Συγγραφέας του βιβλίου «Εφήμερος» – Εκδόσεις Καστανιώτη
Η Μαρίλη Μαργωμένου εργάστηκε είκοσι πέντε χρόνια ως δημοσιογράφος και οι ανάγκες του ρεπορτάζ την έφεραν αρκετές φορές κοντά σε πολλά, διαφορετικά, μεγάλα ακόμη και συγκλονιστικά γεγονότα, όπως ήταν η δίκη της τρομοκρατικής οργάνωσης 17Ν. Με την τρομοκρατία καταπιάνεται και στο μυθιστόρημά της «Εφήμερος». Αντάρτες Πόλης είναι η οργάνωση που πρωταγωνιστεί αλλά τα μέλη της σκέφτονται και δρουν διαφορετικά και δεν έχουν καμιά σχέση με τους τρομοκράτες που έδρασαν κατά καιρούς στην Ελλάδα. Όπως διευκρινίζει στο Vivlio-life για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας η συγγραφέας «δεν είναι εκτελεστές, δεν μισούν κανέναν. Αυτό που θέλουν είναι να ταράξουν το σύμπαν, να ξυπνήσουν τον κόσμο, να μας κάνουν να δούμε πιο καθαρά αυτό που ζούμε, μήπως και καταφέρουμε να το αλλάξουμε». Τον κόσμο θέλει να αλλάξει και ο Λεωνίδας, ο δόκιμος δημοσιογράφος που αμέσως συμπαθούμε ως αναγνώστες (ίσως λίγο περισσότερο όσοι κάποτε υπήρξαμε δόκιμοι δημοσιογράφοι).
- Λεωνίδας Δρακόμαλλος. Ένας δόκιμος δημοσιογράφος σε εφημερίδα της πλατείας Συντάγματος. «Είναι νέος και θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο», γράφετε. Πώς είναι ο κόσμος μέσα από τα μάτια του ώστε να επιθυμεί την αλλαγή του;
Φαντάζομαι θα θυμάστε κι εσείς εκείνη την εποχή που ήμασταν ακόμα 20 χρονών. Βγαίνεις απ’ το πατρικό σου πρώτη φορά και συνειδητοποιείς πως ο κόσμος είναι κάτι ξένο, που το έφτιαξαν οι άλλοι χωρίς να λάβουν υπόψιν τίποτε δικό σου. Δεν ξέρεις τι σου φταίει, ίσως είναι που δε χωράς στο κουτάκι που έχει ετοιμάσει για σένα η προηγούμενη γενιά: ένα έδρανο στη σχολή, ένα γραφείο στην εφημερίδα, ένα κρεβάτι στο σπίτι των γονιών σου. Ή μπορεί να φταίει που δεν ξέρεις ακόμα τι τίμημα έχει το να ζητάς έναν κόσμο στα μέτρα σου, φρέσκο σαν τα νιάτα σου και δίκαιο, όπως οι ιδέες στο μυαλό σου.
