Συγγραφέας του βιβλίου «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά» (εκδόσεις Μεταίχμιο)

Η παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Κατσουλάρη στο Αγρίνιο θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 01/03, στις 7 μ.μ., στην Παλαιά Δημοτική Αγορά (Σκαλτσοδήμου 9).

Ένας φιλόλογος ο οποίος αναζητά εξιλέωση κι ένας μαθητής ιδιαίτερος και χαρισματικός, που όμως είναι άφαντος. Αυτοί είναι οι δυο ήρωες του Κώστα Κατσουλάρη στο νέο του βιβλίο «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά», που θα μας προβληματίσουν αρκετά, καθώς η εξαφάνιση του παιδιού, αλβανικής καταγωγής, συμπίπτει χρονικά με τα δραματικά γεγονότα που όλοι παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα πριν έξι χρόνια, τότε που η κοινωνική βία σε βάρος μεταναστών πήρε τεράστιες διαστάσεις και είχε τραγικά αποτελέσματα. Αυτό που θέλει να μείνει στους αναγνώστες του βιβλίου του, όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας, είναι πως «… η ζωή είναι γεμάτη “δεύτερες ευκαιρίες”, αρκεί να τις βλέπουμε και να έχουμε τη δύναμη να τις αρπάξουμε».

H σχολική χρονιά ξεκινά και ο Αθανάσιος (Νάσος) Γκέτσος από τον Κολωνό, ο πιο χαρισματικός μαθητής του γυμνασίου, δεν εμφανίζεται την πρώτη μέρα στο λύκειο. Και κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία σας. Βάλτε μας στον κόσμο των πρωταγωνιστών σας.


Είμαστε στο φθινόπωρο του 2013, λίγο μετά τον φόνο του Φύσσα στο Κερατσίνι και τις δολοφονίες των μελών της ναζιστικής οργάνωσης στο Νέο Ηράκλειο, έναν μήνα μετά. Έχει προηγηθεί ένα «ματωμένο» καλοκαίρι, με μαχαιρώματα, λιντσαρίσματα, τραυματισμούς, όταν στους δρόμους της Αττικής λάμβανε χώρα ένα κυνήγι μεταναστών ή άλλων «στόχων» από τα μέλη της οργάνωσης. Είναι μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης και κοινωνικής βίας (και μάλιστα, όπως είπατε, στον Κολωνό, την περιοχή της Αθήνας στην οποία η ΧΑ έλαβε το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό) που εξαφανίζεται ο Νάσος, κλονίζοντας συθέμελα τον ήρωά μας. Στο μεταξύ, η εμμονή του με τον εξαφανισμένο μαθητή και οι σπασμωδικές κινήσεις του προκαλούν καχυποψία στο σχολείο και στην οικογένεια του παιδιού. Βρίσκεται στριμωγμένος από παντού. Κάπως έτσι ξεκινάει αυτή η ιστορία, καθώς απλώνεται ταυτόχρονα σε «πολλές βοσκές», για να χρησιμοποιήσω μια ομηρική έκφραση…

Χρησιμοποιώ το ερώτημα που θέτετε στο βιβλίο: «Τι μπορεί να έκανε ένα παιδί σαν κι αυτόν –που διακρινόταν σε ό,τι κι αν επέλεγε–, να αφήσει το σχολείο; Να αυτοακρωτηριαστεί με τον χειρότερο τρόπο;»


Είναι προφανώς ένα κρίσιμο ερώτημα. Μια απάντηση σε αυτό, αν υπάρχει, προκύπτει από την ανάγνωση του μυθιστορήματος. Είναι συνδυασμός γεγονότων του παρελθόντος, ιδιοσυγκρασίας, συγκυριών, ατυχιών και βέβαια πρόδηλων αλλά και ανεπίγνωστων επιθυμιών του παιδιού… Και ποιος ξέρει τι άλλο. Όπως στη ζωή, δηλαδή.

Αργύρης Σταυρινός, ο φιλόλογος με τον οποίο ο Νάσος μοιραζόταν τη μεγάλη του αγάπη για την Ιλιάδα. Οι δυο τους αναλύουν τους στίχους του έπους, προβληματίζονται και αναζητούν τις βαθύτερες έννοιες που κρύβονται στις ομηρικές λέξεις. Πώς δομήσατε τον χαρακτήρα του εκπαιδευτικού;


Ξεκίνησα από μια πληγή, από μια απώλεια. Κι άρχισα να χτίζω πάνω σε αυτήν τη μαύρη τρύπα, σε αυτό το σκοτεινό σημείο, «εκείνο το πικρό κουκούτσι στο κέντρο του στήθους του», όπως λέει ο ίδιος. Καμιά φορά στη ζωή, μια στιγμή μπορεί να στιγματίσει όλη μας την ύπαρξη, και με μια έννοια να τη συμπυκνώσει. Μια τέτοια στιγμή έχει καθορίσει και τον φιλόλογο ήρωά μου, ο οποίος αναζητά εξιλέωση, μια δεύτερη ευκαιρία, που πιστεύει ότι του προσφέρεται.

