίσει τις σπουδές του στο γυμνάσιο, τονίζοντας εμφατικά την πολύτιμη αξία της μόρφωσης. Ο θείος του θα τον παραδώσει με τη σειρά του σε μία φίλη της μητέρας του, η οποία θα τον δεχθεί με κάποια αμοιβή ως οικότροφο.

➖”Πραγματικά, η ύλη τρέφει το σώμα και η πνευματική τροφή την ψυχήν“.

Ο Εγκόρουσκα επιβιβάζεται σε ένα παλιό κάρο που το οδηγεί ένας εικοσάχρονος αμαξάς με δύο επιβάτες – τον θείο του και έναν ηλικιωμένο ιερωμένο. Και οι δύο εμπορεύονται μαλλί και κάνουν ένα μεγάλο επίπονο ταξίδι κάτω από δύσκολες συνθήκες διασχίζοντας τη στέπα για να το πουλήσουν σε γνωστό γαιοκτήμονα.

Το μικρό παιδί λυπάται που αποχωρίζεται την μητέρα του, αναλύεται σε λυγμούς και ο πάτερ Χριστόφορος το παρηγορεί και το διδάσκει για την “υπακοή που είναι ανώτερη από την νηστεία κι από την προσευχή“.

Η πολυήμερη περιπέτεια κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου μετατρέπεται σε ένα ταξίδι διδακτικό καθώς η απεραντοσύνη του τοπίου ξετυλίγεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αγοριού με εικόνες ολοζώντανες. Πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα! Μυστηριακό το περιβάλλον τη μέρα και τη νύχτα!Θάμνοι, λόφοι, βράχοι φαίνονται να παίρνουν μορφή, να αποκτούν υπόσταση, με τα πουλιά να πετούν και να τιτιβίζουν γύρω τους. Ο μικρός Εγκόρ βλέπει για πρώτη φορά πλατιά ποτάμια, βαπόρια και ατμομηχανές. Συναντά ένα ετερόκλητο πλήθος από αγωγιάτες διαφορετικών ηλικιακών ομάδων και δέχεται συμβουλές.

➖”Να σπουδάσεις; Αχα!… Ε, η Παναγιά μαζί σου… Το ένα μυαλό είναι καλό, τα δύο καλύτερα… Το ένα είναι αυτό που έχεις όταν σε γεννάει η μάνα σου, το άλλο είναι η μόρφωση και το τρίτο αυτό που σου δίνει ο πλούτος“.

Η “Στέπα” του Τσέχοφ κυριαρχεί στις περιγραφές. Έχει ψυχή! Έχει πνοή! Αναπνέει σαν ζωντανός οργανισμός με τον ήλιο να την χτυπάει αλύπητα αυτή την καλοκαιρινή εποχή και τη βροχή να την μουσκεύει σε βάθος. Έχει ζωή και αποκτά διδακτικό χαρακτήρα:

➖”Αν γίνεις σοφός και Θεός φυλάξοι! αρχίσεις να βαριέσαι και να περιφρονείς τους ανθρώπους γιατί είναι λιγότερο σοφοί από σένα, τότε συμφορά σου! Συμφορά σου!

………………….

(Αξίζει η αναφορά στην εξαιρετική μετάφραση της Ευτυχίας Παμπούκη και την λογοτεχνική επιμέλεια της Έφης Πλιάτσικα – Πανσέληνου που “οδήγησαν ξανά την τσεχοφική Στέπα στα χλοερά λιβάδια της Λογοτεχνίας”).