Συγγραφέας του βιβλίου «Μόρια Παμμήτωρ γη» – Εκδόσεις «Γκοβόστη»

Πίσω από το βιβλίο της Νίκης Γκίζη κρύβεται ένας διαγωνισμός που στάθηκε αφορμή, ωστόσο, να βρεθεί στο όμορφο νησί της Μυτιλήνης και να ζήσει από κοντά τον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου Υποδοχής και Αποκατάστασης της Μόριας. Άνθρωποι που αναζήτησαν την ελπίδα ταξιδεύοντας μακριά από την πατρίδα τους βρέθηκαν στον δρόμο της και μίλησαν μαζί της. Όσα της είπαν και κατέγραψε είναι σίγουρο πως θα φανούν γνώριμα στον αναγνώστη όταν συνειδητοποιήσει τη βαθιά συγγένεια που τον συνδέει με τους ήρωες. Από τη συνομιλία μας για το Vivlio-life έντονη έμεινε στο μυαλό μου η τελευταία της πρόταση: «Σκεφτόμουν πόσο πλουσιότερος μπορεί να γίνει κάποιος όταν ανακαλύψει κοινά σημεία με τον πολιτισμό του “Άλλου” αφού έτσι τα έφερε ο καιρός και σκόνταψε η ιστορία. Το μοίρασμα σε κάνει πλουσιότερο στη ζωή. Το αγκύλωμα σε εμμονές σε κάνει φτωχότερο.»

  • Η έμπνευση πίσω από το μυθιστόρημά σας, βρίσκεται σ’ έναν Πανελλήνιο διαγωνισμό. Μιλήστε μας για τη στιγμή που μια προκήρυξη έγινε συγγραφική πρό(σ)κληση.
    Η συγγραφή του βιβλίου «Μόρια Παμμήτωρ γη» ήταν για εμένα πρόκληση και όχι πρόσκληση. Όταν είδα τον Πανελλήνιο διαγωνισμό που προκήρυξαν το Πολιτιστικό Σωματείο «Culture4AlΙ-Πολιτισμός για Όλους» και η «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» ξεκίνησα να γράφω χωρίς δεύτερη σκέψη. Η ανάγκη του διαγωνισμού γεννήθηκε λόγω της όλο και περισσότερο διογκούμενης ταύτισης του χωριού Μόρια με απαξιωτικά σχόλια του ξένου τύπου για την εγκατάσταση, τον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου Υποδοχής και Αποκατάστασης (Hot Spot)) στην περιοχή της Μόριας, τις συνθήκες διαβίωσης, της συμπεριφοράς των κατοίκων, των αρχών της Μυτιλήνης και των προσφύγων. Οι διοργανωτές θεώρησαν ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να αποδώσει απλά και κατανοητά την ανθρώπινη διάσταση αυτής της δύσκολης στιγμής του τόπου και των ανθρώπων μια και ο όγκος, η συχνότητα και η ελλιπής γνώση έκαναν τη συναισθηματική φόρτιση δυσβάσταχτη για τους Μοριανούς να τη διαχειριστούν. Κάθε δυσκολία στη ζωή μας είναι μια επανασύνδεση με την πραγματικότητα και τότε οι άνθρωποι έχουμε μια λαμπρή ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τα πιστεύω και τις αξίες μας, να επανεξετάσουμε τί πρέπει να κρατήσουμε και τί πρέπει να προσπεράσουμε, πού κάναμε λάθος και πού όχι. Ένας πόλεμος, μια λάθος συμπεριφορά, μια αδικία, μια αλήθεια, ένα ψέμα, είναι ευκαιρίες για να θυμηθούμε για τί πράγμα παλεύουμε στη ζωή. Ξεχνιέται ο άνθρωπος καμιά φορά στην καθημερινότητα και πρέπει να σταματήσει, να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη, να τον αξιολογήσει για να μπορέσει να συνεχίσει, να πάει παραπέρα. Έτσι εγώ πήρα το ερέθισμα του νου και της καρδιάς και το βιβλίο πήρε το Α΄ Βραβείο.
