Σκέψεις για το μυθιστόρημα «Η θάλασσα έφυγε» της Αθηνάς Χατζή
Της Ιουλίας Ιωάννου
Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι αδυναμίες που ο καθένας κουβαλάει, οι εσωτερικές αναζητήσεις και οι εξωτερικές παρεμβάσεις μπλέκονται δημιουργικά σε ένα μυθιστόρημα που δίνει την αίσθηση πως θέλει να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το πώς αισθάνονται και τι βιώνουν οι χαρακτήρες του, όμως με τη χιουμοριστική του διάθεση καταφέρνει να σε κάνει να τους αισθανθείς τόσο κοντά σου.
Οικείες φυσιογνωμίες, πρόσωπα που συναντάς στην καθημερινότητά σου, που “συγκατοικείς” στο διπλανό διαμέρισμα, στο μαγαζί που θα ψωνίσεις, στο δρόμο που θα σπρωχτείς και θα προσπεράσεις.
Πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας από αυτούς τη ζωή;
Πώς βιώνει τις εξελίξεις που μας διαμορφώνουν ως χαρακτήρες, ως έθνος;
Με γλώσσα καθημερινή, συχνά σκληρή, η Αθηνά Χατζή προσπαθεί να διεισδύσει στα άδυτα της ψυχής των ηρώων της, να μας δώσει να καταλάβουμε το γιατί και το πώς των πράξεών τους, μα κάποια πράγματα όμως δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεων.
Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι πολλές φορές είναι άγγελοι και οι ίδιοι μπορεί να είναι και καθάρματα. Γιατί σκέφτονται και ενεργούν με γνώμονα το δικό τους συμφέρον και μόνο και αν στο μεταξύ βρεθεί στο δρόμο τους και ένας ακόμη συνοδοιπόρος, κατά πώς τους βολεύει πορεύονται μαζί του, παράλληλα με αυτόν, εις βάρος αυτού, όπως κάθε φορά προκύπτει.
Και όσο και αν τα σκληρά γεγονότα της ζωής διαμορφώνουν τη γενική εικόνα της χώρας, επηρεάζουν την πορεία του καθενός, τον τρόπο που δουλεύει, που σχετίζεται με τους γύρω του, που αγαπάει ή αδιαφορεί για το διπλανό του, τόσο κάποιοι χαρακτήρες δεν αλλάζουν, παραμένουν αδιάφοροι για το τι η συμπεριφορά τους μπορεί να προκαλεί στους γύρω του.
Η αγάπη ως έννοια δεν γίνεται αντιληπτή, γιατί η ίδια η ζωή είναι γεμάτη από μικρότητες και ο έρωτας είναι ανθρωποφάγος και οι άνθρωποι παίρνουν μόνο από τους άλλους ό,τι κάθε φορά τους δίνετε ή διεκδικούν με συγκεκριμένες προθέσεις. Δεν υπάρχει ρομαντισμός, γιατί η ζωή έχει πάψει να είναι ρομαντική.
Οι χαρακτήρες είναι σαν καρικατούρες που ο καθένας φτάνει μόνο όσα κάθε φορά μπορεί να αγγίξει, χωρίς όραμα, χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή όνειρα, ό,τι τύχει και όπως τύχει.
Αλήθεια, πόσοι δεν είναι στ’ αλήθεια έτσι στην καθημερινότητά μας, στο λεωφορείο δίπλα μας, στην ουρά στην τράπεζα, στο πολυκατάστημα. Ο καθένας φοράει κάθε πρωί τη μάσκα της αδιαφορίας, φοράει το παγωμένο βλέμμα, ένα ψεύτικο χαμόγελο και το μόνο που αναζητάει είναι ο τρόπος να φύγει άλλη μία μέρα από πάνω του, άλλη μία υποχρέωση.
Δεν υφίσταται ερωτικό τρίγωνο σε μια επίπεδη σχέση, όταν ο άλλος δεν αντιλαμβάνεται καν αν βρίσκεται σε σχέση και όταν οι εμπλεκόμενοι είναι περισσότεροι από τρεις όπως στη συγκεκριμένη ιστορία που δεν υπάρχει ζήλια, αντιζηλία, καυγάδες, κτητικότητα, αίσθηση αγάπης.
Και ο καθένας τελικά βρίσκει το δρόμο του, με κάποιο τρόπο είτε μόνος είτε με κάποιον που θα συναντήσει τυχαία, αν το τυχαίο είναι μέρος της όλης περίεργης αντίληψης που κουβαλάνε οι πρωταγωνιστές.
Και αποφασίζουν να φύγουν από ό,τι δεν τους γεμίζει πια, όπως φεύγει η θάλασσα και αδειάζει και τα πάντα μένουν γυμνά και έρημα, χωρίς το κάλυμμα που τους πρόσφερε η άλλοτε φουρτουνιασμένη και άλλοτε ήρεμη όψη της.
Λίγα Λόγια για το Βιβλίο
Η ιστορία του Γιάννη που του άρεσε να φοράει την κουκούλα του και να περιφέρεται στα βουνά και στο αθηναϊκό άστυ και που δήλωνε εισοδηματίας, ενώ ήταν αισθηματίας.
Της Νταίζης που ήταν Αλικολόγος, αλλά τον «Λευτέρη» τον παραδεχόταν μόνο απ’ τη Μοσχολιού.
Του Σίμου που έκρυβε ξυραφάκια σε νεράντζια και ζωγράφιζε νεράιδες σε τοίχους. Της Άννας που είχε ξεχάσει πως υπήρχε και ζούσε λάθρα και καταχρηστικά ανάμεσα στους ανθρώπους.
Του Τάκη, εξ ορισμού μοιραίου και γόη και εκ του αποτελέσματος αχάριστου.
Και κάμποσων άλλων που βρέθηκαν στη δίνη της Ιστορίας η οποία γράφτηκε στις πλάτες τους χωρίς να τους ρωτήσει αν επιθυμούσαν να γίνουν ήρωες και χωρίς να έχει πρόθεση να τους ηρωοποιήσει έτσι κι αλλιώς.
Μια απλή ιστορία για μια πόλη, μια χώρα και ένα ερωτικό τρίγωνο που, όπως όλα τα ερωτικά τρίγωνα, υπήρξε κατ’ ουσίαν πολύγωνο.
«Κι έτσι κυκλοφορούμε ως εραστές σε ένα θεσπέσιο γαϊτανάκι συναισθηματικά αναπήρων πασχίζοντας να ακουμπήσουμε ο ένας στον άλλο τα κόμπλεξ μας και να λάβουμε ανόθευτη αγάπη. Ο έρωτας είναι ανθρωποφάγος και αναζητούμε με αγωνία ο ένας τον άλλο για να επιδοθούμε σε άνευ όρων και ορίων κανιβαλισμούς».