Συγγραφέας του βιβλίου «Συλλέκτης μανιταριών» – Εκδόσεις Καστανιώτη

Ως μια αλληγορική συζήτηση με τον λύκο του δάσους ξεκίνησε «Ο «Συλλέκτης μανιταριών», αλλά όσο προχωρούσε η «κουβέντα» τους, εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και βαθύτερο. Αυτό το «κάτι» είναι μία νουβέλα γεμάτη σκέψεις, προβληματισμούς, θλιβερές διαπιστώσεις, ανησυχίες αλλά και μεγάλες αλήθειες. Όπως λέει στο Vivlio-life ο Κώστας Αρκουδέας «…πάντα ήθελα να γράψω μια πικρή και ταυτόχρονα ειρωνική ιστορία για το τέρας που λέγεται άνθρωπος – και μπορώ να πω ότι η αλληγορία εφάρμοσε γάντι στην πρόθεσή μου αυτή. Παραδίδουμε έναν κόσμο πολύ χειρότερο από αυτόν που παραλάβαμε. Οι επόμενες γενιές έχουν κάθε λόγο να μας μισούν». Στην ιστορία του, τόσο το θηρίο όσο και ο άνθρωπος, ο λύκος «ακολουθούν τις επιταγές της κοινωνίας σε μια διαρκή εναλλαγή ρόλων και προσωπείων. Έρχεται όμως κάποια στιγμή που τα προσωπεία πέφτουν. Οι άνθρωποι παύουν να παίζουν τους ρόλους στους οποίους είναι μαθημένοι και υποχρεώνονται να αντιμετωπίσουν καταπρόσωπο την αλήθεια».

  • Αφιερώνετε τη νουβέλα σας «σε όσους αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη σαν πολύτιμο πετράδι». Είναι ο «Συλλέκτης μανιταριών» μία νουβέλα που πραγματεύεται την αλληλεγγύη;
    Η αλληλεγγύη στον «Συλλέκτη μανιταριών» δεν αποτελεί όρο διαπραγμάτευσης αλλά απάντηση στα αιτήματα των καιρών, που γίνονται ολοένα πιο πιεστικά. Η αλληλοβοήθεια μάς οδηγεί στο να αποβάλλουμε το αποπνικτικό αίσθημα ανασφάλειας που μας κυκλώνει και μας πνίγει. Όλοι διαπιστώνουμε ότι ο κόσμος έχει πάρει λάθος κατεύθυνση, ότι οδεύει στην καταστροφή, και νιώθουμε ανήμποροι απέναντι σε αυτό. Καιρός είναι λοιπόν να δράσουμε! Υπάρχουν συλλογικότητες που προτάσσουν την αλληλεγγύη ως κοινό χώρο δράσης και μας καλούν να πάρουμε μέρος. Ας εγκαταλείψουμε την μεμψιμοιρία και ας πάρουμε την τύχη στα χέρια μας. Για ό,τι συμβαίνει, μόνοι υπεύθυνοι είμαστε εμείς – ας πάψουμε επιτέλους να ρίχνουμε την ευθύνη σε αόρατες δυνάμεις.
  • Μαζί με τον συλλέκτη σας βρισκόμαστε «σε μια τεράστια κατάφυτη έκταση, άγρια, αφιλόξενη, πρόσφορη όμως για εξερευνήσεις», μέχρι που ακούσαμε κι εμείς ένα γρύλισμα που πέρασε τις φυλλωσιές. Είναι γνωστό και ανατριχιαστικό το γρύλισμα του λύκου και επίσης όλοι γνωρίζουμε πως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα κοφτερά δόντια του. Επομένως, στο σημείο αυτό ίσως θα ήταν χρήσιμο να μας εξηγήσετε τι κρύβεται πίσω από τον… λύκο με τον οποίο «πιάσατε» κουβέντα.
    Κουβέντα με τον λύκο πιάνει ο μανιταροσυλλέκτης, ο οποίος βρίσκεται στο δάσος μετά τη βροχή. Πυκνή ομίχλη καλύπτει τις μορφές τους. Είναι η ίδια ομίχλη που επικαλύπτει τις ανθρώπινες σχέσεις, προσδίδοντάς τους ακαθόριστα σχήματα, μορφές που μοιάζουν φασματικές. Τόσο ο λύκος όσο και ο μανιταροσυλλέκτης ακολουθούν τις επιταγές της κοινωνίας σε μια διαρκή εναλλαγή ρόλων και προσωπείων. Έρχεται όμως κάποια στιγμή που τα προσωπεία πέφτουν. Οι άνθρωποι παύουν να παίζουν τους ρόλους στους οποίους είναι μαθημένοι και υποχρεώνονται να αντιμετωπίσουν καταπρόσωπο την αλήθεια.