  • Με ποια συναισθήματα είπατε “ναι” σ’ αυτό το κάλεσμα και ποια ήταν τα συναισθήματά σας καθώς τοποθετούσατε τους ήρωές σας στις σελίδες σας;
    Ήρθα στη θέση αυτών των ανθρώπων της Μυτιλήνης και της Μόριας και αναρωτήθηκα τί έπρεπε να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι όταν διάβαζαν τα υβριστικά σχόλια στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο για το νησί τους. Να υποκριθούν ότι δεν ξέρουν τίποτα; Να αποκηρύξουν τον τόπο τους; Να τον αρνηθούν; Να σιωπήσουν από ντροπή; Να βουβαθούν; Να κάνουν τί; Και μέχρι πότε; Έζησα στιγμές τραγικές και μαγικές δίπλα στους ντόπιους, στους πρόσφυγες και μετανάστες όταν μου διηγούνταν το χρονικό της ζωή τους. Είναι μια εμπειρία και ανάμνηση πολύτιμη και παντοτινή για εμένα αυτή η συμβίωσή μου με όλους. Τους χρωστώ ευγνωμοσύνη γιατί με καλοδέχτηκαν, συνεργάστηκαν, άνοιξαν την καρδιά τους, μου έδειξαν εμπιστοσύνη, μου εκμυστηρεύτηκαν δυσκολίες και μυστικά της ζωής τους που ούτε τα φανταζόμουν.
  • Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, τους βασικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματός σας. Τον Ραζάν, την Αίσα και τη Μαριάμ. Είναι αληθινά πρόσωπα που εντάξατε στην ιστορία σας;
    Ο Ραζάν, η Αίσα και η Μαριάμ είναι όντως υπαρκτά πρόσωπα. Τους συνάντησα ένα πρωί περίπου στις δέκα όταν έφευγα από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης και κατέβαινα με τα πόδια προς το παραθαλάσσιο χωριό, την Παναγιούδα. Μπροστά μου προχωρούσε μια μικροκαμωμένη κοπέλα με μαντήλα στο κεφάλι και δυο παιδιά. Έμεινα σε απόσταση και τους παρατηρούσα. Τα παιδιά δυσανασχετούσαν με τη ζέστη, λύγιζαν τα κορμιά τους, σπρώχνονταν, κοντοστέκονταν κάτω από τα φυλλώματα των ελιών στην άκρη του δρόμου. Κάποια στιγμή η γυναίκα σήκωσε ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι με νερό και με τον πάτο του μπουκαλιού άρχισε να καταβρέχει με πίδακα νερού τα δυο μικρά καταϊδρωμένα παιδιά προφανώς για να τα δροσίσει από τη ζέστη. Όπως όλα τα παιδιά από τη δυσφορία πέρασαν αυτόματα στη χαρά, άρχισαν να γελούν, να κυνηγιόνται, να χοροπηδούν. Βιάστηκα να τους προλάβω και έμαθα ότι ήταν ο Ραζάν, η Αίσα και η μητέρα τους Μαριάμ που πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα. Η Μαριάμ δεν επιτρέπονταν να μπει στο νερό αν δεν συνόδευε αγόρι, αλλά το κυριότερο που μου είπε ήταν ότι όταν έμπαινε στη θάλασσα αισθάνονταν το χάδι του άντρα της. Επειδή όμως η ζέστη και η απόσταση ήταν μεγάλη και τα παιδιά της γκρίνιαζαν είχε ανοίξει μια τρύπα στον πάτο του μπουκαλιού για να τα δροσίζει στη διαδρομή. Η εικόνα αυτής της μικρομάνας που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε μάνα στον πλανήτη που ομορφαίνει τον κόσμο των παιδιών της, οποιασδήποτε γυναίκας που αναζητά το χάδι του αγαπημένου της με επηρέασε πολύ.
  • Ποιες από τις συνήθειές τους έφεραν από την πατρίδα τους οι ήρωές σας, τις οποίες δεν είχαν πρόθεση να αλλάξουν;
    Όλα όσα έφεραν οι ήρωες του βιβλίου από την πατρίδα τους θα φανούν στον αναγνώστη του βιβλίου γνώριμα όταν συνειδητοποιήσει τη βαθιά συγγένεια που τον συνδέει με τους ήρωες. Οι συνήθειες, οι συνταγές, οι νοοτροπίες, οι εικόνες είναι κοινοί παρανομαστές του ανθρώπου όμως εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Δεν έχει σημασία αν οι Σύροι βάζουν κάρδαμο στην τυρόπιττα και οι Έλληνες όχι. Όταν η βόμβα γκρεμίζει τη σκεπή της εκκλησίας δεν έχει σημασία αν μέσα διαμελίστηκαν Έλληνες, Σύροι ή οι χωρικοί της Γκέρνικα. Όταν ο ορθόδοξος ανάβει το κερί δεν έχει σημασία που ο καθολικός ανάβει το ρεσώ. Και οι δυο στον ένα Θεό προσεύχονται. Για να αλλάξει κάποιος τις συνήθειες του πρέπει να τις πλάσει σαν ζυμάρι, να γίνουν μαλακές, να τους δώσει άλλο σχήμα. Δεν είναι εύκολο. Γι αυτό άλλωστε κάποιοι ήρωες έμειναν στη Λέσβο και άλλοι όχι. Η Αΐσα για παράδειγμα που κράτησε σκληρές και άκαμπτες τις συνήθειές της δεν άντεξε να μείνει στη Μόρια γιατί η προσαρμογή της είχε μια χρονοκαθυστέρηση που τη γέμιζε άγχος. Αντίθετα ο Ραζάν κατάφερε να ξεφύγει από τις μνήμες της πατρίδας του, τις έκανε εύπλαστες, τις δούλεψε και συνειδητοποίησε ότι το μήνυμα ήταν το κάλεσμα της ζωής και όχι ο τόπος.