Ο Λεωνίδας βλέπει τον κόσμο όπως ακριβώς ήταν το 1999 – βλέπει τη διαφθορά και το νεοπλουτισμό, τους αναγνώστες που παίρνουν εφημερίδα για να μαζέψουν κουπόνια, τη φούσκα του Χρηματιστηρίου που μεγαλώνει, τους ανθρώπους που νοιάζονται μόνο για την τσέπη τους. Βλέπει ό,τι βλέπαμε κι εμείς τότε. Και μέσα στην παραζάλη της νιότης, νομίζει πως όλ’ αυτά μπορεί να τα αλλάξει, απλώς και μόνο επειδή το θέλει. - Ήταν μόνο τα δικά σας είκοσι πέντε χρόνια στη δημοσιογραφία, εκείνα που σας επηρέασαν ώστε να δώσετε την ιδιότητα του δημοσιογράφου στον κεντρικό σας ήρωα;
Είναι πιο εύκολο να γράφεις για κάτι που το έχεις ζήσει – αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ο δημοσιογράφος σ’ ένα βιβλίο λειτουργεί ως πολυεργαλείο. Μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της πλοκής με τρόπο που ένας δικηγόρος, ας πούμε, ή ένας μηχανικός, δε θα μπορούσε. Το ρεπορτάζ μπορεί να τον στείλει οπουδήποτε, τα ωράριά του είναι άστατα, γνωρίζει πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους από κάθε κοινωνική τάξη, κυκλοφορεί παντού – από το Μέγαρο Μαξίμου μέχρι τη χωματερή του Ασπρόπυργου – και μπορεί πάντα να διατηρεί την αυταπάτη πως μ’ αυτά που θα γράψει, θ’ αλλάξει τον κόσμο. Είναι μια ζωή που σου εξασφαλίζει πως κάθε μέρα θα είναι διαφορετική, και δε θα βαρεθείς ποτέ. Τώρα που το σκέφτομαι, περίπου οι ίδιοι παράγοντες που έκαναν δημοσιογράφο τον κεντρικό μου ήρωα, ήταν αυτοί που έκαναν κι εμένα δημοσιογράφο πριν από τριάντα χρόνια. - “Εφήμερος”. Είμαι σίγουρη πως οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι που παρακολουθούν τη συγγραφική σας πορεία αναρωτιούνται για τον ιδιαίτερο τίτλο της εφημερίδας που αποτελεί και κεντρικό τίτλο του βιβλίου σας. Πώς καταλήξατε σ’ αυτή την επιλογή;
Με οδήγησε εκεί ο χαρακτήρας του εκδότη του «Εφήμερου», του Θωμά Νέαρχου, που είναι ένας τύπος με παράξενο χιούμορ και κάπως τρελές ιδέες. Αυτός βάφτισε την εφημερίδα του έτσι, γιατί δε θα μπορούσε να δεχτεί έναν πιο συμβατικό τίτλο. Στην πορεία της συγγραφής, και καθώς οι ήρωες βιώνουν μια αντίφαση –έχουν στο μυαλό τους το αιώνιο καθώς θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ζουν το εφήμερο, την καθημερινότητα και τη φθορά – το όνομα της εφημερίδας, έγινε τίτλος του βιβλίου. - Τοποθετήσατε την ιστορία σας στην Αθήνα του 1999, λίγο πριν το Μιλένιουμ. Προφανώς είχατε τους λόγους σας…
Το 1999 ήταν σημείο καμπής. Είναι το τέρμα της αθωότητας της δεκαετίας του ΄90, εκεί που ξεκίνησε η μεγάλη κατηφόρα, αυτή που μας ξέβρασε στην οικονομική κρίση του 2010. Τότε έμοιαζαν όλα πιθανά: θα μπαίναμε στο ευρώ, θα κάναμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα πλουτίζαμε απ’ το Χρηματιστήριο, θα ζούσαμε κάθε χρόνο καλύτερα απ’ τον προηγούμενο. Κι όποιος έβλεπε την υπερβολή σ’ όλ’ αυτά, όπως οι ήρωες του βιβλίου, δεν τολμούσε καν να το πει, γιατί οι άλλοι τον αντιμετώπιζαν περίπου σαν τον τρελό του χωριού.. - Δεν ήταν και λίγα τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ελλάδα τα χρόνια που ήσασταν στη μαχόμενη δημοσιογραφία. Καλύψατε ως ρεπόρτερ κάποιο από αυτά;