  • Μιας και μιλάμε για τα πλάσματα του δάσους, πείτε μας αν χρειάστηκε να αναζητήσετε πληροφορίες πριν τη συγγραφή για τον λύκο με τα λευκά δόντια, τον σοφό μαύρο κόρακα, τον γερο-κότσυφα αλλά και για τη γιγάντια σεκόγια ή την ψηλή σημύδα και φυσικά για το είδος μανιταριών που αναζητούσε ο συλλέκτης σας…
    Άρχισα να γράφω τον «Συλλέκτη μανιταριών» αμέσως μετά την έκδοση του βιβλίου μου «Επικίνδυνοι συγγραφείς», σχεδόν παράλληλα με το τρίτο μέρος της τριλογίας. Ξεκίνησε σαν μια αλληγορική συζήτηση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον λύκο – με ό,τι αντιπροσωπεύει καθένας – και εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και βαθύτερο. Υπήρξε μακρά έρευνα όχι μόνο για τους λύκους ή τα μανιτάρια, αλλά για όλα τα πλάσματα που ζουν στα δάση προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα στοιχεία που τα βοηθούν να επιβιώνουν και να αντιδρούν απέναντι στους κινδύνους. Το δάσος, κάθε δάσος, αποτελεί έναν αυτόνομο οργανισμό που καλείται να αντισταθεί στην επεκτατικότητα και την αδηφαγία του πιο επικίνδυνου ζώου στον πλανήτη, του ανθρώπου.
  • Το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, η περιβαλλοντική καταστροφή, η ανελεύθερη δημοκρατία, η «βλάβη» της υπερβολικής δημοκρατίας, οι εφιάλτες που προκαλούν οι δυσάρεστες ειδήσεις, η μπερδεμένη γεμάτη μίσος γενιά μας… Πώς καταφέρατε να χωρέσετε όλες τις ανησυχίες σας μέσα στα δεκαπέντε κεφάλαια της νουβέλας σας;
    Οι ανησυχίες μου είναι πολύ περισσότερες από αυτές που αναφέρετε παραπάνω. Θα προσέθετα σε αυτές ερωτήματα όπως: Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη υποκρισία; Πόση αλήθεια και πόσο ψέμα μπορεί να ανεχτεί κάθε άνθρωπος; Ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας είναι ψεύτικο; Είναι όλος ο κόσμος φτιαγμένος από ψευδή υλικά; Είναι όλα μια ψευδαίσθηση; Με αφορμή τα εμβόλια, είναι ο σύγχρονος άνθρωπος ένα πειραματόζωο; Με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου δυο λαοί με κοινή σχεδόν γλώσσα, κουλτούρα και θρησκεία στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου, τι είναι εκείνο που πυροδοτεί την παράλογη βία; Πώς ελέγχεται ο όχλος; Πώς μπορούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας; Πόσους εαυτούς έχουμε; Τώρα, πώς όλα αυτά τα θέματα που μας απασχολούν χώρεσαν στις 114 σελίδες του βιβλίου είναι απορίας άξιο.
  • «Του λύκου η ώρα είναι ομολογία πως δήθεν τα κορμιά θα λυτρωθούν. Σαν επιτάφιοι μέσα σε σφαγεία». Απόσπασμα από το ποίημα «Ο νοητός λύκος» του Μάνου Ελευθερίου παραθέτετε στην αρχή της νουβέλας και μάλλον έχετε τους λόγους σας…
    Στο ομοιοκατάληκτο ποίημά του ο Μάνος Ελευθερίου – μου χάρισε τη συλλογή του με αφιέρωση και με παρότρυνε να τη διαβάσω – ο αφηγητής ακολουθεί τον άγγελό του στον Άδη. Η πνευματική αφύπνιση του καθενός από εμάς ξεχωριστά, με όνομα και επώνυμο, είναι η μόνη ελπίδα, καθώς οδηγεί νομοτελειακά στη συλλογική αφύπνιση και εν τέλει στη λύτρωση. Πρέπει να καταλάβουμε ότι κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει όταν η φύση αποφασίσει να πάρει την εκδίκησή της.