  • Εριφύλη. Μαζί με τον αδερφό της Κωνσταντίνο είναι οι δυο Έλληνες που θα συναντήσουμε στην πλοκή. Μιλήστε μας γι αυτούς τους δυο χαρακτήρες.
    Είναι δυο συνηθισμένα νησιωτάκια που ήρθαν αντιμέτωπα με καθολικές αλήθειες και το αίσθημα ευθύνης από μικρή ηλικία. Ότι μέχρι χθες τους φαίνονταν αδιανόητο σήμερα είναι λογικό αφού πρέπει αναγκαστικά να συμβιώσουν με Σύρους, Ιρακινούς, Αφγανούς, κ. ά. Στο πρόσωπό τους αντανακλούν οι προβληματισμοί, η δυσφορία, ο κλονισμός, η διαμαρτυρία, η άρνηση, η αποδοχή, η συμπαράσταση, το παράπονο όλων των Μυτιληνιών. Γεύτηκαν αντιφατικά συναισθήματα συμπόνιας και αποστροφής και τα γεύονται ακόμα μέχρι και σήμερα. Φανταστείτε να έχεις στα πόδια σου ένα παιδάκι μια γυναίκα, έναν άντρα με ένα μωρό στην αγκαλιά να βουλιάζουν στη θάλασσα και εσύ να τον ρωτάς γιατί ήρθες ή να μένεις αμέτοχος. Φανταστείτε όμως και να έχεις πέντε ελιές τριακοσίων χρόνων κληρονομιά του παππού του παππού σου, μοναδικό εισόδημα να σπουδάσεις τα παιδιά σου και να τις βρίσκεις κάρβουνα δίπλα στις σκηνές. Ένας χαλασμός άλλαξε τον ειρηνικό και ασφαλή κόσμο του νησιού, αυτόν που τους υποσχέθηκαν οι γονείς τους και έγινε μερικώς ανύπαρκτος. Η αντανάκλαση της προσφυγιάς όμως ήταν εκεί και θα τους κυνηγούσε σε όλη τους τη ζωή και αυτοί έπρεπε να πορευτούν με τη συνείδηση τους. Γι’ αυτό και το ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ο αναγνώστης είναι «Τελικά, τί είναι πιο δύσκολο, να μισήσεις ή να εμπιστευθείς;»
  • Έρωτας. Δεν κοιτά χρώμα, θρησκεία, ηλικία. Είναι ένα κεφάλαιο σημαντικό στην ιστορία σας. Πόσο μπορεί να κάνει αυτό το υπέροχο συναίσθημα μια ταλαιπωρημένη ψυχή να ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή;
    Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι λάθους και μάθους, πάθους και μίσους, διαφορών και ομοιοτήτων. Είναι μια γλυκιά πρό(σ)κληση της ζωής να μάθεις τα όριά σου, να ψάξεις τη σκέψη του άλλου, να εκνευριστείς, να συγχωρήσεις, να συνταιριάξεις, να διαφωνήσεις με κάποιον που δεν είναι η αδερφή, η μάνα, ο πατέρας, ο θείος σου. Είναι κάποιος άγνωστος και εσύ ίσως ταλαιπωρημένος -πάντως άοπλος- μπροστά του πρέπει να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, να ισοπεδώσεις το χρόνο, να χτίσεις γέφυρες για να φτιάξεις ένα ερωτικό καταφύγιο που να έχει φτερά, να κοιτάζει ψηλά αλλά να πατάει γερά στη γη.