Ο καθηγητής υποχρεώνεται σε απολογία και ίσως σε βάρος του διενεργηθεί και πειθαρχικός έλεγχος. Γιατί είναι κακό, άραγε, να μιλούν ένας καθηγητής κι ένας μαθητής για την Ιλιάδα; Να ανταλλάσσουν απόψεις για το αν το έπος του Ομήρου τελειώνει με την πτώση της Τροίας ή την εκεχειρία; Να αναλύουν τα ποιήματα του Σεφέρη;


Έτσι όπως τα περιγράφετε, πράγματι, δεν υπάρχει τίποτε κακό. Αλλά συχνά στη ζωή πολλά κρίνονται όχι από αυτό που είναι αλλά από αυτό που φαίνεται. Κι εδώ συμβαίνει κάτι επιπλέον: ο ήρωας, ο φιλόλογος, δεν δείχνει μεγάλη σπουδή να ξεδιαλύνει την παρεξήγηση όταν αυτή φουντώνει γύρω του. Γιατί, αυτή η άρνηση να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Ίσως επειδή αυτό που βιώνει είναι και για εκείνον τόσο έντονο (για λόγους, που όπως είπα και νωρίτερα, θα κατανοήσει ο αναγνώστης στην πορεία) που δεν θέλει να το «μειώσει», προτιμά να σιωπά αντί να εξηγεί; Ίσως επειδή βαθιά μέσα του επιδιώκει να τιμωρηθεί, όπως του λέει κάποια στιγμή ο μικρός; Αυτές είναι κάποιες σκέψεις, οι αναγνώστες θα κάνουν τις δικές τους, είμαι βέβαιος.

Ο πρωτοδίκης Ευάγγελος Μάντζος στην εξέταση του φιλολόγου ρώτησε ευθέως: «Υπάρχει κάτι στη σχέση σας με τον νεαρό Αθανάσιο Γκέτσο που θα μπορούσε να εκληφθεί ως ανάρμοστο;». Αλήθεια υπάρχει;


Είναι ένα ερώτημα πιο περίπλοκο απ’ ό,τι ίσως φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Υπάρχουν ανάρμοστα συναισθήματα ή μονάχα ανάρμοστα λόγια ή πρακτικές; Μπορεί να έχω μια άποψη, αλλά γιατί να την επιβάλω στους άλλους; Ως τι; Ως αυθεντία; Κι εμείς οι συγγραφείς, άλλωστε, έχουμε περιορισμένη ορατότητα σε αυτά που πραγματικά συμβαίνουν στα βιβλία μας. Μιλάω για το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων, τα δεύτερα και τα τρίτα επίπεδα. Το αφήνω κι αυτό στους αναγνώστες, που είναι πάντα τόσο γενναιόδωροι στις ερμηνείες.

«Αλβανός είναι το παιδί;» τον ρωτά επίσης για να πάρει την απάντηση «το παιδί είναι Έλληνας από τη Βόρειο Ήπειρο». «Κατάλαβα, κατάλαβα, Έλλην εξ Αλβανίας, …έχει τη σημασία του κι αυτό…». Πιστεύετε πως οι αναγνώστες σας θα συμφωνήσουν μαζί του ή θα ενδιαφερθούν για το γεγονός πως αυτό το παιδί πήρε το χάλκινο μετάλλιο στη Βαλκανική Μαθηματική Ολυμπιάδα;


Υποθέτω ότι δεν θα έχουν όλοι οι αναγνώστες μου την ίδια αντίδραση. Καθένας μας έχει τις προκαταλήψεις του, τις ιδέες του, τις εμπειρίες του. Αυτό που συνειδητά προσπαθώ, ως συγγραφέας που σέβεται τους αναγνώστες του, είναι να μην τους ποδηγετώ, να μην τους λέω τι πρέπει να σκέφτονται ή να αισθάνονται όταν διαβάζουν το βιβλίο μου. Αλλά ούτε και θέλω να τα κάνω όλα εύκολα γι’ αυτούς, ακριβώς επειδή τους σέβομαι.

Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν ο Νάσος δεν ζούσε στον Κολωνό αλλά στην Κηφισιά και οι γονείς του δεν έρχονταν από την Αλβανία αλλά από τη Γαλλία ας πούμε;


Πολύ διαφορετικά, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όλα αυτά δεν είναι ντεκόρ, είναι η ουσία ενός χαρακτήρα. Η κοινωνική μας τάξη, η καταγωγή μας, το ποιοι ήταν οι γονείς μας, τα παιδικά μας χρόνια, η γειτονιά όπου μεγαλώνουμε, όλα αυτά μας καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μένει πάντοτε όμως ένα υπόλοιπο απροσδιοριστίας, η ικανότητα κάθε ανθρώπου να κάνει την έκπληξη, να υπερβεί τα όριά του, τους ορίζοντες που του έθεσε η πρότερη ζωή του. Ο νεαρός ήρωάς μου είναι μια τέτοια περίπτωση, είναι παιδί ιδιαίτερο και χαρισματικό, για το καλό και για το κακό.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο σ’ εμάς τους Έλληνες να αποδεχτούμε πως ένας Αλβανός μπορεί να είναι άριστος μαθητής, να γνωρίζει την Οδύσσεια και την Ιλιάδα της επόμενης σχολικής χρονιάς και ικανός να διακριθεί σε μαθηματικούς αγώνες; Ή πιο απλά να είναι καλύτερος μαθητής από το δικό μας παιδί;


Μήπως δεν μας είναι πια τόσο δύσκολο; Τα πράγματα έχουν ωριμάσει, πιστεύω· η συμβίωση αυτή, ειδικά με τους Αλβανούς που ζουν στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες πλέον, έχει σε μεγάλο βαθμό εξομαλυνθεί. Τα στερεότυπα, όπως και οι ιστορικές μνήμες, δεν αλλάζουν εύκολα, είναι μια διαρκής επαναδιαπραγμάτευση, που οφείλουμε να κάνουμε, ελεύθερα, ο καθένας μπροστά στον καθρέφτη του, χωρίς καταναγκασμούς. Να κάτι ακόμα που θα ήθελα να προκαλεί το βιβλίο μου στον αναγνώστη του, πέρα από να τον κάνει να «ζήσει» μια, ελπίζω, ενδιαφέρουσα και καλά ειπωμένη ιστορία.

Η ιστορία σας διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή κατά την οποία στην Αθήνα η κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με τις αιματηρές ρατσιστικές επιθέσεις, τις συγκρούσεις των νεοναζιστών με τους αντιεξουσιαστές και στα ελληνικά νησιά συρρέουν πρόσφυγες. Σύγχρονα κεφάλαια της ελληνικής πραγματικότητας που διχάζουν την κοινή γνώμη. Λέτε να διχάσουν και τους αναγνώστες σας; Τι θα θέλατε να κρατήσουν από αυτό το βιβλίο;


Φαντάζομαι πως κάποια θέματα ίσως διχάσουν κάποιους βιαστικούς αναγνώστες. Είμαι όμως πεπεισμένος ότι αν κανείς διαβάσει απερίσπαστος και ανεπηρέαστος το βιβλίο μου, χωρίς «έτοιμες ιδέες» στο μυαλό του, δεν θα βρει κάτι εκεί μέσα με το οποίο «να διαφωνήσει», γιατί το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που δεν σου επιτρέπει να διαφωνήσεις. Δεν σε βάζει απέναντι, εκτός αν έχεις επιλέξει να είσαι εκ προοιμίου «απέναντι». Περισσότερο σε προσκαλεί να αισθανθείς, να συναισθανθείς, να επιθυμήσεις να καταλάβεις τι συμβαίνει γύρω σου. Δεν γράφω για να καταθέσω τις απόψεις μου, δεν πιστεύω ότι οι απόψεις μου έχουν μεγάλη σημασία. Αυτό που θα ήθελα να μείνει στους αναγνώστες μου, αλλά ως βίωμα, όχι ως «ιδέα», είναι ότι η αγάπη είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, κι ότι για τους ζωντανούς τίποτε δεν τελειώνει οριστικά, η ζωή είναι γεμάτη «δεύτερες ευκαιρίες», αρκεί να τις βλέπουμε και να έχουμε τη δύναμη να τις αρπάξουμε.