Τα χτυπήματα, όχι – αυτά τα αναλάμβανε το αστυνομικό ρεπορτάζ του Βήματος. Στην εξάρθρωση και τη δίκη της 17Ν, βέβαια, επιστρατευθήκαμε όλοι. Ήταν κάπως φοβερό να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους στο εδώλιο, και να ξέρεις πως είναι υπεύθυνοι για τόσο πόνο. Το Βήμα, ξέρετε, ήταν διακόσια μέτρα μακριά απ’ την Καραγεώργη Σερβίας. Περνούσες κάθε μέρα απ’ τη συμβολή της με τη Βουλής, και σου ερχόταν αυτόματα στο μυαλό η εικόνα του Θάνου Αξαρλιάν στα πλακάκια του πεζοδρομίου. Ακόμα και τώρα, τριάντα χρόνια μετά, θυμάμαι πολύ καθαρά το πάγωμα στο γραφείο μετά από κάθε χτύπημα της 17Ν. Το σοκ το πρωί που σκότωσαν τον Βρανόπουλο και τον οδηγό του στη μέση της Σόλωνος. Ή εκείνο το απόγευμα που χτύπησε η 17Ν με ρουκέτα το Mega… - Οι διάλογοι μεταξύ εκδότη – συντάκτη – διευθυντή δεν είναι καθόλου άγνωστοι σε εκείνους που υπηρέτησαν τη δημοσιογραφία την εποχή που πραγματεύεστε. Είναι πραγματικοί κάποιοι από τους διαλόγους που μας δώσατε;
Έχουν περάσει εικοσιπέντε χρόνια, και δεν έχω τόσο καλή μνήμη! Αλλά, να σας πω την αλήθεια αυτό που μ’ ενδιέφερε ήταν μέσα απ’ τους διαλόγους να διατηρηθεί η αίσθηση και η ατμόσφαιρα της εφημερίδας. Ξέρετε, το 1999 αν ήσουν νέος δημοσιογράφος δεχόσουν φοβερή πίεση. Στο Βήμα είχαμε στρατιωτική ιεραρχία, οι παλιοί σε αντιμετώπιζαν σαν βάρος της γης, δεν πληρωνόσουν, δεν έπαιρνες ποτέ άδεια, δούλευες μέχρι αργά τη νύχτα έξι μέρες την εβδομάδα και δεν υπήρχε καμία επιείκεια: θυμάμαι ακόμα έναν νεαρό συνάδελφο, ένα πολύ ταλαντούχο παιδί, που στο σεισμό του ’99 πήρε τηλέφωνο και είπε πως δε θα έρθει για ρεπορτάζ γιατί έχει πάθει σοκ η μητέρα του. Ο αρχισυντάκτης τον απέλυσε τηλεφωνικώς – οπότε, καταλαβαίνετε την κατάσταση.
Βέβαια, υπήρχε και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Αν έγραφες καλά και κατάφερνες να σταθείς μέσα σ’ αυτό το σκληρό περιβάλλον, γινόσουν συντάκτης του Βήματος. Κι αυτό για μας τότε, ήταν σα να σου χάριζαν ολόκληρο τον κόσμο. - Και η “Γριά που δαγκώνει”; Άραγε υπήρξε στο γραφείο κάποιου κάποτε;
Μόνο στη φαντασία μου. Απ’ τις αρχές του ’90, οι γραφομηχανές είχαν αποσυρθεί απ’ το Βήμα. Όταν πρωτοπήγα εγώ στην εφημερίδα, γύρω στο ’94, θυμάμαι πως είχαν εφοδιάσει τα γραφεία των συντακτών με κάτι υπερσύγχρονους IBM. Σας διαβεβαιώνω, πάντως, πως και τα δικά τους πληκτρολόγιά τους είχαν εξίσου κοφτερά δόντια! - Αντάρτες Πόλης. Αυτή είναι η τρομοκρατική οργάνωση που απειλεί με μακελειό το κέντρο της Αθήνας. Δώσατε στα μέλη της στοιχεία οργανώσεων που μας απασχόλησαν με τις επιθέσεις τους την τελευταία εικοσαετία;
