Συγγραφέας του βιβλίου «Πες μου, Μίλα μου, Ακούω – «Anima» Εκδοτική

Όταν στα επτά του χρόνια ξεκίνησε ν΄ αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί, τα ποιήματά του ήταν σατιρικά, τα τραγούδια του ερωτικά και τα θεατρικά του κωμικά. Μεγαλώνοντας, τα κοινωνικά θέματα άρχισαν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον του, όχι μόνο ως άνθρωπο αλλά και ως συγγραφέα. Αυτή η ευαισθησία του αλλά και η γνωριμία με τρεις κακοποιημένες γυναίκες, ήταν η αφορμή για το βιβλίο του «Πες μου, Μίλα μου, Ακούω» που μόλις κυκλοφόρησε. Πρωταγωνίστριά του η Ελπίδα. Όπως λέει στο Vivlio-life ο Κωνσταντίνος Κομνηνός – που μέσα από το έργο του θέλει να περνά τα δικά του μηνύματα – δε θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιο άλλο όνομα για την ηρωίδα του.

– Τρεις κακοποιημένες γυναίκες που γνωρίσατε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της ζωής σας ήταν το έναυσμα για το βιβλίο σας, το οποίο γράψατε, όπως, λέτε «σκεπτόμενος τη συμπεριφορά του θύτη και της αδιάφορης, φοβισμένης και ψεύτικης κοινωνίας μας».

Πάντοτε είχα πολλές ιδέες για να γράψω ένα βιβλίο. Έγραφα και στην πορεία μου γεννιόταν μια άλλη ιδέα και την προηγούμενη την παρατούσα στην μέση, χωρίς ποτέ να ολοκληρώσω κάτι. Όταν μέσα σε ένα διάστημα γνώρισα αυτές τρεις γυναίκες και άθελα μου, χωρίς να το επιδιώξω, μου μίλησαν για την δυσάρεστη ζωή τους, αποφάσισα πως πρέπει να γράψω ένα βιβλίο με θέμα την κακοποίηση. Έτσι συγκεντρώθηκα και σε ένα χρόνο περίπου το είχα ολοκληρώσει.

– Δυστυχώς αυτή η κοινωνία πολλές φορές ρίχνει το βάρος μιας κακοποίησης στη συμπεριφορά του θύματος και όχι του θύτη…

Μέσα σε μια ιστορία με κακοποίηση ανακαλύπτεις πολλά πράγματα και αυτό σε πάει σαν άνθρωπο ένα σκαλί παραπάνω. Ίσως η ζωή του θύτη να είναι εξίσου ενδιαφέρουσα, ως προς την ψυχολογική του και οικογενειακή του κατάσταση και έτσι να μάθεις ουσιαστικά τι τον έκανε να φτάσει στο έσχατο σημείο να συμπεριφέρεται σαν αγρίμι. Αλλά από την άλλη, το θύμα σου δημιουργεί αναπάντητα ερωτήματα και σε κάνει να θέλεις να μάθεις για ποιο λόγο ανέχεται όλο αυτό, αγαπάει το θύμα ή είναι μια εμμονή; Είναι τόσο αφελής ή είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ανασφάλειες; Και τι κάνει εκεί η κοινωνία; Είναι παρούσα ή απούσα;

– «Με λένε Ελπίδα αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω», διαβάζω στο οπισθόφυλλο. Τελικά μπορούν να ελπίζουν σε κάτι οι κακοποιημένες γυναίκες ή συμβαίνει αυτό που φοβάται η ηρωίδα σας: Να την κερδίσει το κακό;

Βέβαια μπορούν να ελπίζουν και πρέπει να ελπίζουν. Η ηρωίδα του βιβλίου είναι άνθρωπος και όση δύναμη και αν έχει μέσα της, υπάρχουν στιγμές απελπισίας και χάνει την πίστη του εαυτού της. Όμως η ελπίδα πεθαίνει και ξαναγεννιέται στην πρώτη ευκαιρία και κάνει τους ανθρώπους να ονειρεύονται μια νέα ζωή, ελεύθερη, με μια αληθινή αγάπη και σεβασμό. Όμως βάσει παγκόσμιων ερευνών λίγες ιστορίες σαν και αυτή έχουν αίσιο τέλος. Το μεγαλύτερο ποσοστό έχει βρεθεί με δυσάρεστα αποτελέσματα.