  • Μπομπ Ντύλαν. Τραγούδια του αποδώσατε ελεύθερα επειδή ανήκετε στη γενιά που λατρέψαμε τον μεγάλο τραγουδοποιό, ή το νόημα των στίχων του ήταν εκείνο ακριβώς που αναζητούσατε για μας;
    Ο Ντύλαν είναι ένας σύγχρονος προφήτης και το προφίλ του ταίριαζε σε εκείνο του παράφωνου κόρακα, του αφηγητή της ιστορίας. Όταν το έγραφα, έτυχε να διαβάσω μια συνέντευξη που έδωσε ο Ντύλαν στους «New York Times». Έλεγε πως η πανδημία είναι προάγγελος κάτι άλλου που θα συμβεί. Κάπως έτσι αισθανόμουν κι εγώ. Το ίδιο πιστεύει λίγο πολύ και ο κόσμος. Ότι αυτά που ζούμε είναι η κορυφή του παγόβουνου, ο προθάλαμος ακόμα μεγαλύτερων δεινών.
  • Παρατηρώντας τα όσα έγραψαν για τη νουβέλα σας, διάβασα για την “παραμυθιτική λογοτεχνία”. Ποια είναι τα στοιχεία που συνθέτουν αυτό το είδος και πόσο εύκολο ήταν για σας να μείνετε στα όριά του συνομιλώντας τόσο πειστικά με πλάσματα του δάσους;
    Θα σας διηγηθώ ένα μύθο που δεν υπάρχει στο βιβλίο:
    Ο πύθωνας γλιστρούσε αθόρυβα, παρά τον όγκο του, ανάμεσα στα βάτα και τους πεσμένους κορμούς των δέντρων ζυγώνοντας τη λεία του. Έναν μικρό αγριοκούνελο που είχε χαθεί και ζητούσε απεγνωσμένα καταφύγιο. Ο πύθωνας στάθηκε αντίκρυ του και ορθώνοντας το κεφάλι του άνοιξε διάπλατα το σπηλαιώδες στόμα του. Το μικρό αγριοκούνελο παρέλυσε από τον τρόμο. Το ερπετό, μόλο που μπορούσε να το κάνει μια χαψιά, παρέμεινε ακίνητο, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Έγινε τότε κάτι παράξενο. Το μικρό ζώο πλησίασε σαν υπνωτισμένο τον όλεθρό του, σιγά σιγά, βήμα βήμα, ωσότου μπήκε στο άντρο της κόλασης. Το τεράστιο στόμα έκλεισε και το κατάπιε.
    Τα συμπεράσματα δικά σας.
  • Επίσης χαρακτηρίστηκε η νουβέλα σας ως “σπουδαίος οδηγός ζωής”. Το επιδιώξατε μέσα από τις δύσκολες στιγμές που ζήσατε μέσα στο δάσος, να μας συμβουλέψετε για τη στάση που πρέπει να κρατάμε σε μεγάλα κοινωνικά θέματα;
    Η απληστία και η αλόγιστη σπατάλη εγκυμονούν πολλά δεινά για την ανθρωπότητα. Βλέπει κανείς παντού ακραία κοινωνικά φαινόμενα. Ακραία φτώχεια, ακραία πείνα. Πλούσιοι που απολαμβάνουν τα πάντα, συχνά με τρόπο επιδεικτικό, και φτωχοί που δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Η ελίτ και ο «πολτός», που αναφέρονται στο βιβλίο. Η τεράστια κοινωνική ανισότητα είναι η μεγάλη μάστιγα της εποχής μας. Η στάση μας πρέπει να είναι εκείνη της διαρκούς επαγρύπνησης, της αμφισβήτησης όσων μας σερβίρουν καθημερινά τα μέσα επικοινωνίας, της μαχητικής στάσης απέναντι σε όσους επιβουλεύονται τις τρείς μεγάλες αξίες μας: την ελευθερία, τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη.
