“Todos os nomes” (τίτλος πρωτοτύπου)

José Saramago

Νόμπελ Λογοτεχνίας 1998

Μετάφραση από τα Πορτογαλικά: Αθηνά Ψυλλιά (Athena Psillia)

Εκδόσεις Καστανιώτη

➖”Γνωρίζεις το όνομα που σου έδωσαν, δεν γνωρίζεις το όνομα που έχεις“.

(Το Βιβλίο των Αυταπόδεικτων)

Ο Ζοζέ Σαραμάγκου συγγράφει αυτό το μυθιστόρημα ένα χρόνο πριν τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998 και διαγράφει άλλη μία δική του αυτόνομη πορεία. Έχει χαράξει μία λογοτεχνική διαδρομή, που διακρίνεται από μία καταλυτική θεματολογία και μία πρωτοπόρα τεχνοτροπία τα οποία αναδεικνύονται αποτελεσματικά με τον μεταφραστικό “άθλο” της Αθηνάς Ψυλλιά.

Με μία νοητική διαδικασία εισέρχεται μέσα από τις 300 σελίδες σε ένα κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό και διατυπώνει ιδέες με έναν ευφυή τρόπο, χαρίζοντας μία υπέροχη αναγνωστική εμπειρία με ένα έργο αδιαμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας.

Ο αναγνώστης εξοικειώνεται γρήγορα με τις σύνθετες σκέψεις του λογοτέχνη που αποκαλύπτονται σταδιακά με τις λέξεις με το ειδικό βάρος που χρησιμοποιεί και οι οποίες παρατάσσονται η μία δίπλα στην άλλη με τα σχεδόν ανύπαρκτα σημεία στίξης σε έναν πυκνό λόγο που γοητεύει. Είναι γνωστό ότι οι διάλογοι του Σαραμάγκου δεν οριοθετούνται με εισαγωγικά, αλλά με μόνο κεφαλαίο το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης του λόγου του προσώπου που ομιλεί. Οι διάλογοι του πρωταγωνιστή με τον άλλο του εαυτό, το alter ego του, εντυπωσιάζουν, καθώς και εκείνοι οι κορυφαίοι διάλογοι που κάνει με τις ίδιες τις σκέψεις του ξαπλωμένος στο κρεβάτι όταν, σηκώνοντας τα μάτια ψηλά, συνομιλεί με το… ταβάνι, αναζητώντας λύσεις σε προβληματισμούς.

➖”Σου έχω πει φαντάζομαι ότι τα ταβάνια των σπιτιών είναι το πολλαπλό μάτι του Θεού. Δεν το θυμάμαι. Αν δεν σ’ το είπα μ’ αυτά τα λόγια, σ’ το λέω τώρα. Τότε πες μου πώς γίνεται να μου άρεσε μία γυναίκα που δεν γνώριζα, που δεν είδα ποτέ μου…

Όπως ο ευσυνείδητος επιμελητής βιβλίων Ραϊμούνδο Σίλβα στο μυθιστόρημα “Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας“, έτσι και στο “Όλα τα Ονόματα“, ο Σαραμάγκου επιλέγει έναν ανάλογο τυχαίο χαρακτήρα, τον κ.Ζοζέ, η ασημαντότητα της ύπαρξης του οποίου δεν απαιτεί από τον συγγραφέα περισσότερες συστάσεις. Ο κ.Ζοζέ, το μοναδικό όνομα που αναφέρεται στη μυθιστορία, έχει ήδη διανύσει μισό αιώνα στη ζωή του και, από αυτά, τα είκοσι πέντε χρόνια ως χαμηλόμισθος υπάλληλος στο Γενικό Ληξιαρχικό Μητρώο του Κράτους. Ευυπόληπτος πολίτης, πιστός στην ιεραρχία και αφοσιωμένος στη πειθαρχία που του επιβάλλεται στην εργασία του, είναι υπεύθυνος, συνεπής, μεθοδικός και αταλάντευτα αξιοπρεπής.

Μένει σ’ενα σπιτάκι κατασκευασμένο με πλευρικούς τοίχους, μεσοτοιχία, με το Ληξιαρχικό Κατάστημα όπου εργάζεται. Είναι το μόνο σπίτι που σώθηκε από την κατεδάφιση εκείνου του οικοδομήματος όπου έμεναν κάποτε όλοι οι υπάλληλοι του Ληξιαρχείου γιατί η γωνία που βρισκόταν το διαμέρισμα δεν εμπόδιζε την νέα διάταξη του χώρου. Επιφορτισμένος με το καθήκον να ταξινομεί φακέλους γεννήσεων και θανάτων, αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει μια αποστολή που συνίσταται στην αντικατάσταση των φθαρμένων εξωφύλλων κάποιου αρχείου.

