Αρκεί να διαβάσει κανείς την περιγραφή της μυστικής παπαρούνας για να αναβαπτιστεί και να ανθρωπεύσει. Να φύγουν από πάνω του όλα όσα τον ξαλαργεύουν από τον ίσιο δρόμο της συναδέλφωσης και της ειρήνης, και να ξαναγεννηθούν μέσα του τα δυο παιδιά του Θεού, η αγάπη και η ποίηση. Να νιώσει ότι η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη φύση είναι ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του Στράτη Μυριβήλη και ολόκληρου του καλύτερου ίσως βιβλίου της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας «Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ», το μόνο αντίδοτο, η μόνη απάντηση, η μόνη ελπίδα απέναντι στον παραλογισμό του πολέμου και στην επιληψία του ομαδικού αφανισμού που απειλεί και πάλι το ανιστόρητο κι αμετανόητο ανθρώπινο γένος.


«Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου, Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου ξεφανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα πούναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω… τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόσο δα μεγάλη καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιχτή σαν μικρή βελουδένια φούχτα. Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θάβλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι θραψερό λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη… μέσα στο περιβόλι του Θανάτου.
…Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δακτύλων. Είναι μια αναπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σα να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά-σιγά:
-Καληνύχτα… καληνύχτα και νάσαι βλογημένη».


Απέναντι στις άκαμπτες «Ημερήσιες Διαταγές» του Πολέμου, απέναντι στον κάθε «Μπαλαφάρα», στον κάθε «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο», στο «Μάτι του Πολύφημου» και στις «Πολιτείες Φαντάσματα», ο Στράτης Μυριβήλης δημιουργεί τις δικές του λογοτεχνικές -ποιητικές πλάκες του Σινά για να διακηρύξει την ειρήνη και την πίστη του στην αξία και στην ομορφιά της ζωής. Αυτές τις φοβερές λογοτεχνικές πλάκες ο Μυριβήλης τις φιλοτεχνεί με μια γλώσσα που δεν είναι σκαλισμένη από τους ασκητάδες της λαγνείας, αλλά μ’ εκείνες τις λέξεις που είναι βγαλμένες από το χοντρό συναξάρι του χρόνου σαν πέτρα και χώμα. Με μια γλώσσα δική του, που πότε μοιάζει με τις μικρές χαρές που καραβίζουν με τα γλυκοθύμητα της ζωής μέσα στην υγρασία και στο γκρίζο των χαρακωμάτων, πότε σκληρή σαν κραξιά άγριου πουλιού, και πότε με τα μαραμένα βασιλικά, το ασύλληπτο μύρο τους που πλανιέται πάνω από την τελματωμένη ζωή σα νυστάλα θανάτου.
Μ’ αυτή τη γλώσσα «ο κατεξοχήν διηγηματογράφος Στράτης Μυριβήλης μελετά τη γύρω του ζωή, τους λογής ανθρώπινους τύπους, τα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα τα οποία αποθησαυρίζει και ανακαλεί όχι τόσο με τη μυθοπλαστική του φαντασία, όσο με την παρατήρηση και τη φωτογραφική ανάπλαση της γύρω του και της μέσα του ζωής που συνοψίζουν ολόκληρο το νόημά της». (Παντελής Μπουκάλας, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ (βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ)


