Συγγραφέας του βιβλίου «Είμαι γυναίκα, γι΄ αυτό με σκοτώνεις» – Εκδόσεις «ΚΨΜ»

Η πεισματική άρνηση μερίδας της κοινωνίας να αποδεχτεί τον όρο «γυναικοκτονία», προβλημάτιζε την Τζένη Κριθαρά, πριν τη συγγραφή του βιβλίου της. Κάθε φορά που της δινόταν ευκαιρία, μάλιστα, μιλούσε υπέρ της ανάγκης θεσμοθέτησης του όρου. Μέχρι που ήρθε η τραγική ιστορία της Κάρολαϊν να της δώσει το τράνταγμα που χρειαζόταν για να πάρει το θάρρος να καταγράψει τις σκέψεις και την έρευνά της σ΄ ένα έργο πληρέστερο από το ρεπορτάζ μιας εφημερίδας. Αυτές τις σκέψεις και την έρευνα διαβάζουμε στο βιβλίο της με τον δυνατό τίτλο «Είμαι γυναίκα, γι΄ αυτό με σκοτώνεις». Όπως λέει στο Vivlio-life «Η αγάπη δεν σκοτώνει, δεν δέρνει, δεν βιάζει, δεν πονάει. Η αγάπη δυναμώνει, θεραπεύει, εξυψώνει και φωτίζει. Το χέρι του κακοποιητή ή του γυναικοκτόνου δεν το οπλίζει η αγάπη. Το οπλίζει η πατριαρχία και όλες οι βαθιά ριζωμένες σε αυτή αντιλήψεις και συμπεριφορές. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες και εύσχημοι τρόποι να κρύψουμε όσα νοσηρά διαιωνίζουμε ως κοινωνία».

  • Στο βιβλίο σας, το οποίο αφιερώνετε “στη μνήμη όλων των γυναικών που δεν βγήκαν ζωντανές από τα χέρια των κακοποιητών τους” γνωρίζουμε γυναίκες που τόλμησαν και είπαν «και εγώ». Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίσατε να προχωρήσετε στη συγγραφή του;
    Τα ζητήματα που άπτονται των γυναικείων δικαιωμάτων ήταν ανέκαθεν στο πεδίο του προσωπικού, του ακαδημαϊκού και του δημοσιογραφικού μου ενδιαφέροντος. Έρχομαι καθημερινά αντιμέτωπη με την έμφυλη ανισότητα σε διάφορες μορφές της, όπως και όλες οι γυναίκες. Τα τελευταία χρόνια πριν την συγγραφή του βιβλίου, με προβλημάτιζε ιδιαίτερα το φαινόμενο των γυναικοκτονιών και ιδίως η πεισματική άρνηση μερίδας της κοινωνίας να αποδεχθεί τον όρο. Τοποθετούμουν με κάθε ευκαιρία υπέρ της ανάγκης θεσμοθέτησης του όρου, όμως η γυναικοκτονία της νεαρής Κάρολαϊν στα Γλυκά Νερά ήταν το τράνταγμα που χρειαζόμουν για να πάρω το θάρρος να καταγράψω τις σκέψεις και την έρευνά μου σε ένα έργο πληρέστερο από το ρεπορτάζ μίας εφημερίδας. Δεν σας κρύβω πως με εξόργιζε ο στρουθοκαμηλισμός πολλών πολιτών και ΜΜΕ που συνέχιζαν να απορρίπτουν τον όρο «γυναικοκτονία», την στιγμή που ο χαμός της Καρολάιν ήταν όχι μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα του όρου, αλλά και χαρακτηριστική περίπτωση διαφοροποίησης του φόνου από την γυναικοκτονία. Αυτή την διαφοροποίηση ήθελα να αναδείξω και να εξηγήσω μέσα από το δοκίμιό μου, αλλά και μέσα από τις μαρτυρίες των γυναικών που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο.