Με μακελειό, όχι. Οι Αντάρτες Πόλης θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο – αλλά χωρίς ποτέ να σκοτώσουν κανέναν. Τα μέλη τους δεν έχουν καμιά σχέση με τους τρομοκράτες που έδρασαν κατά καιρούς στην Ελλάδα. Οι Αντάρτες ζουν στις σελίδες ενός βιβλίου, είναι απλοί άνθρωποι, περίπου σαν κι εμάς, παρότι έχουν αυτή την εμμονή, την τρέλα στο μυαλό τους. Οι Αντάρτες δεν είναι εκτελεστές, δεν μισούν κανέναν. Αυτό που θέλουν είναι να ταράξουν το σύμπαν, να ξυπνήσουν τον κόσμο, να μας κάνουν να δούμε πιο καθαρά αυτό που ζούμε, μήπως και καταφέρουμε να το αλλάξουμε. - Ο φάκελος “τρομοκρατία στην Ελλάδα” παραμένει ανοικτός. Σε ποιο βαθμό τα στοιχεία αυτού του φακέλου είναι διαθέσιμα σε δημοσιογράφους και συγγραφείς και άρα ήταν και σε σας;
Τα πρακτικά της δίκης της 17Ν είναι ανοιχτά για όλους, τα βιβλία που έχουν γράψει οι τρομοκράτες είναι διαθέσιμα, οι προκηρύξεις επίσης, όπως και το υλικό από τα αρχεία των Ελληνικών εφημερίδων για τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Αν κάποιος το επιθυμεί, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αποκτήσει μια σαφή εικόνα. Εγώ προτίμησα να μη βασιστώ σε ιστορικά στοιχεία για την τρομοκρατία όταν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο. Δεν ανέτρεξα στις πρακτικές των αληθινών τρομοκρατικών οργανώσεων, γιατί αφ’ ενός δεν ήθελα οι Αντάρτες να ταυτιστούν με οποιαδήποτε πραγματική οργάνωση, και αφ’ ετέρου, γιατί ήθελα να γράψω μια καινούργια ιστορία, όχι να ξαναφωτίσω κάτι που έχει ήδη συμβεί στον πραγματικό κόσμο. - Ωστόσο, η τρομοκρατία ήταν και συνεχίζει να είναι μια παγκόσμια απειλή. Ποιο ήταν εκείνο τρομοκρατικό χτύπημα που σας τάραξε περισσότερο ως επαγγελματία δημοσιογράφο, ως συγγραφέα αλλά και ως γυναίκα;
Η πτώση των Δίδυμων Πύργων. Θυμάμαι που το βλέπαμε live στις οθόνες μας, στο Βήμα, και δεν το πιστεύαμε. Σε μια στιγμή μέσα, κατέρρευσε κάθε αίσθηση ασφάλειας. Ένα σενάριο άγριο, εντελώς ασύλληπτο, έγινε ξαφνικά πραγματικότητα. - Δυο πρόσωπα παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις τόσο του δόκιμου δημοσιογράφου όσο και του αρχηγού των ανταρτών. Ζανέτα και Μάρθα, λοιπόν! Ποιοι είναι οι ρόλοι που εμπιστευτήκατε στις δυο κυρίες;
Η Ζανέτα, η νεαρή γραφίστρια του «Εφήμερου», ζει στο σύμπαν του 1999 και παρασύρει άθελά της τον Λεωνίδα, τον δόκιμο δημοσιογράφο, στους Αντάρτες Πόλης: εκείνη είναι μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης, κι όταν ο νεαρός την ερωτεύεται, προσπαθεί να την εντυπωσιάσει και κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει τους Αντάρτες – και δυστυχώς γι’ αυτόν, είναι πολύ ικανός οπότε αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμος. Η Μάρθα, αντιθέτως, ζει στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου: στο σύμπαν του 2018. Ο αρχηγός των τρομοκρατών, ο Αλκιβιάδης Μπρίτας, ηλικιωμένος και αδύναμος πια, τη συναντά όταν καταλήγει στο γηροκομείο. Η Μάρθα υπήρξε τραγουδίστρια, ντίβα του Νέου Κύματος, και τώρα έχει πέσει σε κατατονία. Ο Μπρίτας προσπαθεί να την «ξυπνήσει»: της