Το λογοτεχνικό σκηνικό που στήνει ο συγγραφέας για να παιανίσει το αντιπολεμικό του μανιφέστο είναι τα χαρακώματα και οι παγωμένες αλήθειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο λοχίας του πεζικού Αντώνης Κωστούλας καταγράφει σε γράμματα ημερολόγια που σκοπεύει να στείλει στην αγαπημένη του, τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, κατά την περίοδο που αυτός πολεμάει στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1917.
Το έργο πρέπει να γράφτηκε από τον Νοέμβριο του 1922, έως και τον Απρίλιο του 1923, δηλαδή το πεντάμηνο από την αποστράτευση του συγγραφέα και την επιστροφή του στη Μυτιλήνη, έως και την πρώτη δημοσίευσή του σαν επιφυλλίδα στην εφημερίδα «Καμπάνα». Το ανάτυπο από εκείνη την επιφυλλίδα στάθηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου, ενώ η έβδομη και οριστική κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1955, σε 5000 αντίτυπα, από το «βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ», που έκτοτε συνεχίζει τις επανεκδόσεις.
Και φέτος συμπληρώνονται (2024) εκατό χρόνια από το 1924, χρονιά που το εμβληματικό αυτό έργο κυκλοφόρησε σε μορφή βιβλίου. Και η επέτειος αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στις μέρες μας πάλι η Όχτρα και η Κοινοτοπία του Κακού οπλίζουν το χέρι των πολεμοκάπηλων που ψωμίζονται από την άγνοια και την αβουλία των λαών. Το σιδερένιο χέρι εκείνων των ηγετών που ψηλώνει ο νους τους, που «έχουν υπεροψίαν και μέθην» και νομίζουν πως κατέχουν τη δύναμη και τη μόνη αλήθεια για το «καλό», δήθεν, του κόσμου.


Απέναντι σ’ αυτή τη δύναμη της οίησης ο Στράτης Μυριβήλης αντιτάσσει τον έρωτά του για τη ζωή διακηρύσσοντας το πρωτείο του σώματος, ως υλιστής και ως ηδονιστής που βλέπει τη ζωή σαν ερωμένη (Απόστολος Σαχίνης). «Ωχ, είναι καλά νάσαι εικοσιδυό χρονώ, να γύρισες ζωντανός από το χαράκωμα, νάσαι ερωτευμένος και νάχεις μέσα σου την Ελλάδα. Η ζωή είναι αχόρταστα όμορφη. Μπορώ να ζυγιάσω και να φωνάξω τώρα υπεύθυνα την αμέτρητην αξία της. Μπορώ να τη γευτώ στάλα-στάλα σαν σοφός κρασοπατέρας. Αιστάνουμαι κατάβαθα πόσο ακριβή μου είναι κάθε στιγμή που περνάει πάνωθέ μου. Θέλω να τη σταματήσω και να της πω στ’ αυτί: Τράβα στο καλό κι εσύ, μα ξέρε το. Σε κατάλαβα που πέρασες. Σ’ ένιωσα, σε χάρηκα, και σ’ ευχαριστώ!»
Αντιτάσσει, επίσης, έναν βαθιά φιλοσοφημένο εσωτερικό διάλογο, οποίος θα έπρεπε να αποτελεί και για μας, για τον καθένα μας μια αφύπνιση απέναντι στις μηχανές που κάνουν τις συνειδήσεις μας να κοιμούνται, κάθε φορά που, τυχόν, γυρίζουμε νοερά και κοιτάζουμε το κόκκινο λουλούδι του εξώφυλλου, το μυστικό λουλούδι που μάς έστειλε η λογοτεχνική ζωή ως μήνυμα ειρήνης και συναδέλφωσης:
«Γιατί είναι απαραίτητο να σκοτώσουμε και να μας σκοτώσουν; Ποιόνε να το ρωτήσω. Συλλογιέμαι: πού να βρίσκεται η μήτρα του κακού; Και γιατί αυτό είναι πιο δυνατό, τόσο πιο δυνατό; Ακούγω μια απάντηση: «πόλεμος κατά του πολέμου!» «Πόλεμος των τάξεων!» Ξέρω. Μα αυτό είναι μια καινούρια απάτη. Είναι πάλι ο πόλεμος, με πιο μοντέρνα και πιο βδελυρή προσωπίδα. Ίσως, λέω, το κακό νάναι αλλού. Σε τούτο: Η Όχτρα είναι οργανωμένη, πειθαρχημένη, πάνοπλη. Η Αγάπη είναι ανοργάνωτη, ξεθυμαίνει σε αισθηματισμούς, σε θρησκευτικούς εξορκισμούς. Τώρα ποιος θα οργανώσει, ποιος θα αρματώσει, θα κάμει σεβαστή την Αγάπη; Ο Χριστός το καταπιάστηκε με το καλό και δεν κατάφερε σπουδαία πράματα. Όμως πάλι αν γίνει με το στανιό, τότε παύει νάναι Αγάπη. Δεν καταλαβαίνω


«Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ» μοιάζει με ένα γερό σκαρί από Πλωμαρίτικο ταρσανά. Όλα τα δομικά στοιχεία των διηγημάτων είναι αρμοδεμένα με μαστοριά παστρικιά και μερακλίδικη. Κι όλες οι στιγμές, ο χρόνος, οι αγωνίες, οι απλές καθημερινές στιγμές της ειρηνικής ζωής που πρέπει να τις χάσεις για να καταλάβεις τη μοναδική τους αξία, η χαμένη νιότη, όλες οι αναμνήσεις, όλα τα συναισθήματα με την αγωνία και τη φρίκη του πολέμου, περπατούν αδιάκοπα, αλύπητα στην πορεία που κάνουν οι λεπτοδείχτες, μέχρι να δείξουν «δύο και δεκάξι πρώτα», τότε που τριάντα χιλιάδες στρατιώτες θα πηδήξουν από τα χαρακώματα, ολότελα απροστάτευτοι κάτω από τη μανία των μηχανών που θα βρέχουν φωτιά και σίδερο στο δρόμο τους.
Και καθώς αυτή η ώρα «δύο και δεκάξη πρώτα» πλησιάζει, ο λοχίας Κωστούλας είναι αδιάκοπα κοντά στο νησί και στην αγαπημένη του. Είναι καλοκαίρι, έχει φεγγάρι και γυρίζει σπίτι. Η πολιτεία κοιμάται, οι δρόμοι, τα σπίτια, οι κήποι, τα καράβια στο λιμάνι, τα κύματα στην ακρογιαλιά. Τα βήματά του ξυπνούν τους αντίλαλους στ’ αδειανά σοκάκια… μέχρι που φτάνει στην πόρτα της. Τέσσερα σκαλιά πετρένια, μπρούτζινο χερούλι για ξυπνητήρι. Δεν τολμά να χτυπήσει. Δεν θέλει να ξέρει εκείνη, αυτή τη νύχτα της αγρύπνιας, που ξεσκίζουν το καταπέτασμά της τα αόρατα γυαλιστερά σώματα και σκληρίζει από τον πόνο. Δεν θέλει να ξέρει τίποτα από αυτόν τον πόνο. Καληνύχτα, της λέει. «Καληνύχτα στα καστανά σου μάτια, στα μαλλιά σου, στο χαμόγελό σου».
Προχωρεί, βγαίνει από τα σπίτια, διαβαίνει το μουράγιο… Ένα χρυσό ταπέτο άπλωσε το φεγγάρι πάνω στα νερά, από το νησί ως τη στεριά της Ανατολής.
Ποιος θα περπατήσει τούτο το χρυσό μονοπάτι;
Ο ήρωάς μας, την ώρα που το όνειρο τον κρατά κάτω από τα σκοτεινά σύμβολά του, μεταλαβαίνει σώμα και αίμα αγάπης, μεταλαβαίνει σώμα και αίμα πατρίδας, κρύβοντας μέσα στο βάθος της καρδιάς του την τρομάρα που νιώθει, κι ας ξέρει πως δεν θα κάνει τίποτα κατώτερο σε καλό και σε κακό από τους άλλους, σαν φτάσει εκείνη η ώρα. Κι είναι βέβαιος πως αύριο το πρωί θα γράφει τις φυλλάδες του μέσα στο οχυρό «τους».
«Ες αύριον, λοιπόν, και ως τότε γεια σου. Αγαπημένη, γεια σου!»
(Εδώ τελειώνουν τα χερόγραφα του λοχία Κωστούλα)
Βασίλης Τάτσης, συνταξιούχος Φιλόλογος