  • Έχετε πει πως σκοπός σας είναι να εξιστορήσετε τα γεγονότα, όχι με το δικό σας βλέμμα αλλά με το βλέμμα των ηρώων σας. Τι θα βρούμε ψάχνοντας βαθιά μέσα στο βλέμμα τους;
    Στο βιβλίο δεν έχω άποψη, ούτε νουθετώ κανέναν, απλά περιγράφω. Ο σκοπός είναι ο αναγνώστης να δει στο βλέμμα των ηρώων τη μεγάλη εικόνα, το κάλεσμα της ζωής ώστε να νιώσει μικρότερος. Δεν είναι κακό νομίζω. Ίσα ίσα που ο άνθρωπος το χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε στις μέρες μας, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά και να πιστέψει ότι ανήκει στον «Κόσμο των Λίγων» και έχει το αλάνθαστο. Δεν είναι εύκολο. Γι αυτό άλλωστε κάποιοι από τους ήρωες άλλαξαν στην πορεία και άλλοι όχι. Η Αΐσα για παράδειγμα δεν άντεξε να μείνει στη Μόρια γιατί η προσαρμογή της στη Μόρια είχε μια χρονοκαθυστέρηση που τη γέμισε άγχος, οι μνήμες της παρέμενα σκληρές και άκαμπτες, πράγμα που την εμπόδισε να προσαρμοστεί στη ζωή του χωριού. Αντίθετα ο Ραζάν κατάφερε να κάνει τις μνήμες της πατρίδας του εύπλαστες, τις δούλεψε και συνειδητοποίησε ότι το μήνυμα της ζωής ήταν το κάλεσμα και όχι ο τόπος. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα πλάσει το δικό του ζυμάρι για να βρει το δικό του κάλεσμα της ζωής, όποιο κι αν είναι αυτό.
  • Ποια ήταν η σχέση σας με το όμορφο Ελληνικό νησί πριν ασχοληθείτε μαζί του, κατά τη διάρκεια της συγγραφής και σήμερα που η «Μόρια Παμμήτωρ γη» βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία;
    Η πρώτη μου επίσκεψη, σαν τουρίστρια, ήταν μια όμορφη ανάμνηση από νόστιμες ελιές, όμορφα αρχοντικά, κουφάρια διαφορετικών πολιτισμών άλλα ανακαινισμένα, άλλα ρημαγμένα, πεζοπορία, ακτές, υπέροχους κολοκυθοανθούς, γκιουζελμέδες, ούζο και καλή παρεούλα με τους Μυτιληνιούς.
    Στη δεύτερη επίσκεψη αφού πήρα άδεια από τις αρχές για τις ανάγκες της συγγραφής, με εντυπωσίασε το καλωσόρισμα, η προθυμία να μου δώσουν κάθε πληροφορία οι εργαζόμενοι στο Κέντρο, οι λιμενοφύλακες, οι διασώστες, οι ξένοι ανταποκριτές, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, η πολιτοφυλακή, οι αρχές του νησιού, οι εθελοντές ντόπιοι και ξένοι που άφησαν τις οικογένειες και τις δουλειές τους και ήρθαν στη Λέσβο για να βοηθήσουν.
    Σήμερα που το βιβλίο βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία αισθάνομαι σαν να έχω καταθέσει την ψυχή μου σε δημόσια θέα είναι η αλήθεια. Η εμπιστοσύνη όμως που του δείχνουν οι αναγνώστες ενισχύει την πίστη μου ότι άξιζε αυτό το μοίρασμα μαζί τους και μου δίνει δύναμη για τη συγγραφή της επόμενης δουλειάς μου.
  • «Στο μυθιστόρημά σας ο αναγνώστης «θα αφήσει την καρδιά του να ανακαλύψει την αλήθεια και το ψέμα του καιρού», γράφετε. Αναλύστε αυτήν την πρόταση.