  • «Οι δολοφόνοι έχουν τα κλειδιά των σπιτιών μας». Μια αλήθεια που δεν πρέπει να προσπερνάμε εμείς οι γυναίκες. Τελικά πόσο εύκολο είναι να γίνουμε η κάθε μία από εμάς το επόμενο θύμα από έναν άνθρωπο που μας «αγαπά»;
    Χαίρομαι πολύ που βάζετε την λέξη εντός εισαγωγικών γιατί στο όνομα της στρεβλής αντίληψης περί αγάπης έχουν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Η αγάπη δεν σκοτώνει, δεν δέρνει, δεν βιάζει, δεν πονάει. Η αγάπη δυναμώνει, θεραπεύει, εξυψώνει και φωτίζει. Το χέρι του κακοποιητή ή του γυναικοκτόνου δεν το οπλίζει η αγάπη. Το οπλίζει η πατριαρχία και όλες οι βαθιά ριζωμένες σε αυτή αντιλήψεις και συμπεριφορές. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες και εύσχημοι τρόποι να κρύψουμε όσα νοσηρά διαιωνίζουμε ως κοινωνία. Γράφοντας το βιβλίο, διαπίστωσα μετά λύπης μου πως είναι πάρα πολύ εύκολο μία γυναίκα να πέσει θύμα έμφυλης βίας – είτε από άνθρωπο που την «αγαπάει», είτε από άνθρωπο που της είναι παντελώς άγνωστος. Η έμφυλη ισότητα έχει μείνει στα χαρτιά, η κοινωνία είναι σε μεγάλο μέρος της προσκολλημένη σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις περί φύλων και το κράτος αδυνατεί να σπάσει το πατριαρχικό απόστημα και να κάνει πράξη την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πολιτών. Ανασταλτικός παράγοντας είναι και ο σεξισμός των ΜΜΕ. Θα σας δώσω το πιο απλό παράδειγμα: μία γυναίκα καταγγέλλει σεξουαλική παρενόχληση. Εν έτει 2022, στην Ελλάδα, πρώτα θα γίνουν οι ερωτήσεις για τα ρούχα της, το ήθος της, το ύφος της και για ό,τι άλλο αφορά στην καταγγέλλουσα και στο τέλος – αν αποδειχθεί η ενοχή του επιτιθέμενου- θα ακουστεί πως ούτε λίγο, ούτε πολύ, η γυναίκα πήγαινε γυρεύοντας. Όπως καταλαβαίνετε, όταν αυτού του είδους οι προβληματικές αντιλήψεις είναι οι επικρατούσες, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος απαξίωσης των γυναικών. Εκεί ακριβώς ανοίγει ο φαύλος κύκλος της βίας που επειδή αποτελεί κοινωνική τερατογένεση μάς αφορά όλες και όλους εξίσου.
  • Σε ποιο βαθμό σας διευκόλυνε η δημοσιογραφική σας ιδιότητα στην προσέγγισή τους και πόσο εύκολο ήταν να ξεριζώσουν το αγκάθι από την ψυχή τους όταν έπρεπε να αποκαλύψουν πως ο κακοποιητής τους ζούσε στο διπλανό δωμάτιο;
    Χάρη στην δημοσιογραφική μου ιδιότητα είχα ίσως μία μεγαλύτερη άνεση σε σχέση με άλλους γραφιάδες στο κομμάτι της έρευνας, καθώς και μία εξοικείωση στις συνεντεύξεις με ανθρώπους που έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν. Οι γυναίκες, όμως, που μιλούν στο βιβλίο, όπως και όλες οι γυναίκες που αποφασίζουν να μιλήσουν για το τραύμα τους, δεν χρειάζονται δημοσιογράφο για να ανοίξουν την καρδιά τους. Αυτό που έχουν ανάγκη είναι ένα ασφαλές πλαίσιο. Όλες οι γυναίκες που μου έκαναν την τιμή να αφηγηθούν τις ιστορίες τους ήταν μαγκωμένες – ίσως και καχύποπτες- στην αρχή. Και είναι απολύτως λογικό, αν αναλογιστούμε τι έχουν περάσει. Άρχισαν να «λύνονται» όταν σιγουρεύτηκαν πως δεν πρόκειται ούτε να τις κρίνω, ούτε να τις ανακρίνω. Σκοπός του βιβλίου δεν είναι να δούμε μέσα από την «κλειδαρότρυπα», αλλά να διαπιστώσουμε με πόσους διαφορετικούς τρόπους εκφράζεται η έμφυλη βία. Στο τέλος, όμως, τα αίτια είναι πάντα τα ίδια.