– Το όνομα που επιλέξατε για την ηρωίδα σας, πράγματι δείχνει να είναι η καλύτερη επιλογή. Δεν ήταν τυχαία, όμως, έτσι δεν είναι;

Όταν αποφάσισα ότι θα ξεκινήσω αυτήν την ιστορία, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι το όνομα της Ελπίδας. Δεν μου πέρασε από το μυαλό κανένα άλλο, ούτε αργότερα. Ίσως να είναι κοινό όνομα σε αντίστοιχα βιβλία, αλλά η ελπίδα αντιπροσωπεύει όλη την ζωή της και την δύναμη που κρατάει σαν φλόγα αναμμένη μέσα της για να παραμείνει ζωντανή.

– Σας ιντριγκάρει, διαβάζω επίσης, η κρυφή σκέψη που έχει μέσα του ο καθένας μας. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας μια κρυφή σκέψη των τριών κακοποιημένων γυναικών που σας ενέπνευσαν;

Όπως έχω αναφέρει, η σκέψη είναι ιδιωτική, κρυφή και απόρρητη για τον καθέναν μας. Δεν μπορώ να ξέρω πολλά για το τι είχαν στο μυαλό τους. Πάντως μία κοινή τους σκέψη ήταν όταν ένιωθαν τον εξευτελισμό και την ασέβεια από τον θύτη και εκεί χτύπαγε το καμπανάκι μέσα τους να κάνουν κάτι. Το ένστικτο της επιβίωσης και το αίσθημα του φόβου και του πόνου στο σώμα και την ψυχή τους, τους έκανε να αγανακτούν, να ονειρεύονται και να οργανώνουν στο μυαλό τους το ιδανικότερο τέλος του θύτη. Να γίνουν δηλαδή θύτες στον θύτη, για να μην κάνει άλλο κακό. Αυτό όμως κράταγε για λίγο στην σκέψη τους. Η λογική τους επανάφερε ξανά πίσω στη δική τους ανυπεράσπιστη πραγματικότητα.

– Μπορεί να… ελπίζει ο αναγνώστης πως στο τέλος η Ελπίδα θα δικαιωθεί; Θα δει τη ζωή αλλιώς;

Ο αναγνώστης πιστεύω ότι μέσα από τις διηγήσεις της Ελπίδας και μέσα από το προσωπικό της ημερολόγιο, θα ταυτιστεί μαζί της, θα την καταλάβει και θα την νιώσει σαν άνθρωπο. Τώρα για το τί θα γίνει στην δική της ιστορία και πού θα καταλήξει αυτό θα σας το αφήσω αναπάντητο.

– Κακοποίηση. Η καθημερινή ειδησεογραφία μας έχει μάθει, πια, πως έγινε κομμάτι αυτής της φοβισμένης και ψεύτικης κοινωνίας, όπως την χαρακτηρίζετε. Πώς θα μπορούσε άραγε να μην φοβάται, να γίνει αληθινή αυτή η κοινωνία. Τι ακούσατε από την Ελπίδα όταν της είπατε εδώ είμαι μίλα μου, ακούω;

Το μεγαλύτερο λάθος για μένα, είναι, όταν το θύμα δεν μιλάει γι’ αυτά που περνάει, έστω και από τα πρώτα σημάδια. Όλες αυτές οι ιστορίες δεν ξεκινάνε αμέσως με τον απόλυτο ξυλοδαρμό, αλλά από μικρά δείγματα θυμού, που στο χρόνο διογκώνονται. Αν μιλούσαν από την αρχή σίγουρα θα υπήρχε μια υποστήριξη. Όμως αυτό δεν γίνεται πάντα. Το θύμα ντρέπεται ή φοβάται και συνήθως ο περίγυρος και να γνωρίζει κάτι ή έστω να υποψιάζεται, απλά θα γυρίσει την πλάτη του και θα συνεχίσει την ζωή του. Όμως με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να επικροτούμε τον θύτη για τις πράξεις του και να τον ενθαρρύνουμε να το κάνει και στο επόμενο θύμα. Γιατί σίγουρα θα υπάρξει επόμενο θύμα. Αν βάλουμε στην άκρη το φόβο θα ανατρέψουμε πολλά. Και δεν εννοώ να πάρουμε μόνοι μας τον νόμο στα χέρια μας, αλλά αν μαζευόμασταν πολλοί και ενημερώναμε έγκυρα τις αρχές, θα σώναμε γρηγορότερα μια ζωή. Πρέπει με κάποιον τρόπο να μπαίνουμε και στην θέση του άλλου. Αύριο, ίσως είμαστε εμείς θύμα σε μια ιστορία, το παιδί μας, η αδερφή μας. Όμως ο κόσμος και να τα κάνει όλα αυτά, οι νομοθεσίες που υπάρχουν για τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ ελαφρυντικές και λίγο μετά η ιστορία επαναλαμβάνεται.

– Ανεβάσατε και σκηνοθετήσατε το θεατρικό έργο «Έχω ανάγκη την αγάπη» και αυτό που διαπιστώνω είναι πως έχετε μια ευαισθησία στα κοινωνικά θέματα. Θα βλέπατε τον εαυτό σας πίσω από ένα βιβλίο φαντασίας ή αστυνομικού περιεχομένου;

Η αλήθεια είναι ότι τα κοινωνικά θέματα με απασχολούν πολύ. Και σαν άνθρωπο και σαν συγγραφέα. Αλλά επειδή νιώθω ότι μπορώ να κάνω πολλά πράγματα, θέλω να πειραματιστώ και σε άλλα είδη λογοτεχνίας και να μην μπω σ’ ένα λογοτεχνικό καλούπι. Ίσως να γράψω αργότερα αστυνομικά, τρόμου, χιουμοριστικά. Το σίγουρο είναι, ότι μέσα από τα έργα μου θέλω να περνάω μηνύματα και αυτό μπορώ να το κάνω ανεξαρτήτως από το είδος.

– Δηλώνετε πως στόχος σας είναι να πραγματοποιείτε όλα τα όνειρά σας. Υπάρχει κάποιο όνειρο που δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη;

Ένα από τα όνειρα μου είναι μία μέρα να καταφέρω να ζω από τα συγγραφικά μου έργα. Να δουλεύω με πίστη πάνω σ’ αυτό χωρίς να χρειάζεται να κάνω διαφορετική δουλειά για να φροντίζω την οικογένεια μου. Αγαπώ πολύ την συγγραφή και εύχομαι και οι αναγνώστες να αγαπήσουν τις ιστορίες μου.

– Πριν από τέσσερα χρόνια αποσπάσατε το Α’ βραβείο ποίησης προβληματισμού στο διαγωνισμό Σικελιανών. Ποια είναι η ποίηση προβληματισμού;

Καταρχήν, θέλω να αναφέρω πως είχα πάρει μέρος σε ένα γενικό διαγωνισμό ποιήματος όπου μετά κατηγοριοποίησαν τα ποιήματα με το ανάλογο θέμα του κάθε υποψήφιου. Το δικό μου ποίημα είχε τον τίτλο «Ψάχνοντας το είναι μου» και μιλούσε για έναν άνθρωπο που ζούσε την απόλυτη μοναξιά. Και κάπως έτσι κέρδισα το Α` βραβείο ποιήματος προβληματισμού.

– Συγγραφέας μυθιστορημάτων, σκηνοθέτης – συγγραφέας θεατρικών έργων και ποιητής. Ποιο είδος ήταν το πρώτο που αποτυπώθηκε σε χαρτί;

Η πρώτη μου επαφή με την συγγραφή ήταν σε μορφή ποιήματος όταν ήμουν κάπου 7 ετών και μέχρι τα 12 έγραφα τραγούδια και μικρές θεατρικές ιστορίες. Τα ποιήματά μου τότε ήταν σατιρικά, τα τραγούδια μου ερωτικά και τα θεατρικά μου κωμικά. Κρίμα που δεν έχω κρατήσει τίποτα από αυτά.

– Μπορείτε σε μια μέρα που κάθεστε μαζί με τις σκέψεις και την έμπνευσή σας να ολοκληρώσετε μια συγγραφική σκηνή, να ολοκληρώσετε ένα ποίημα και να γράψετε και μια θεατρική ατάκα;

Η έμπνευση μπορεί να μπει στο μυαλό σου σαν σπίθα, εκεί που δεν το περιμένεις. Υπάρχουν στιγμές που δεν μπορώ να γράψω τίποτα. Αλλά είναι και αυτές οι φορές που από το πουθενά σου έρχεται η ιδέα και αρχίζεις αμέσως το γράψιμο. Και σε μία μόνο μέρα μπορεί να έχεις δημιουργήσει κάτι σημαντικό. Το έχω πάθει αρκετές φορές και χαίρομαι όταν μου συμβαίνει αυτό, γιατί είναι πολύ δημιουργικό.