    Ήταν από εκείνες τις φορές που αλήθειες και ψέματα έκαναν τα μάτια μου να τρέχουν δάκρυα. Σκεφτόμουν πόσο πλουσιότερος μπορεί να γίνει κάποιος όταν ανακαλύψει κοινά σημεία με τον πολιτισμό του “Άλλου” αφού έτσι τα έφερε ο καιρός και σκόνταψε η ιστορία. Το μοίρασμα σε κάνει πλουσιότερο στη ζωή. Το αγκύλωμα σε εμμονές σε κάνει φτωχότερο. Το ομόγλωσσο, το ομοαίματον και το ομόθρησκον είναι καλό που ενώνουν τους ανθρώπους, αλλά έχει νόημα σε μια κοινωνία, όπως η σημερινή, που τα σύνορα αλλάζουν ανά πάσα στιγμή, να περιχαρακωνόμαστε πίσω από αγκαθωτά σύρματα και υψωμένους φράχτες;
  • Η έρευνά σας για τη Μυτιλήνη και τη Μόρια ήταν ενδελεχής όπως λέτε. Από πού ξεκίνησε αυτό το ταξίδι αναζήτησης και πού αλλά και πώς το ολοκληρώσατε;
    Το ταξίδι ξεκίνησε με προσωπική μελέτη έργων του Ελύτη, του Βενέζη, του Λόγγου, της Σαπφούς, του Θεόφιλου, συνεχίστηκε με έρευνα σε αρχαιολογικά τεκμήρια, ιστορικά δεδομένα, συγγράμματα και διατριβές που αναφέρονται στο ιστορικό, πολιτιστικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, έρευνα στη λογοτεχνία, τη φιλολογική παράδοση, τη λαογραφία και όχι μόνο. Ολοκληρώθηκε με την επιτόπια έρευνα και με πολλές επισκέψεις από τα ξημερώματα στον καταυλισμό, γιατί εκείνη την ώρα ήταν βολικό να μου μιλήσουν οι εργαζόμενοι και τέλος στη Μόρια με συζητήσεις στα καφενεία, επισκέψεις σε σπίτια και στις εκκλησίες και περπάτημα στη εξοχή για να ακούσω τους ήχους της γης και τη μυρωδιά της θάλασσας.
  • 2.500 χρόνια ιστορίας μετράει η Λέσβος. Ποια ήταν τα πιο σημαντικά γεγονότα που συμπεριλάβατε στο βιβλίο σας;
    Όλη η ιστορία του νησιού είναι σημαντική. Η ιστορία της Λέσβου είναι τόσο βαριά και μεγάλη που δεν μπορώ να πω ότι ένα ιστορικό γεγονός είναι πιο σημαντικό από το άλλο. Ξεκινάει από την αρχαιότητα τότε που η Μεσόγειος ήταν ξηρά και η μετακίνηση από τη Λέσβο στην Ανατολία γίνονταν με τα πόδια. Συνεχίζει με τους Σαρακηνούς καταπατητές, Ρωμαίους, Βενετούς, Καταλανούς πειρατές, Γενοβέζους, Βυζαντινούς, Οθωμανούς και Έλληνες. Αλλά ποιός απ’ όλους μας θυμάται ότι ο Χαϊρεντίν πασάς ο γνωστός Μπαρμπαρόσα, που σημαίνει κοκκινογένης, αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου και κουρσάρος των ακτών της Μπαρμπαριάς της σημερινής Αλγερίας είχε γεννηθεί στον Παλαιόκηπο Γέρας της Λέσβου. Ή ότι όταν ο Μωάμεθ έφτασε κάτω από τα τείχη της Μυτιλήνης με ισχυρό στόλο και πολυάριθμο στρατό για αποβίβαση έστειλε τελεσίγραφο στον διοικητή Νικολό Γκαττιλούζιο Β’ να παραδώσει το νησί, εκείνος το απέρριψε και ο κανονιοβολισμός της Λέσβου διήρκησε εικοσιεπτά ολόκληρες ημέρες. Ή ότι ο Αυτοκράτορας Αδριανός, είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχτισε το Υδραγωγείο της Μόριας, το μοναδικό όρθιο μνημείο της ρωμαϊκής περιόδου που έχουμε από τον 2ο αιώνα μ.Χ., για να μεταφέρει 127.000 κυβικά μέτρα νερού από τον Όλυμπο στη Μυτιλήνη.
    Ίσως κυριότερο ιστορικό γεγονός θεωρώ ότι πολλοί ξεριζωμένοι Έλληνες βρήκαν καταφύγιο σε πόλεις της Συρίας, στη Δαμασκό, τη Χομς και το Χαλέπι με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, τη Μικρασιατική καταστροφή και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πανικόβλητοι, στην προσπάθεια τους να σωθούν, μόνοι ή με τις οικογένειες τους, έδεναν βαρέλια με σχοινιά, τα έκαναν πλεούμενα, θαλασσοδέρνονταν με τα κύματα, τους ανέμους έπεφταν στη θάλασσα της Λέσβου και ξεβράζονταν στις απέναντι όχθες της Ανατολής.