  • «Η ελληνική κοινωνία φαίνεται πως έχει αλλεργία στη λέξη γυναικοκτονία». Πώς ξεκίνησε αυτή η αμφισβήτηση και ποια είναι η δική σας θέση μέσα από τη δημοσιογραφική έρευνα που χρειάστηκε να κάνετε;
    Η δική μου θέση είναι ξεκάθαρη: ο όρος γυναικοκτονία πρέπει να θεσμοθετηθεί. Αυτό δεν σημαίνει πως η γυναικοκτονία δεν είναι δολοφονία. Ούτε μειώνει την ανθρώπινη υπόσταση της γυναίκας, όπως αφελώς ή εκ του πονηρού διατείνονται κάποιοι. Σημαίνει, όμως, πως πρόκειται για ένα έγκλημα με συγκεκριμένα κίνητρα (εν προκειμένω έμφυλα) και φωτίζοντας αυτά τα κίνητρα, η πολιτεία αναλαμβάνει την ευθύνη να αντιμετωπίσει σοβαρά την κοινωνική παθογένεια που οδηγεί σε αυτά. Σε ό,τι αφορά στην αμφισβήτηση του όρου, αυτή συνοδεύει την λέξη «γυναικοκτονία» εν τη γενέσει της και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πατριαρχική δόμηση της κοινωνίας.
  • Καθώς η κουβέντα μας έφθασε στην έρευνα, θα ήταν χρήσιμο, πιστεύω, να μας δώστε κάποια νούμερα από το κεφάλαιο: «Η κακοποίηση στον κόσμο».
    Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί της έκτασης που λαμβάνει η έμφυλη βία σε όλον τον πλανήτη. Κατά μέσο όρο, 137 γυναίκες σε όλον τον κόσμο βρίσκουν κάθε μέρα τον θάνατο από μέλος της οικογένειάς τους. Πρόκειται για την πιο ακραία έκφραση της έμφυλης βίας. Τα στοιχεία αναφορικά με τους βιασμούς και τις διάφορες μορφές κακοποίησης είναι εξίσου τρομακτικά.Και σκεφτείτε πως μιλάμε για μία υποκαταγεγραμμένη μορφή εγκληματικότητας.
  • Και τα νούμερα στη χώρα μας που τα τελευταία χρόνια ζει έναν εφιάλτη χωρίς τελειωμό;
    Το πρόβλημα της υποκαταγραφής είναι μεγάλο και στην Ελλάδα. Όσο ντροπιαστικό κι αν θεωρείται για μία χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θέλει να συμβαδίζει με τα δυτικά πρότυπα, είναι γεγονός πως η πρώτη έκθεση για τη βία κατά των γυναικών ολοκληρώθηκε μόλις το 2020 από την αρμόδια Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων. Ενδεικτικά θα σας πω πως κατά τη χρονική περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2019 έως την 31η Οκτωβρίου 2020 συνολικά 4.872 γυναίκες στράφηκαν για βοήθεια στις υπηρεσίες και τις δομές της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων.