– Η υποκριτική που σπουδάσατε σας έχει βοηθήσει κατά κάποιον τρόπο στη συγγραφή. Θα σας κέρδιζε ποτέ ώστε να ασχοληθείτε μόνο μ’ αυτή;

Οι υποκριτικές μου σπουδές με βοήθησαν πολύ. Πρώτα από όλα έμαθα καλύτερα τον εαυτό μου και έπειτα άρχισα να παρατηρώ περισσότερο τους ανθρώπους. Η συγγραφή σε συνδυασμό με την υποκριτική σε πάει ένα βήμα παραπέρα. Όταν γράφεις για κάποιον ήρωά σου, δεν μεταφέρεις απλά την σκέψη σου στο χαρτί, αλλά ζεις μαζί του σαν να είσαι εσύ. Την υποκριτική την αγαπώ πολύ. Συνέχεια με ονειρεύομαι πάνω στην θεατρική σκηνή. Αλλά η συγγραφή με εκφράζει στον απόλυτο βαθμό, γιατί ζεις σε έναν συναρπαστικό κόσμο και αυτό δεν είναι άλλο, πέρα από την προσωπική σου φαντασία.

– Επόμενα συγγραφικά βήματα; Τα έχετε σκεφτεί;

Ευελπιστώ μέσα στο 2019 να κυκλοφορήσουν κάποια παιδικά παραμύθια μου και το επόμενο κοινωνικό μυθιστόρημα που γράφω. Ελπίζω όλα να μας πηγαίνουν καλύτερα από ό,τι τα φανταζόμαστε και να έχουμε πάνω από όλα υγεία. Μετά είναι στο χέρι μας να κάνουμε τα πάντα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Πάντα αναρωτιόμουν ποια είμαι, για ποιο λόγο ήρθα σε αυτήν τη ζωή. Ίσως είμαι απλά άλλο ένα κορίτσι που μεγάλωσε κι έγινε γυναίκα. Μεγαλώνοντας κατάλαβα, γνώρισα τη ζωή, πήρα τις απαντήσεις μου. Πέρασα εύκολες στιγμές, γεμάτες ευτυχία και άλλες δύσκολες, γεμάτες πόνο και δάκρυα. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους, άλλους τους αγάπησα και άλλους μίσησα. Όλα όσα έζησα με έκαναν παρόλα αυτά πιο δυνατή, πιο τολμηρή, πιο αληθινή. Κατάλαβα πως το καλό είναι τις περισσότερες φορές δίπλα μας, μα δεν το εκτιμάμε. Το κακό πάλι, είναι μερικές φορές πάνω μας κι εμείς το αγνοούμε. Ονομάζομαι Ελπίδα. Μα δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω. Δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω. Δεν ξέρω αν θα μείνω ανθρώπινη μέχρι τέλους ή αν το κακό θα καταφέρει να με κερδίσει. Ξέρω μόνο πως θα το πολεμήσω με όλη μου τη δύναμη, μέχρι τέλους…

Βιογραφικό
Ο Κωνσταντίνος Κομνηνός γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι παντρεμένος και έχει τρεις γιους. Έχει τελειώσει πληροφορική και είναι απόφοιτος της δραματικής σχολής Μαίρη Βογιατζή Τράγκα. Ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, διηγημάτων, παραμυθιών, θεατρικών έργων και ποιημάτων.
Ανέβασε και σκηνοθέτησε το θεατρικό έργο «Έχω ανάγκη την αγάπη» σε σκηνοθεσία Ατταλιώτη Κωνσταντίνου, πού παρουσιάστηκε στο «Γυάλινο μουσικό θέατρο».
Θεατρική εμπειρία: «Εrianna show» στο Swing bar theater σε σκηνοθεσία Αριστοτέλη Σομπότη, «Ζητείται ψεύτης» – Η χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά σε σκηνοθεσία Έλντας Πανοπούλου, «Στην σκηνή» σε σκηνοθεσία Έλντας Πανοπούλου. Έγραψε επίσης το θεατρικό έργο «Χαλασμένο τηλέφωνο».
Βραβεύτηκε με το Ά βραβείο ποίησης προβληματισμού, στο διαγωνισμό Σικελιανών το 2014.