διαβάζει, της μιλάει, και καθώς εκείνη επανέρχεται, αυτός αφήνει πρώτη φορά τον εαυτό του να ερωτευτεί. Γιατί στην πραγματικότητα, η Μάρθα είναι εκείνη που «ξυπνάει» τον γέρο τρομοκράτη. Του δείχνει όλ’ αυτά που στερήθηκε στη ζωή του: την ευτυχία του να σηκώνεσαι κάθε μέρα ανυπομονώντας να τη ζήσεις μαζί με κάποιον που αγαπάς, τα μικρά πράγματα που ο άλλος τα φωτίζει και τα κάνει ν’ αξίζουν όσο ολόκληρος ο κόσμος. Κι ο Μπρίτας πρέπει τώρα να διαλέξει: η Μάρθα είναι εκεί, και σέρνει μαζί της τη χαρά του εφήμερου. Αλλά ο παλιός του εαυτός, ο μοναχικός λύκος, αρνείται να της παραδοθεί. - Το ποίημα της Μάρθας “Το απόβραδο”, έγραψε ειδικά για το μυθιστόρημά σας ο Γιώργος Οικονομέας, η συμβολή του οποίου, όπως γράφετε, ήταν καθοριστική. Θέλετε να μας δώσετε τους πρώτους στίχους του;
Παραθέτω ένα τετράστιχο:
Δεν τέλειωσε ακόμα η γιορτή
κι όσο υπάρχεις το ταξίδι δεν τελειώνει.
Βαλ’ τα καλά σου• ξημερώνει Κυριακή
και μια παράξενη αγάπη με τυφλώνει.
- Ποια ήταν η πιο χρήσιμη συμβουλή ή παρατήρηση που σας έκανε ο συνάδελφός σας που σας έλυσε τα χέρια αλλά και τη σκέψη στη δύσκολη πλοκή;
Δυσκολεύομαι να σας απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση. Θα έπρεπε να σας αποκαλύψω το τέλος του βιβλίου – αυτό άλλαξε με την πιο κρίσιμή του παρέμβαση. Όμως εγώ μισώ τα σπόιλερ, όπως κι εσείς, φαντάζομαι. Οπότε, την απάντηση θα την βρείτε στις σελίδες του «Εφήμερου»!
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Αθήνα, 1999, λίγο πριν το Μιλένιουμ.
Στην ταράτσα του Εφήμερου, ψηλά πάνω απ’ την πλατεία Συντάγματος, οι Αντάρτες Πόλης ετοιμάζονται να τινάξουν τη Βουλή στον αέρα. Τον πυροκροτητή τον κρατάει ο δόκιμος δημοσιογράφος Λεωνίδας Δρακόμαλλος. Είναι νέος και θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο. Αλλά αν πατήσει το κουμπί, ο πρώτος που θ’ αλλάξει θα ’ναι ο εαυτός του.
Ίσως να ’ταν αλλιώς τα πράγματα για τον Λεωνίδα αν δεν υπήρχε η Ζανέτα να τον κρατήσει στην ομάδα των τρομοκρατών. Και σίγουρα θα ’ταν όλα αλλιώς για τον αρχηγό των Ανταρτών, τον Αλκιβιάδη Μπρίτα, αν δε γνώριζε τη Μάρθα κι αν δε συνειδητοποιούσε πόση ζωή χαράμισε για μια εκρηκτική αυταπάτη.
Είκοσι χρόνια μετά το τελευταίο του τρομοκρατικό χτύπημα, κλεισμένος στο γηροκομείο, ο αρχηγός των Ανταρτών ψάχνει το λάθος. Θυμάται τον εαυτό του νέο, σίγουρο πως θ’ αλλάξει τον κόσμο, ακόμα κι αν χρειαστεί να τον ισοπεδώσει. Αλλά ποιον κόσμο ήθελε πραγματικά ν’ αλλάξει: τον δικό του ή των άλλων;
Βιογραφικό
Η Μαρίλη Μαργωμένου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε master στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Εργάστηκε είκοσι πέντε χρόνια ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Το πρώτο της βιβλίο, Το θηρίο βγήκε βόλτα, εκδόθηκε το 2021 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Το μυθιστόρημα Εφήμερος είναι το δεύτερο βιβλίο της.
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.