  • «Έχουμε κουραστεί να μετριόμαστε και να βγαίνουμε κάθε φορά λιγότερες». Μια πρόταση με σπουδαία μηνύματα. Ενδεχομένως να την επαναλάβει κάποια αναγνώστρια σήμερα και αύριο να είναι μέρος του μακάβριου ποσοστού. Αν ήθελαν να μας μιλήσουν οι ηρωίδες σας τι θα ήθελαν ουρλιάξουν στο αυτί μας;
    «Φτάνει». Νομίζω πως αυτό φωνάζουν όλες οι γυναίκες μέσα από τις ιστορίες τους. Όλες θέλησαν να μιλήσουν γιατί κατάλαβαν πως σκοπός του βιβλίου είναι η αφύπνιση.
  • Δήμητρα, Μαρία, Αγγελική… Δεν έχει σημασία το όνομα της γυναίκας αλλά αυτό που είχε πει. Πόσο δύσκολο ήταν να σας κοιτούν στα μάτια όταν σας μιλούσαν για μέρες και νύχτες κακοποίησης;
    Το καλοκαίρι της έρευνας για το βιβλίο και των συνεντεύξεων με τις πρωταγωνίστριες ήταν έναν πολύ φορτισμένο συναισθηματικά καλοκαίρι. Πολλές φορές χρειάστηκε να σταματήσουμε την κουβέντα για να ηρεμήσουμε, να πιούμε λίγο νερό ή να αγκαλιαστούμε. Αυτό που διαπίστωσα είναι πως είτε έχουν περάσει 30 μέρες από την επίθεση, είτε 30 χρόνια, το τραύμα παραμένει ανοιχτό όσο δεν αποδίδεται δικαιοσύνη –ατομική και κοινωνική!
  • Πατριαρχία. Μια λέξη που επίσης δεν αρέσει σε πολλούς. Σε ποιο βαθμό πιστεύετε πως «ανθίζει» στη χώρα μας;
    Η ελληνική κοινωνία είναι μία βαθύτατα πατριαρχική κοινωνία και αυτό μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα παρατηρώντας τους νόμους, τους θεσμούς και τις επικρατούσες αντιλήψεις της. Δεν υπάρχει συμπερίληψη, δεν υπάρχει ανεκτικότητα στην διαφορετικότητα. Αντιθέτως, οι γυναίκες και η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα πρέπει να παλεύουν καθημερινά για να κατακτήσουν στην πράξη αυτά που θεωρητικά τους προσφέρει (στην καλύτερη περίπτωση) η νομοθεσία και αυτά που για τους στρέιτ άντρες είναι δεδομένα. Ό,τι αποκλίνει από τα πατριαρχικά στερεότυπα, θεωρείται από αφύσικο και προκλητικό έως ανώμαλο και εγκληματικό. Παρόλα αυτά, είμαι αισιόδοξη. Οι άνθρωποι της γενιάς μου -και πολύ περισσότερο της γενιάς που έρχεται- έχουν ανοιχτά μυαλά και μεγαλώνουν με πιο προοδευτικές προσλαμβάνουσες. Θαυμάζω πολύ τα σημερινά εφηβάκια που φοράνε ό,τι θέλουν, μιλάνε όπως θέλουν, βγαίνουν στους δρόμους και υποστηρίζουν τις απόψεις τους με τρόπους που δεν είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν.
  • «Η ρίζα του εγκλήματος του “στραγγαλισμού” της γυναίκας είναι τόσο βαθιά όσο και η ανισότιμη θέση της στη σημερινή εκμεταλλευτική κοινωνία», γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος, προλογίζοντας το βιβλίο σας. Ας σκαλίσουμε μαζί αυτή τη ρίζα…
    Ο καπιταλισμός και η πατριαρχία πάνε χέρι- χέρι, καθώς έχουν δομηθεί στην βάση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Νίκος Μπογιόπουλος, που έχω την τιμή να προλογίζει το βιβλίο μου, θέτει επί τάπητος το μείζον ζήτημα των πολλαπλών αθέατων ρόλων που αναλαμβάνουν οι γυναίκες στο πλαίσιο της κοινωνίας της εκμετάλλευσης. Το στερεότυπο που θέλει την γυναίκα να αναλαμβάνει υποχρεωτικά και αυτονόητα την φροντίδα του σπιτιού και την εξ ολοκλήρου ανατροφή των παιδιών δεν έχει καταρριφθεί. Την ίδια ώρα, όμως, η γυναίκα δουλεύει, κάνει καριέρα, πολιτεύεται, διεκδικεί. Τα κάνει όλα. Αυτό είναι λογικό να απειλεί τους θιασώτες μίας παρωχημένης καθεστηκυίας τάξης. Ο στραγγαλισμός ξεκινάει από την προσπάθεια να επιστρέψει η γυναίκα «στην κουζίνα της» και καταλήγει, δυστυχώς, ακόμη και στον δια στραγγαλισμού θάνατό της.