Σίγουρα κάποιοι ανάμεσά τους δεν θα ενδιαφερθούν για την ανησυχία και το ερώτημα του Νάσου «γιατί ο Όμηρος χρησιμοποιεί δύο ονόματα Αλέξανδρος και Πάρις για το ίδιο πρόσωπο», αλλά γιατί ίσως παρατηρήσουν μια ξενική προφορά στην ομιλία του που αντιπαθούν. Τι τους απαντάτε;


Να μην είναι βιαστικοί. Να πλησιάσουν πιο κοντά. Να κοιτάξουν καλύτερα. Και τότε κι αυτοί θα δουν αυτό που είναι εκεί, το ανθρώπινο πρόσωπο.

Ένα βιβλίο στις σελίδες του οποίου κρύβονται πολλά αντιρατσιστικά μηνύματα που ελπίζω και εύχομαι να εισπράξουν οι αναγνώστες σας. Αυτός ήταν ο σκοπός σας όταν ξεκινούσατε το γράψιμο;


Δεν ήταν στους σκοπούς μου να γράψω ένα βιβλίο με «μηνύματα», με την έννοια που τα αντιλαμβανόμαστε συνήθως. Βομβαρδιζόμαστε από μηνύματα, δεν θα ήθελα να προσθέσω μερικά ακόμα στον γενικό «θόρυβο». Τα μηνύματα δεν πείθουν κανέναν, ίσα ίσα κάνουν αυτόν που έχει διαφορετική άποψη να τοποθετείται απέναντι, να μην σε ακούει. Από την άλλη, έχετε δίκιο, γιατί κάθε φιλόδοξο μυθιστόρημα είναι με τον τρόπο του «αντιρατσιστικό», με την ευρεία έννοια, καθώς σε καλεί να δεις το αληθινό πρόσωπο του άλλου, είτε αυτός έχει διαφορετικό χρώμα και συνήθειες, είτε έχει άλλο φύλο, άλλη θρησκεία, άλλες ερωτικές προτιμήσεις κ.ο.κ. Όλα τα μυθιστορήματα, από καταβολής του είδους, με αυτά τα θέματα καταγίνονται, με τον βαθύτερο φόβο μας για το «ξενικό» – άλλοτε πιο φανερά άλλοτε πιο αλληγορικά. Το κρίσιμο ζήτημα για μένα είναι να μην λες στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν ή να σκεφτούν, αλλά το καλό να κατακάθεται μέσα σου με το κλείσιμο του βιβλίου, να επιβάλλεται αβίαστα, ως η πολυτιμότερη επιλογή.

Αργύρης Σταυρινός και Νάσος Γκέτσος λατρεύουν την Ιλιάδα και ζουν μέσα από τους στίχους της. Ποια είναι, όμως, η σχέση του ανθρώπου που τους εμπνεύστηκε και τους έκανε πρωταγωνιστές στο βιβλίο του με το συγκεκριμένο ομηρικό έπος;


Η σχέση μου με το Έπος μοιάζει κάπως με τη σχέση των ηρώων μου με αυτό. Τη χαρακτηρίζει η εμμονή, η υπερβολή, η προσήλωση. Ίσως με τον καιρό καταλαγιάσει αυτό το πάθος, όσο απομακρύνομαι χρονικά από τη συγγραφή του βιβλίου μου.

Στο σημείωμά σας μετά τον επίλογο αναφέρετε πως “από τη σύλληψή του, αυτό το μυθιστόρημα χρωστάει πολλά στη σκέψη και το έργο του Δ.Ν. Μαρωνίτη”. Θέλετε να μας εξηγήσετε;


Ο Μαρωνίτης υπήρξε σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων, και ειδικά σε ό,τι αφορά την «ομηρολογία» ήταν κι ένας από τους κορυφαίους που διαθέτουμε. Οι μεταφράσεις του των Επών συνιστούν κάποιου είδους τομή και προσφορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι οι «καλύτερες» ή κάτι τέτοιο. Ομοίως, η φιλολογική του δουλειά σχετικά με τα Έπη είναι σημαντική και ξεχωριστή. Δύσκολα μπορείς να τον προσπεράσεις, αν ασχοληθείς με αυτά. Στην περίπτωσή μου, υπάρχει και μια πιο προσωπική ιστορία, εξού και οι ιδιαίτερες ευχαριστίες, αλλά οι προσωπικές ιστορίες καλό είναι να παραμένουν τέτοιες.

Έχετε σκεφθεί τη θεματολογία του επόμενου βιβλίου σας;


Έχω σκεφτεί πολλά και διάφορα, τίποτε όμως που να έχει νόημα να ειπωθεί σε αυτήν τη φάση.
Σας ευχαριστώ για τις πολύ ερεθιστικές ερωτήσεις.