  • «…θα γευτεί τις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, θα θυμηθεί όλες εκείνες τις στιγμές που λοιδορήθηκε και πάσχισε να βρει δικαίωση» γράφετε για το νησί μας. Τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις “διακρίσεις” και “δικαίωση”;
    Η -λόγω και έργω- κατανόηση της διαφορετικότητας του άλλου. Ο σεβασμός στον άνθρωπο. Είτε είναι μελαμψός, λευκός, κίτρινος στην επιδερμίδα, θέλει να προσεύχεται στο Εγώ ή στο μη–Εγώ, στην Ύπαρξη ή στη μη–Ύπαρξη ενός προσώπου, ενός Θεού, γονατισμένος, όρθιος, με τα μάτια στο ουρανό, στη γη, στο τοτέμ, με λιτανεία, χωρίς λιτανεία, μιλάει αλαμπουρνέζικα ή ελληνικά. Είναι προσωπική υπόθεση πώς χτίζει ο καθένας μέσα του τις λέξεις “διάκριση” και “δικαίωση”, αλλά είναι σίγουρο ότι συνιστούν το βασικό θεμέλιο της δημοκρατίας. Ο κόσμος έχει γίνει ένα χωριό, δεν έχουμε περιθώρια λοιδορίας, ρατσισμού, ύβρεως ή διαφορετικότητας. Η δικαίωση έρχεται μόνο όταν αναγνωρίσουμε ότι η αλήθεια η δική μας είναι ίδια με την “άλλη” αλήθεια του άλλου.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Αν το έγκλημα δεχτείς, φίλη μου, μικρή ανάσα θα ’χεις», απάντησε το νησί κοφτά. «Τον ξέρει ο δαίμονας τον δρόμο. Ξέρει να ξεριζώνει ανθρώπους, να παίρνει μωρά από το στήθος της μάνας, κατέχει από κροκάλες, σκίνα και πέτρες, έχει τον τρόπο να σειεί τα βράχια, αλλά δεν ξέρει τι μπορούν να καταφέρουν οι άνθρωποι όταν θέλουν… Με ρωτάει ο δαίμονας: “Να τον πάρω;” “Όχι. Όχι, ακόμα”, αποκρίνομαι… “νωρίς είναι για δαύτον…”».
Στο ιστορικό μυθιστόρημα ‘Μόρια, Παμμήτωρ γη’, ο αναγνώστης θα αφήσει την καρδιά του να ανακαλύψει την αλήθεια και το ψέμα του καιρού. Μέσα από γεγονότα άλλοτε αστεία και άλλοτε δραματικά, θα γνωρίσει παραμυθάδες και γνωστικούς με άποψη και θέση ζωής, θα αγκαλιάσει καλά κρυμμένα συναισθήματα, λόγια που ανασταίνουν και πληγώνουν, θα γευτεί μυρωδιές και αρώματα της Μεσογείου και της Ανατολής. Στα 2.500 χρόνια ιστορίας της Λέσβου, θα γνωρίσει τη δημιουργία και τον πολιτισμό, θα γευτεί τις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, θα θυμηθεί όλες εκείνες τις στιγμές που λοιδορήθηκε και πάσχισε να βρει δικαίωση, θα μοιραστεί ζωές και χαρές που ταξιδεύουν με καραβάκια χάρτινα σε πλάνητες που φτιάχνει, ψάχνοντας την απάντηση στο ερώτημαː «Τελικά, τι είναι πιο δύσκολο, να μισήσεις ή να εμπιστευθείς;»

Βιογραφικό

Η Νίκη Γκίζη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Επί είκοσι πέντε χρόνια εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στην ιδιωτική εκπαίδευση. Σπούδασε παράλληλα Ιστορία Ευρωπαϊκού Πολιτισμού στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Διιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Παράλληλα με τη διδασκαλία έχει ασχοληθεί με εργαστήρια γραφής σε μαθητές, φοιτητές και ενηλίκους. Η αγάπη της για την ιστορία και την έρευνα την οδήγησε στη συγγραφή και τη μετάφραση έργων στα Αγγλικά. Έργα της όπως «Ο Πρόσφυγας» (2018), και το “tabula rasa”(2019) έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το παρόν μυθιστόρημα, «Μόρια, Παμμήτωρ γη», Εκδόσεις Γκοβόστη, πήρε το Α΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό που διοργανώθηκε από το Πολιτιστικό Σωματείο «Culture 4All – Πολιτισμός για όλους», και από την «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών».