Συγγραφέας του βιβλίου «Μέχρι που πιάσαμε λιμάνι» – Εκδόσεις «Πηγή»

Από τη Θεσσαλονίκη, η Μαρία Γιαννακίδου βρέθηκε φοιτήτρια στο νησί των Φαιάκων και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ο Βαρδάρης που άφησε, ο Ζέφυρος που την υποδέχτηκε και ο Αίολος, με τον ασκό του είναι οι τρεις άνεμοι που την ενέπνευσαν για να δώσει τα ονόματά τους στα κεφάλαια του βιβλίου της. Με τη φρεσκάδα της ηλικίας της κατέγραψε όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα των τελευταίων χρόνων στις σελίδες του, πλημμυρίζοντας τον αναγνώστη με αισιοδοξία. Όπως λέει στο Vivlio–life η συγγραφέας, αυτό που θέλει να κρατήσουμε από την πρώτη της συγγραφική δουλειά είναι: «Να αγαπάμε, να θυμόμαστε, να συγχωρούμε, να αγκαλιάζουμε και να ακούμε πρώτα τους εαυτούς μας και μετά τους γύρω μας. Να μην σταματάμε να ελπίζουμε για τις καλύτερες μέρες και να εκτιμάμε κάθε πρωί από την αρχή τον ήλιο που φωτίζει τον δρόμο μας».

Πόσο ευχάριστο είναι, αλήθεια, να συνομιλείς με μια δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια για το πρώτο της βιβλίο… Εσείς; Πώς αισθανθήκατε όταν είδατε τυπωμένες τις σκέψεις σας;
Αισθάνθηκα μια πληρότητα. Ενθουσιασμό και περηφάνια. Δεν γίνεται να περιγράψεις με λόγια το συναίσθημα της εκπλήρωσης ενός στόχου, ενός μακροχρόνιου στόχου. Περίμενα χρόνια αυτή τη στιγμή και όταν έφτασε δεν μπορούσα με τίποτα να κρύψω το χαμόγελό μου. Είναι όμορφο να θέτουμε στόχους και μάλιστα υψηλούς. Η διαδικασία και μόνο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, πιστεύω πως έχει τη δύναμη να μας αλλάξει -ή έστω να μας επηρεάσει θετικά.

«Μέχρι που πιάσαμε λιμάνι», λοιπόν. Μιλήστε μας για τον ιδιαίτερο τίτλο του βιβλίου σας.
Το όμορφο λιμάνι της Κέρκυρας. Γιατί εκτός από το βιβλίο, περίμενα καιρό την άφιξη μου στο νησί, την εισαγωγή μου στη σχολή. Φαίνεται και στις σελίδες άλλωστε, «Βαρδάρης» και «Ζέφυρος» με στριφογυρνούν καιρό τώρα. Για άλλους το «λιμάνι» είναι διέξοδος, για άλλους στόχος, για κάποιους φυλακή και για άλλους ένας άνθρωπος αγαπημένος. Στην προκειμένη, αποτελεί για μένα ένα συνονθύλευμα σκέψεων και συναισθημάτων.

Να υποθέσουμε πως η φετινή περίεργη φοίτηση στα πανεπιστήμια και ο εγκλεισμός ήταν ένας από τους λόγους που σας οδήγησε στη συγγραφή;
Γράφω από μικρή ηλικία. Ωστόσο, η κατάσταση και η γενικότερη ατμόσφαιρα, την οποία συντόμως θα χαρακτηρίσω καινούργια και ασυνήθιστη, ώθησε το χέρι μου να καταγράψει αυτά που οι υπόλοιπες αισθήσεις προσπαθούσαν -και ακόμη προσπαθούν- να καταλάβουν.

«Ελεύθεροι στοχασμοί για τη ζωή, το πάθος και την αλλαγή», διαβάζω στο εξώφυλλο. Ποιες είναι οι σκέψεις ενός τόσο νέου ανθρώπου για τις τρεις αυτές λέξεις;
Η Αλλαγή συνδέεται με την έμπνευση. Από την αλλαγή ποτού, στην αλλαγή σπιτιού ως και την αλλαγή της συνολικής συμπεριφοράς της κοινωνίας, κρύβεται ένα «γιατί;». Το Πάθος, τουλάχιστον προσωπικά, είναι η αστείρευτη πηγή και το κίνητρο για το «ένα βήμα παραπάνω». Κάποιες μέρες, ακόμη και για το «βήμα». Η Ζωή χτίζεται πάνω στην αλλαγή και το πάθος. Το να ζεις, ζωντανός τη δική σου ζωή είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα, άλλωστε.

Στο βιογραφικό σας αναφέρετε πως από μικρή ηλικία σας άρεσε να καταγράφετε τις σκέψεις σας. Ποιος ήταν ο πρώτος προβληματισμός ή σκέψη που σας έκανε να αισθανθείτε την ανάγκη να καταγράψετε;
Έπρεπε να γράψω, έτσι το έβλεπα κι έτσι το βλέπω ακόμη. Χωρίς να είμαι απαραίτητα σίγουρη, αν το σύνολο των σκέψεών μου θα δημοσιεύονταν στο μέλλον, ένιωθα και νιώθω γεμάτη κάθε φορά που γίνονται λέξεις, που διοχετεύονται σε χαρτί και γίνονται απτές οι σκέψεις. Βέβαια, στην εφηβεία – οπότε και γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος των κείμενων μου- υπήρξαν στιγμές που ήταν ανάγκη να μιλήσω με τρόπο που θα χωρούσε όλα τα έντονα συναισθήματα χωρίς φωνές και βία. Υπάρχει καλύτερος τρόπος έκφρασης από την τέχνη;

Βαρδάρης – Ζέφυρος – Αίολος. Τρεις άνεμοι, τρεις τίτλοι κεφαλαίων. Μιλήστε μας για την επιλογή αυτή και τι βρίσκουμε στα αντίστοιχα κεφάλαια.
Ο «Βαρδάρης» είναι η πολύχρονη και πολύχρωμη επιρροή από την πόλη μου, την Θεσσαλονίκη. Ο «Ζέφυρος» συμβολίζει το καινούργιο μου ταξίδι στο Ιόνιο, στην Κέρκυρα. Τέλος ο «Αίολος», ο βασιλιάς των ανέμων, έρχεται μετά από δύο κεφάλαια, δύο έντονα και διαφορετικά ταξίδια να καταλαγιάσει τα συναισθήματα και να αγκαλιάσει μεστωμένες πια τις σκέψεις μου στο ασκί του.

Κάθε κεφάλαιο το έχετε προσεγγίσει με ιδιαίτερη ευαισθησία αλλά συγχρόνως δίνετε και τροφή για προβληματισμό στον αναγνώστη. Αν θέλατε κάτι να κρατήσουμε από την πρώτη σας συγγραφική δουλειά, ποιο θα ήταν αυτό;
Να αγαπάμε, να θυμόμαστε, να συγχωρούμε, να αγκαλιάζουμε και να ακούμε πρώτα τους εαυτούς μας και μετά τους γύρω μας. Να μην σταματάμε να ελπίζουμε για τις καλύτερες μέρες και να εκτιμάμε κάθε πρωί από την αρχή τον ήλιο που φωτίζει τον δρόμο μας. Εφόσον γνωρίσουμε εμάς τους ίδιους, θα είμαστε έτοιμοι να γνωρίσουμε και τους συνανθρώπους μας. Η αισιοδοξία, τότε, δεν θα εκπέμπεται μόνο από ένα αποκύημα τέχνης, μα θα αποτελεί στάση και τρόπο ζωής.

Μιλώντας για ευαισθησία ας μείνουμε στην πρότασή σας: «Όταν η σιωπή γεμίζει τον χώρο, ζωντανεύουν τα συναισθήματα… Αυξάνονται ή εξαντλούνται, καθοριζόμενα πάντα από τη σιωπή. Η σιωπή έχει φωνή», γράφετε στο κεφάλαιο Silence. Βάλτε μας στη σκέψη σας.
«Η σιωπή έχει φωνή». Όσο κι αν με γοητεύουν οι λέξεις, υποστηρίζω βαθιά την αξία της σιωπής. Δεν χρειάζονται πάντα οι λέξεις για να περάσει το μήνυμα από πομπό σε δέκτη. Αρκεί να ξέρουμε να ακούμε κι ας μοιάζει όλο αυτό κάπως οξύμωρο.

Στο κεφάλαιο «Φόβος» γνωρίζουμε το νέο σας σλόγκαν: «συναισθηματικός φόβος» και προβληματιζόμαστε με τι τρεις τελευταίες λέγεις: Φοβάμαι τον φόβο. Αντιπροσωπεύει και την αλήθεια αυτό που γράφετε;
Πιστεύω πολύ στην εσωτερική δύναμη των ανθρώπων. Ο ίδιος εαυτός που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, είναι δυνατόν να πέσει «θύμα» των φόβων που ο ίδιος δημιουργεί. Ένας φαύλος κύκλος που διακόπτεται συχνά όταν νικάμε τους «δαίμονες» μας. Κάπου εκεί είμαι κι εγώ, κάπου εκεί βρίσκεται και η αλήθεια μου.

Ένας επίσης ιδιαίτερος τίτλος είναι: «Το δικό μου παλτό σου» με αρκετές γαλλικές λέξεις. Και είναι, ίσως, το μοναδικό που έχει λίγο από το άρωμα του έρωτα. Γιατί δε δώσατε σ’ αυτό το υπέροχο συναίσθημα περισσότερο χώρο και χρόνο;
Με γοητεύει η δύναμη του έρωτα και πιστεύω ότι υπάρχουν στοιχεία του σε αρκετά κείμενά μου. Επιθυμώ να μην “ονομάσω” αυτά τα σημεία, καθώς ο έρωτας, όπως διαφορετικά εμφανίζεται για τον καθένα, ξεχωριστά μεταφράζεται μέσα στις λέξεις και τα νοήματα. Όπως και να ‘χει όμως, ο χρόνος που έπεται ελπίζω να μου χαρίσει περισσότερο χώρο για να εκφράσω τον θαυμασμό μου, τόσο για τον έρωτα, όσο και για τη γαλλική κουλτούρα, που συχνά τείνουν να “αγκαλιάζονται”.

Στα 19 σας χρόνια κρατήσατε το πρώτο σας βιβλίο. Πόσο πιθανό είναι να σας δούμε και συγγραφέα ενός μυθιστορήματος στη συνέχεια;
Εκπλήσσω και μένα συχνά, οπότε ποιος ξέρει;

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Θυμάσαι ένα πρωί που ξύπνησες και αντί ν’ ακολουθήσεις την πρωινή ρουτίνα, εσύ κοιτάχτηκες στον καθρέφτη και σκέφτηκες «τι συμβαίνει»; Ή εκείνη τη φορά που επέστρεφες από τη δουλειά κι αντί να ακολουθήσεις τη γνωστή μονότονη διαδρομή του λεωφορείου εσύ επέλεξες µια βόλτα µε τα πόδια; Όχι. Πού να θυμάσαι. Άνθρωπε, αφιέρωσες χρόνο για το «έξω» σου, και το «μέσα» σου τ’ άφησες στ’ ανείπωτα του χρόνου. Κι ο χρόνος πέρασε. Πέρασε κι η μέρα και έφτασε η νύχτα… Όσο σκεφτόμουν όλα αυτά και τα ’γραφα µε φύσαγε Βαρδάρης, Σαλονικιός άνεμος. Με όση δύναμη είχε, µε έστειλε στην Κέρκυρα, όπου ο γλυκός Ζέφυρος µε γαλήνεψε.
Πόσο αντέχει ο άνθρωπος να τον φυσάνε άνεμοι από δω κι από εκεί, όμως; Κάπου εκεί, λοιπόν, γνώρισα τον Αίολο. Δάμασα τις σκέψεις µου κρατώντας σφιχτά τ’ ασκί του. Είδα το «σύμπαν», γεύτηκα τον «φόβο», άκουσα τη «σιωπή». Η «μπόρα» που ακολούθησε ξέπλυνε τα λόγια µου και τα ’κανε βιβλίο.

Βιογραφικό

H Μαρία Γιαννακίδου, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και έζησε 19 χρόνια. Πλέον, κατοικεί στην Κέρκυρα και σπουδάζει στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Από μικρή ηλικία της άρεσε να καταγράφει τις σκέψεις της. Στη συνέχεια, αυτό το χόμπι μεταφράστηκε σε συγγραφή βιβλίου.