  • «Λένε πως ζωή χωρίς ελευθερία είναι σώμα χωρίς ψυχή». Μία πρόταση μεταξύ άλλων στο διάλογο συλλέκτη και λύκου που πριν ολοκληρώσουμε το βιβλίο σας θα τον δούμε να παίρνει ανθρώπινη μορφή και τότε όλα θα αποκτήσουν διαφορετικό νόημα. Ας μείνουμε στη λέξη “νόημα” για να μιλήσετε για τις σκέψεις που προηγήθηκαν αυτής της έκδοσης.
    Σωστά εστιάζετε στην ελευθερία, που αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία στην εποχή μας. Όπως διαπιστώσατε διαβάζοντας το βιβλίο, η ανελεύθερη δημοκρατία πυροδοτεί μια σειρά δυσάρεστων και επώδυνων εξελίξεων για την ανθρωπότητα. Όσον αφορά τις σκέψεις που προηγήθηκαν της έκδοσης… πάντα ήθελα να γράψω μια πικρή και ταυτόχρονα ειρωνική ιστορία για το τέρας που λέγεται άνθρωπος – και μπορώ να πω ότι η αλληγορία εφάρμοσε γάντι στην πρόθεσή μου αυτή. Παραδίδουμε έναν κόσμο πολύ χειρότερο από αυτόν που παραλάβαμε. Οι επόμενες γενιές έχουν κάθε λόγο να μας μισούν.
  • «Δεν υπάρχει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο που κυκλοφορεί χωρίς να κρύβει μέσα του ένα μικρό η μεγάλο τέρας. Ένα δράκο που κοιμάται. Ένα δράκο που, κάτω απ’ ορισμένες συνθήκες, ξυπνά», γράφετε. Και τι μπορεί να συμβεί όταν ο δράκος που κρύβουμε μέσα μας, ξυπνήσει ένα πρωί…;

Ουαί κι αλλοίμονο σε όσους βρεθούν μπροστά του!

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο κόσμος αυτός βασίζεται στο ψέμα. Και στην υποκρισία. Όλα όσα τον απαρτίζουν συντελούνται στο σκοτάδι ή στο ημίφως. Όσα φτάνουν στην επιφάνεια είναι διαστρεβλωμένα και παραποιημένα τόσο που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Η σοφία της μνήμης, ο χαμαιλέων που λέγεται άνθρωπος, οι δράκοι που κοιμούνται, η ανάγκη για αυτογνωσία, η μετα-αλήθεια και η ανελεύθερη δημοκρατία, η κλεψύδρα του χρόνου, το φως που μένει πάντα αναμμένο, η ζωή χωρίς ελευθερία που γίνεται σώμα χωρίς ψυχή, είναι ορισμένα από τα θέματα που ζητούν απαντήσεις.
Μια πανανθρώπινη ιστορία, ένας φιλοσοφικός δυστοπικός μύθος.

Βιογραφικό
Ο Κώστας Αρκουδέας ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι συντονιστής της Λέσχης Ανάγνωσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Είναι επίσης μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων και της Επιτροπής για συγγραφείς στη Φυλακή του Pen Greece. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1986 τη συλλογή ιστοριών “Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϊ να περιμένει”. Έκτοτε καταπιάστηκε με όλες τις κλιμακώσεις της πρόζας (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι, μικροιστορίες κ.ά.) που αποτυπώθηκαν σε δεκαεννέα συνολικά τίτλους. Εξέδωσε αρχικά τη μίνι τριλογία “Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα” (1987) και το μυθιστόρημα με εγκιβωτισμένα διηγήματα “Το τραγούδι των τροπικών” (1988). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα “Τα κατά Αιγαίον πάθη” (1994), επανέκδοση, 2017, Εκδόσεις Καστανιώτη, “Ποτέ τον ίδιο δρόμο” (1999), “Ο πειρατής” (2003), “Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του” (2004), “Ο αριθμός του Θεού” (2008) και “Παράφορο πάθος” (2013). Εξέδωσε ακόμα τις νουβέλες “Και πρόσεχε να μην πετρώσεις” (1996), “Και τώρα δεν είναι αργά” (2014), τη συλλογή διηγημάτων “Όλες οι μέρες Κυριακή” (2000), το απάνθισμα μικρών κειμένων “Τα σιγκλάκια” (2010) το παραμύθι “Η πολύχρωμη σβούρα” (2013). Τα τελευταία του βιβλία και το λογοτεχνικό χρονικό “Το χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία” (2015), “Επικίνδυνοι συγγραφείς» (2019), «Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες» (2021) κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.