Το ψυχρό περιβάλλον του περίκλειστου από χοντρούς τοίχους χώρου εργασίας, σε συνδυασμό με τη μοναδική “παρουσία” της σιωπής του σπιτιού του, ωθεί τον κ.Ζοζέ να επινοήσει την απόκτηση μιας συλλογής από πληροφορίες για τη ζωή διασήμων προσώπων, οι φάκελοι των οποίων τυχαία πέφτουν στα χέρια του, συμβάλλοντας έτσι στη προσπάθεια κατάλυσης της μονοτονίας της μοναχικότητας που τον συντροφεύει ανελέητα.

Παρασύρεται από μια παρόρμηση της στιγμής, ενδύεται τον μανδύα του “παραβάτη” και μπαίνει στον πειρασμό να εισχωρήσει παράνομα στο Ληξιαρχείο, σε ώρες που είναι κλειστό, χρησιμοποιώντας κρυφά το κλειδί που έχει παραμείνει στην ιδιοκτησία του από παλιά και ανοίγει την εσωτερική πόρτα που συνδέει το σπίτι με τον χώρο εργασίας του.

➖”Γιατί οι αποφάσεις δεν παίρνονται πάντα μετά το τέλος μιας εντατικής διανοητικής εργασίας, αλλά παρασύρονται από την ίδια την απόφαση“.

Ενεργεί από άδολη βούληση και πορεύεται συντεταγμένα. Επεξεργάζεται στο μυαλό του ένα σχέδιο δράσης που τελικά εκπονεί και εμπλέκεται σε τρελές περιπέτειες, πρωτόγνωρες για τον πρότερο δειλό χαρακτήρα του. Τα πράγματα παίρνουν μία περίεργη τροπή και οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις οδηγούν τον πρώην συνεσταλμένο άνθρωπο σε παραλογισμούς.

Η εναλλαγή της αφήγησης από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη μέσα στην ίδια πρόταση και η μεταπήδηση σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ενεργοποιούν τις αφηρημένες έννοιες και τις κάνουν να ζωντανεύουν και να αποκτούν υπόσταση. Οι πολύπλοκες σκέψεις διατρέχουν διαδρομές του νου σχηματίζοντας εικόνες σε μια νοητική αναπαράσταση.

➖”Είναι γνωστό ότι οι σκέψεις μας, τόσο οι ανήσυχες όσο κι ευχάριστες, κι οι άλλες ακόμα που δεν ανήκουν ούτε στις μεν ούτε στις δε, καταλήγουν αργά η γρήγορα να κουραστούν και να βαρεθούν τους εαυτούς τους…

Αντίθετα από αυτό που πιστοποιεί ο τίτλος, το βιβλίο είναι παραδόξως ένα μυθιστόρημα χωρίς ονόματα, κάτι που συνηθίζει στα πολλά τελευταία έργα του, γιατί σημασία γι’ αυτόν έχουν τα πρόσωπα με τις συνεχείς ενδοσκοπήσεις των χαρακτήρων. Με την ιδιαιτερότητα της τεχνικής που διαθέτει ο Σαραμάγκου και την αλληγορία που κρύβεται, θίγονται ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο, την προσήλωση του στο καθήκον, τον σεβασμό του στην ιεραρχία, την απίστευτη γραφειοκρατία, την αίσθηση της μοναξιάς, καθώς και τη σχέση του για τη ζωή και τον θάνατο χωρίς να παραλείπεται το όποιο κρυφό ερωτικό σκίρτημα. Η ατμόσφαιρα παίρνει χρώμα από το σαρκαστικό χιούμορ που καλλιεργείται ανελλιπώς στο κείμενο και μετασχηματίζεται ευχάριστα.

➖”Μετά τα εβδομήντα γίνεται κανείς σοφός, τότε όμως δεν του χρησιμεύει σε τίποτα, ούτε στον ίδιο ούτε σε κανέναν“.

Ο Ζοζέ (Ιωσήφ) ντε Σόζα Σαραμάγκου (1919-2010) ήταν Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος, τιμημένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του πολυπληθούς έργου του, που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τα πασίγνωστα μυθιστορήματα του:

ΠΕΡΙ ΤΥΦΛΟΤΗΤΟΣ

ΠΕΡΙ ΦΩΤΙΣΕΩΣ

ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΗΣΟΥΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΩΝΑΣ κλπ.