  • «Αν κάτι πρέπει να αλλάξει εδώ και τώρα, για να αλλάξει το αύριο για πάντα, είναι να βρεθούν περισσότερες γυναίκες στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Είναι θέμα ζωής και θανάτου!». Ένας επίλογος τροφή για σκέψη, που εύχομαι να φθάσει ως μήνυμα εκεί που πρέπει. Πόσο εφικτό είναι όμως να συμβεί κάτι τέτοιο;
    Είναι εφικτό. Θα πρέπει να παλέψουμε πολύ όλες και όλοι μαζί για να γίνει σύντομα πραγματικότητα και κανονικότητα. Είναι ανεπίτρεπτο οι γυναίκες να αποτελούν το 50% του πληθυσμού και το ποσοστό εκπροσώπησής τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων να είναι μονοψήφιο. Θα ήθελα, όμως, να επισημάνω, πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό. Εξίσου σημαντικό είναι οι γυναίκες που αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας να σκέφτονται και να πράττουν με όρους ισότητας και ισοτιμίας και όχι μιμούμενες τους άντρες συναδέλφους τους ή σκεπτόμενες βάσει των πατριαρχικών επιταγών που επιτάσσει μέχρι σήμερα η κοινωνία.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Γυναικοκτονία: η λέξη που ενοχλεί, που διχάζει, που προκαλεί. Πατριαρχία, σεξισμός, τοξική αρρενωπότητα, εσωτερικευμένος μισογυνισμός, ενοχοποίηση του θύματος και σεξουαλική αντικειμενικοποίηση: συμπεριφορές και στερεότυπα που διαμορφώνουν, φυσιολογικοποιούν και δικαιολογούν τη γυναικοκτόνο πρόθεση. Αιτίες που οπλίζουν το χέρι κάθε κακοποιητή. Αποδείξεις πως η ισότητα των φύλων αποτελεί γράμμα του νόμου και όχι πνεύμα της πολιτείας. Η έμφυλη βία, που καταγράφεται καθημερινά σε όλες τις εκφάνσεις της, δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες περί έμφυλης ισοτιμίας. Ο δρόμος που μένει να διανυθεί είναι μακρύς.
Δέκα γυναίκες αφηγούνται τις δικές τους εμπειρίες. Δέκα άνθρωποι που υπέστησαν βία λόγω του φύλου τους αποκαλύπτουν -χωρίς να περιγράφουν τίποτα άλλο πέρα από το βίωμά τους- πώς γεννάται, πώς εκφράζεται και πώς συγκαλύπτεται το έμφυλο έγκλημα. Τίποτα δεν είναι πιο ωμό από τη βία, τίποτα δεν είναι πιο βίαιο από την ανισότητα.

Βιογραφικό
Η Τζένη Κριθαρά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών με μεταπτυχιακούς τίτλους στις Διεθνείς Σχέσεις και εν συνεχεία στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Ακολούθησε διδακτορικές σπουδές στην Ιστορία της Ελληνικής Πεζογραφίας.
Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τα γυναικεία δικαιώματα, την έμφυλη ανισότητα και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής στερεοτύπων. Από το 2010 εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση, έχοντας
ολοκληρώσει τη φοίτησή της στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας.